Οι ανισότητες ως πολιτική επιλογή
Ο Ρέιγκαν υποστήριζε πράγματι ότι η μείωση της φορολόγησης των πλουσιότερων θα ενθάρρυνε την ανανέωση και θα ενίσχυε δυναμικά την ανάπτυξη. Υποσχέθηκε στους Αμερικανούς ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα γίνονταν πλούσιοι και ότι οι μισθοί όλων θα αυξάνονταν, πράγματα που ποτέ δεν έγιναν. Μείωσε επομένως τους φόρους στους πλουσιότερους. Ο φορολογικός συντελεστής για τα υψηλότερα εισοδήματα μειώθηκε περίπου κατά 40% στις δεκαετίες 1980-1990. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν μια παρόμοια ιδεολογική και φορολογική διαδρομή.
Στη Γαλλία, έπειτα από ένα κορυφαίο 70% στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο φορολογικός συντελεστής για τα ανώτερα εισοδήματα μειώθηκε για να φτάσει στο 50%. Ακόμα και αν αυτός ο νέος λόγος υπέρ της ιδιοκτησίας α λα Ρέιγκαν έχει κάποια συνοχή από θεωρητική άποψη, η Ιστορία τον διαψεύδει. Τριάντα χρόνια αργότερα, διαπιστώνουμε αναδρομικά ότι η ανάπτυξη στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι δύο φορές πιο ισχνή μετά τον Ρέιγκαν από όσο ήταν πριν από αυτόν. Μεταξύ 1950 και 1990 αυτή ήταν 2,2% κατά μέσο όρο, ενώ μεταξύ 1990 και 2020 ήταν 1,1%. Οι υπερβολικές περιουσίες των πλουσίων δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη. (...)
Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν παρουσίαζε τους δισεκατομμυριούχους σαν ανώτερα όντα, τα οποία υποτίθεται ότι πλούτισαν με την αξία τους, χάρη στην επίμονη εργασία τους και τις λαμπρές ιδέες τους. Πρόκειται για μια σχεδόν μοναρχική αντίληψη της οικονομίας. Ο Μπιλ Γκέιτς όμως δεν εφηύρε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές μόνος του, στο γραφείο του. Η ιδιοκτησία είναι πάντοτε κοινωνική. Αυτή εξαρτάται από ένα δημόσιο σύστημα το οποίο επέτρεψε συσσωρεύσεις γνώσεων και ειδημοσύνης εδώ και αιώνες.