Macro

Βραζιλία: Ένα πραξικόπημα-οπερέτα σε αργή κίνηση ‒ Μέρος Α’

Η κατάσταση είναι κρίσιμη αλλά καθόλου σοβαρή. Πολιτικοί ψηφίζουν την παραπομπή της Ντίλμα Ρούσσεφ, αφιερώνοντας την ψήφο τους στη γιαγιά τους ή σε χουντικούς βασανιστές. Ένα πραξικόπημα-οπερέτα λαμβάνει χώρα στη Βραζιλία, ενορχηστρωμένο από διεφθαρμένους πολιτικούς και ΜΜΕ, με σκοπό να επανέλθει στην εξουσία η νεοφιλελεύθερη δεξιά αντιπολίτευση. Το διεθνές περιβάλλον της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δεν βοήθησε και εξακολουθεί να μη βοηθά την κεντροαριστερή κυβέρνηση να διατηρήσει τις κοινωνικές της συμμαχίες και τη δημοφιλία της.

 

Η Βραζιλία βρίσκεται σε βαθιά πολιτική και οικονομική κρίση, και η φαιδρή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η αντιπολίτευση της χώρας, ήταν ολοφάνερη στις ομιλίες των βουλευτών κατά τη διάρκεια της δυσάρεστης για την Ντίλμα Ρούσσεφ ψηφοφορίας για την παραπομπή της. Κάποιοι βουλευτές αφιέρωσαν την ψήφο τους υπέρ της παραπομπής σε συγγενείς τους, όπως ο Sergio Moraes που την αφιέρωσε στην 93χρονη γιαγιά του, που είχε τα γενέθλιά της. Άλλοι έδωσαν θρησκευτικό τόνο στην ψήφο τους, αφιερώνοντάς την «στις αξίες της Χριστιανοσύνης» και στο «έθνος του Ευαγγελίου». Οι πιο ειλικρινείς μάλλον ήταν αυτοί που ψήφισαν από φόβο, προειδοποιώντας ως άλλες Κασσάνδρες ότι «ο κομμουνισμός θα στοιχειώσει τη χώρα», καθώς και ότι η Ρούσσεφ πρέπει να παραπεμφθεί για να «μη γίνουμε κόκκινοι όπως η Βενεζουέλα και η Βόρεια Κορέα». Κάποιοι πήγαν ακόμη πιο πέρα, όπως ο Jair Bolsonaro, που αφιέρωσε την ψήφο του στον βασανιστή Carlos Alberto Brilhante Ustra, επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών στα χρόνια της χούντας, εποχή κατά την οποία φυλακίστηκε και βασανίστηκε η Ντίλμα. Ενώ υπήρχαν και οπαδοί του σουρεαλισμού, όπως ο Ronaldo Fonseca, που ψήφισε για να έρθει «ειρήνη στην Ιερουσαλήμ».

 

Πώς μπήκε το «B» στις BRICS

Ο Λούλα κληροδότησε στην Ντίλμα μια ανθούσα οικονομία. Το ΑΕΠ της Βραζιλίας είχε αναπτυχθεί με 7,5% το 2010 –η χώρα επανέκαμψε δριμύτερη μετά την κατάρρευση του 2008‒, οι υβριδικές οικονομικές πολιτικές του Λούλα έδειχναν να έχουν βρει την τέλεια ισορροπία: αρκετά ορθόδοξες για να τις εμπιστεύονται μεγάλα κομμάτια της εσωτερικής μπουρζουαζίας, και της επίσημης και της ανεπίσημης εργατικής τάξης, και αρκετά ετερόδοξες για να επιφέρουν τη μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδήματος και προνομίων υπέρ των φτωχών στην ιστορία της Βραζιλίας.

Για παράδειγμα, ο πραγματικός κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 70% και 21 εκατομμύρια, (κυρίως χαμηλά αμειβόμενες) νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν κατά την πρώτη δεκαετία του 2000. Τα κοινωνικά προγράμματα αυξήθηκαν σημαντικά, συμπεριλαμβανομένου και του παγκοσμίως διάσημου Bolsa Familia, ενός προγράμματος επιδομάτων καταπολέμησης της φτώχειας μέσω της στήριξης των φτωχών οικογενειών, αλλά και τη θεαματική διεύρυνση της ανώτατης εκπαίδευσης, με αυξημένα μάλιστα ποσοστά για έγχρωμους και μαθητές δημοσίων σχολείων.

Για πρώτη φορά οι φτωχοί απέκτησαν πρόσβαση στην εκπαίδευση, όπως και σε πραγματικό εισόδημα, αλλά και σε φτηνά τραπεζικά δάνεια. Άρχισαν να μαθαίνουν, να κερδίζουν, να δανείζονται και να μπαίνουν σε χώρους που προηγουμένως κατείχε αποκλειστικά η ανώτερη μεσαία τάξη: αεροδρόμια, εμπορικά κέντρα, τράπεζες, ιδιωτικά θεραπευτήρια, και δρόμους, που γέμισαν από φτηνά αυτοκίνητα αγορασμένα σε 72 δόσεις. Ο Λούλα απολάμβανε άνετη πλειοψηφία σε ένα κοινοβούλιο κατακερματισμένο και η πολιτική επιδεξιότητά του του επέτρεπε να κρατάει δίπλα του το μεγαλύτερο κομμάτι της πολιτικής ελίτ.

Η Ντίλμα Ρούσσεφ εκλέγεται για πρώτη φορά πρόεδρος το 2010 με πλειοψηφία 56-44% απέναντι στον υποψήφιο του δεξιού, νεοφιλελεύθερου Βραζιλιάνικου Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος (PSDB). Επανεκλέγεται τέσσερα χρόνια μετά με μικρότερη διαφορά 52-48% ή 3,5 εκατομμύρια ψήφους. Αυτό ήταν πολύ κακό για την αμερικανόφιλη αντιπολίτευση και για έναν ακόμη λόγο: επειδή μεγάλωνε ο κίνδυνος επιστροφής του Λούλα το 2018, μιας και τα ποσοστά αποδοχής του όταν είχε φύγει έφταναν το 90%, καθιστώντας τον τον πιο δημοφιλή ηγέτη στην ιστορία της Βραζιλίας. Υπήρχε δηλαδή ο κίνδυνος να μείνει η βραζιλιάνικη Δεξιά εκτός εξουσίας για μια ολόκληρη γενιά.

Όταν αρχίζει να κυβερνά η Ντίλμα, οι οικονομικές πολιτικές μετατοπίζονται περαιτέρω προς τα αριστερά. Η κυβέρνηση προχωρά σε παρεμβάσεις σε διάφορους τομείς της οικονομικής ζωής, προκειμένου να προκαλέσει αύξηση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας. Πιέζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα να χαμηλώσει τα επιτόκια, κι έτσι πέφτει το κόστος δανεισμού, με αποτέλεσμα να απελευθερωθούν κεφάλαια για κατανάλωση και επενδύσεις. Ένας ενάρετος κύκλος ανάπτυξης και διανομής εισοδήματος δείχνει εφικτός.

Δυστυχώς, το διεθνές περιβάλλον της παγκόσμιας κρίσης που συνεχίζεται δεν βοηθά την κυβέρνηση. Οι οικονομίες της ΕΕ και των ΗΠΑ συρρικνώνονται, καταναλώνουν λιγότερο, ως εκ τούτου η οικονομία της Κίνας αναπτύσσεται λιγότερο, και γενικότερα η ζήτηση για πρώτες ύλες περιορίζεται. Η Βραζιλία, που εξάγει σε μεγάλο βαθμό πρώτες ύλες, βλέπει την παραγωγή και τις εξαγωγές της να χτυπιούνται αλύπητα. Σαν να μην έφτανε αυτό, ΗΠΑ και ΕΕ εφαρμόζουν πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης και τεράστια κεφάλαια μπαίνουν σε χώρες μεσαίου εισοδήματος. Ξένα κεφάλαια κατακλύζουν τη Βραζιλία, το νόμισμά της ανατιμάται και γίνεται πολύ ακριβό για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις που αρχίζουν να φεύγουν. Η οικονομική ανάπτυξη περιορίζεται.

Η κυβέρνηση κλιμακώνει τις παρεμβάσεις της μέσω δημοσίων επενδύσεων, επιδότησης δανείων, φοροαπαλλαγών, που περιορίζουν σημαντικά τα δημόσια έσοδα. Αυτός ο έντονος παρεμβατισμός τρομάζει την εγχώρια αστική τάξη. Οι ντόπιοι ολιγάρχες έμεναν ικανοποιημένοι όσο διαχειρίζονταν την κατάσταση μέσω του Κόμματος των Εργατών, δεν δέχονται όμως να τους κυβερνά μια πρώην πολιτική κρατούμενη που τους αντιπαθεί φανερά. Σε συνδυασμό μάλιστα με μια οικονομία που πιέζεται, οι πολιτικές συμμαχίες με διάφορες κοινωνικές ομάδες σταδιακά ακυρώνονται και το μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης χάνεται.

Για χρόνια, η κεντροαριστερή διακυβέρνηση του Κόμματος των Εργατών, του Λούλα και της Ντίλμα, είχε σπρώξει το δεξιό PSDB στο περιθώριο, αφού δεν του είχε αφήσει τη δυνατότητα να κάνει μια ρεαλιστικά ελκυστική πρόταση. Τα περισσότερα μικρότερα κόμματα δε, δεν ήταν παρά ομάδες συμφερόντων που παραδοσιακά εκβίαζαν την κυβέρνηση για ιδιοτελείς λόγους. Η ριζοσπαστική αριστερά παρέμενε μικρή και σχετικά ανίσχυρη.

Ώσπου φτάνει το 2013 και η δυσαρέσκεια αρχίζει να γίνεται ρεύμα. Οι θέσεις εργασίας για μέλη της ανώτερης μεσαίας τάξης έχουν ήδη αρχίσει να μειώνονται, αφού κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών της νέας χιλιετίας χάθηκαν 4,3 εκατομμύρια. Η ανώτερη μεσαία τάξη αρχίζει να νιώθει παραγκωνισμένη σε σύγκριση με την αστική τάξη, που πηγαίνει καλά, και τους φτωχούς, που αναπτύσσονται γρήγορα. Βλέπουν την οικονομική τους κατάσταση να χειροτερεύει, πρώην φτωχούς να εισβάλλουν στους χώρους τους και να περιορίζεται ο ρόλος τους στον κρατικό μηχανισμό. Οι αστοί κατάλαβαν αυτή την αλλαγή στις διαθέσεις, κι έσπευσαν να αρπάξουν την ευκαιρία. Άρχισαν με προσήλωση και χρησιμοποιώντας τα ΜΜΕ να στοχεύουν την ανώτερη μεσαία τάξη, τα μέλη της οποίας ήταν και τα πιο δυσαρεστημένα.

Η πρώτη έκρηξη έρχεται τον Ιούνιο του 2013, με την αριστερά να αντιτίθεται στην αύξηση των τιμών των εισιτηρίων στις αστικές συγκοινωνίες του Σάο Πάολο. Μεγάλες διαμαρτυρίες οργανώνονται, αλλά τη δυσαρέσκεια του κόσμου καπελώνουν η ανώτερη μεσαία τάξη και η Δεξιά μέσω των ΜΜΕ, και η κυβέρνηση κλονίζεται. Οι διαμαρτυρίες επαναλαμβάνονται δύο χρόνια μετά και φυσικά φέτος.

 

«Είναι ένοχη, το άκουσα στην τηλεόραση»

Η Petrobras είναι η μεγαλύτερη εταιρεία της Βραζιλίας, κι από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες του κόσμου. Η εταιρεία έχει μεγάλες δυνατότητες στην εξερεύνηση και εκμετάλλευση κοιτασμάτων, και το 2006 είχε ανακαλύψει πολύ μεγάλα κοιτάσματα εκατοντάδες μίλια έξω από τις ακτές της Βραζιλίας. Η Ντίλμα, τότε υπουργός Ορυχείων και Ενέργειας της κυβέρνησης Λούλα, εκχώρησε πολύ μεγάλο μέρος αυτών των κοιτασμάτων στην Petrobras. Γι’ αυτή της την κίνηση, δέχτηκε την επίθεση όλου του δεξιού κατεστημένου, τόσο του PSDB και των ΜΜΕ, όσο και των άλλων πετρελαϊκών εταιρειών, και της ίδιας της κυβέρνησης των ΗΠΑ.

Ο Sergio Moro είναι ένας δικαστής από την Κουριτίμπα. Είναι εμφανίσιμος, μορφωμένος και λευκός. Είναι επίσης πολύ κοντά στο δεξιό PSDB. Στο μοναδικό σωζόμενο άρθρο του, με τίτλο Σκέψεις πάνω στα Καθαρά Χέρια (2004), εξυμνούσε την «αυταρχική ανατροπή της δικαστικής τάξης προκειμένου να επιτευχθούν συγκεκριμένοι στόχοι», και τη χρήση των ΜΜΕ προκειμένου να επηρεαστεί η πολιτική ατμόσφαιρα. Χρησιμοποιώντας τα διδάγματα που πήρε από την ιταλική επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» κατά της Μαφίας του 1990, το 2014 αρχίζει να ερευνά ένα ανταλλακτήριο συναλλάγματος που εμπλεκόταν σε υπόθεση φοροδιαφυγής. Η έρευνα που πήρε το όνομα «Πλυντήριο Αυτοκινήτων» αποκαλύπτει μια εκτεταμένη κατάσταση διαφθοράς που αφορά μεγάλης κλίμακας δωροδοκίες, αρπαγή δημόσιου πλούτου, χρηματοδοτήσεις των κυριότερων πολιτικών κομμάτων, αλλά ο Moro εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στη σχέση της Petrobras με τους κύριους υποστηρικτές του PT στους τομείς του πετρελαίου, της ναυπηγικής, και των κατασκευών. Συνεργάτες του Moro σε αυτή την επιχείρηση είναι η αυτοκρατορία των ΜΜΕ Globo, της οικογένειας Marinho, η οποία είχε στενές σχέσεις με τη βραζιλιάνικη χούντα από τη δεκαετία του ’60 ως τη δεκαετία του ’80.

Με την έρευνα εναντίον του Λούλα και της Ντίλμα να έχει κολλήσει, ο Moro αποφασίζει να οργανώσει μια θεαματική εκδήλωση δημοσίων σχέσεων: σχεδιάζει να προσαγάγει τον Λούλα μπροστά σε κάμερες. Διοχετεύει την είδηση στους φίλους του του Globo μια μέρα πριν, και αυτοί καλύπτουν το γεγονός με όρους Χόλιγουντ. Ο Moro είναι πια ένας ήρωας στα μάτια των τηλεθεατών, πιο ισχυρός από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα της δημόσιας ζωής, της Ρούσσεφ και του Λούλα μη εξαιρουμένων. Τίποτα από όσα κάνει δεν αμφισβητείται κι όλες οι διαρροές που εκπορεύονται από το γραφείο του γίνονται πιστευτές όσο τραβηγμένες κι αστήρικτες κι αν ακούγονται.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η Petrobras έχει παραλύσει, λόγω της δικαστικής διερεύνησης των σκανδάλων, παρασύροντας μια ολόκληρη αλυσίδα οικονομικής δραστηριότητας. Οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν σταματήσει και λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας, αλλά και ως μοχλός πίεσης προς την κυβέρνηση.

Για να στηρίξει τη βαλλόμενη κυβέρνησή της, η Ντίλμα αποφασίζει να τοποθετήσει τον Λούλα δίπλα της, επικεφαλής του γραφείου της με υπουργική ισχύ έτσι ώστε μόνο το ανώτατο δικαστήριο να μπορεί να του ασκήσει δίωξη. Ο Λούλα καλείται να συνεισφέρει στην εξισορρόπηση των οικονομικών, χωρίς να πλήξει χαμηλές τάξεις, πράγμα που θα έστελνε την οικονομία ακόμη πιο χαμηλά. Ένα άλλο καλό χαρτί του Λούλα είναι η αποτελεσματικότητά του στο να εξηγεί περίπλοκα ζητήματα οικονομίας και διαχείρισης με απλό τρόπο, ανεβάζοντας έτσι την αξιοπιστία της κυβέρνησης. Ο Moro βέβαια στη συνέχεια δίνει (παράνομα) στα κανάλια μια (παράνομα) υποκλαπείσα συνομιλία ανάμεσα στην Ντίλμα και στον Λούλα, αυτά την παρερμηνεύουν άγρια όπως είναι αναμενόμενο, σαν απόδειξη μιας «συνομωσίας» που φτάνει ως το γραφείο της Ντίλμα. Πλήθη δεξιών της ανώτερης μεσαίας τάξης ξεχύνονται στους δρόμους σε διαδηλώσεις, ενώ η αριστερά απαντάει με δικές της.

Η δεξιά αντιπολίτευση ποτέ δεν δέχτηκε ότι έχασε τις εκλογές του 2014. Αμφισβήτησε τα αποτελέσματα, ζήτησε ανακαταμετρήσεις, και η σημερινή τους σκληρή εκστρατεία είναι η προσπάθειά τους να ανατρέψουν τα αποτελέσματα των εκλογών που δεν κατάφεραν να κερδίσουν δημοκρατικά. Ο λόγος που η επίθεση εναντίον της Ντίλμα χαρακτηρίζεται πραξικόπημα, είναι ότι καταλήγει στα δικαστήρια με μόνο αποδεικτικό μέσο την πολιτική πίεση που ασκούν τα κανάλια. Η δε πίεση είχε ξεκινήσει ήδη από τις εκλογές του 2014. Εκτόξευαν κατηγορίες για παραβιάσεις στη χρηματοδότηση της προεκλογικής της εκστρατείας, που θα έστελναν όμως στο σπίτι του και τον Μισέλ Τέμερ, που τώρα ηγείται της προσπάθειας για την παραπομπή της. Έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την τοποθετήσουν μέσα στο κύκλωμα διαφθοράς, να την ενοχοποιήσουν κυρίως μέσω των καναλιών, οι κατηγορίες όμως μετά από τόσο καιρό και τόση προσπάθεια παραμένουν αστήρικτες. Το τραγελαφικό είναι ότι παραπάνω από τους μισούς γερουσιαστές που κλήθηκαν να αποφασίσουν στην επιτροπή της Γερουσίας κατά πόσο θα έπρεπε να συζητηθεί από την ολομέλεια η παραπομπή της Ντίλμα, είναι οι ίδιοι ύποπτοι για διαφθορά.

Το κράτος της Βραζιλίας ξεκίνησε ως αποικία, πάνω στον ιδρώτα και στο αίμα δούλων που πέθαιναν κάτω από το μαστίγιο των ιδιοκτητών τους, οι οποίοι στη συνέχεια εξελίχτηκαν στο μεγάλο παραδοσιακό κομμάτι της βραζιλιάνικης ελίτ. Αν προσθέσει κανείς σε αυτή την ελίτ τους φασίστες και ναζί που βρήκαν καταφύγιο στη χώρα μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με τη λεία τους, καταλαβαίνει εύκολα ότι μιλάμε για μια Δεξιά με τεράστιες ορέξεις και πολύ λίγους ηθικούς φραγμούς. Και η προπαγάνδα που εκτοξεύει μέσα από τα βραζιλιάνικα ΜΜΕ, από τα πιο αδίστακτα στον κόσμο στη διασπορά του δεξιού νεοφιλελεύθερου δόγματος, μοιάζει με κοινωνικό δηλητήριο.

Όλο το δεξιό κατεστημένο παρελαύνει στα κανάλια για να συνεισφέρει στην προσπάθεια, ακόμα και νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι που ικετεύουν την κυβέρνηση να παραιτηθεί για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών. Όντως, μετά την ψηφοφορία για την παραπομπή της Ρούσσεφ, το χρηματιστήριο ανέβηκε 22%, προδίδοντας τον ενθουσιασμό των δυνάμεων που το κινούν. Μικρή λεπτομέρεια φαίνεται ότι είναι γι’ αυτούς οι συνέπειες που θα προκληθούν στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του Ρίο, μιας τεράστιας επιχείρησης που, όπως οι ίδιοι πιστεύουν, είναι πολύ σημαντική για την εικόνα της χώρας κι ως εκ τούτου για την οικονομία της.

Δεύτερο μέρος

 

Ο Κώστας Ψιούρης είναι δημοσιογράφος