Αναδημοσιεύσεις

Όταν ο εκσυγχρονισμός κατέστρεφε τη χώρα, Μέρος Α’

Η δυσωδία που αναδύεται από τις αποκαλύψεις του πορίσματος της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τις τεχνικές εταιρείες και τη σύσταση του καρτέλ 1989-2015 είναι αποκαλυπτική της ροπής του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου. Όσο οι νεοφιλελεύθεροι καταλάμβαναν την ιδεολογική ηγεμονία, ιδιαίτερα στο επίπεδο των μελετών, των εκθέσεων, της «πειραγμένης» στατιστικής επεξεργασίας των δεδομένων, τόσο -ταυτόχρονα- άλλαζε ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στις μερίδες του κεφαλαίου στην Ελλάδα.
Εκείνο που συνέβαινε ήταν πως περνούσαν από τον ένα τομέα υψηλής κερδοφορίας στον άλλο, ένωναν τις δυνάμεις τους σε αδιαμφισβήτητα ισχυρές συμμαχίες για το κοινό (τους) καλό ή και τις μετέτρεπαν αφήνοντας απ’ έξω τους αδύναμους παίκτες και προσανατολίζονταν και προς τον κατασκευαστικό τομέα, σε απόλυτη συνάφεια με τη στρατηγική της ανάπτυξης των υποδομών.

 

«Οι εθνικοί πρωταθλητές»

Η τάση αυτή του κεφαλαίου δεν είναι πρωτόγνωρη.
Βεβαίως στην Ελλάδα η αλλαγή αυτή συντελέστηκε με το βαλκανικό τρόπο. Η αντιγραφή της κυβερνητικής πολιτικής των «εθνικών πρωταθλητών» υπηρετήθηκε με τις ίδιες ακριβώς λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν αλλού, παλαιότερα. Όπως σημείωνε ο κ. Ιορδάνολγου το 2000 στα Νέα: «Η πολιτική επιλογή ενδυνάμωσης συγκεκριμένων επιχειρηματιών, έτσι ώστε να μπορούν να ανταγωνιστούν στο ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο τις συναφείς μερίδες κεφαλαίου, ήταν αυτή που μπορούμε να ονομάσουμε ως «πολιτική των εθνικών πρωταθλητών» [1]
Περίπου με τον ίδιο τρόπο αναφερόταν και ο τότε πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, στην ομιλία του στη ΔΕΘ: «Τα έργα θα γίνουν, όπως απαιτεί το συμφέρον του ελληνικού λαού. Και το συμφέρον του ελληνικού λαού, μέσα στον ευρωπαϊκό και στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, απαιτεί -για να αναφερθώ στο συγκεκριμένο παράδειγμα- να υπάρχουν και μεγάλες τεχνικές εταιρείες». [2]
Η Μ. Σπυριδάκη σημείωνε πως: «Το κράτος, προκειμένου να επιτύχει το άνοιγμα στον ανταγωνισμό μιας σειράς κρατικο-μονοπωλιακών αγορών, φαίνεται να προέβη στην παροχή συγκεκριμένων εγγυήσεων προς τους οικονομικούς δρώντες, που εκδήλωσαν σχετικό ενδιαφέρον να δραστηριοποιηθούν στην αγορά. Οι εγγυήσεις αυτές αφορούν τον αριθμό των συμμετεχόντων στην αγορά, τα επίπεδα τιμών, την αποδυνάμωση του παλιού κρατικού μονοπωλίου. Με αυτό τον τρόπο το κόστος επένδυσης των νέων οικονομικών δρώντων αναλαμβάνεται από το κράτος και επιμερίζεται μεταξύ του ιδίου και των καταναλωτών». [3]
Αν δεν εντοπιστεί η στρεβλότητα αυτού του μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης, ως ενός σημείου, βεβαίως, αναπόδραστη για τη συσσώρευση κερδών, δεν θα κατανοηθεί, όχι απλώς πως φτάσαμε στην εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών, αλλά και για ποιο λόγο επιλέχθηκε από τον αστισμό, στις αρχές της πρώιμης μεταπολίτευσης, ο προσανατολισμός προς την ΕΕ ή η λυσσαλέα κινηματική υπεράσπιση του «Ναι» στο δημοψήφισμα.
Από τη δεκαετία του 1980, λοιπόν, αλλάζει ο όγκος και ο τρόπος επενδύσεων μερίδας της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Τα «νέα τζάκια» επεκτάθηκαν σε κλάδους οριζόντια, με εγγυημένη την ολιγοπωλιακή δομή και την κρατική προστασία. Οι τομείς επέκτασης αφορούσαν την πληροφορική, τις κατασκευές, τις τράπεζες, την ασφάλιση, τις μεταφορές, τα ΜΜΕ, τον τουρισμό, το εμπόριο, την υγεία, την παιδεία.
Με την επέκταση αυτή ο δημόσιος τομέας μετατράπηκε από τομέας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, σε πρωταρχικό καταναλωτή του ιδιωτικού τομέα και εκεί είναι και η πρωταρχική συγκρότηση των σχέσεων διαπλοκής. [4]

Το δευτερεύον κύκλωμα του Κεφαλαίου

Ο David Harvey έχει εντοπίσει με κρουστικότητα την εναλλαγή πεδίων κερδοφορίας από το πρωτεύον στο δευτερεύον κύκλωμα του κεφαλαίου, που αφορά (και) την ανάπτυξη των υποδομών, από το 1978. [5] Ο μελετητής ξεχωρίζει τρεις κύριες δομές κεφαλαιακών εισροών, τις ιεραρχεί, τις  περιγράφει και αναπτύσσει τον τρόπο με τον οποίο πιστεύει πως διασυνδέονται.
Στο πρωτεύον, λοιπόν, κύκλωμα κεφαλαίου βρίσκεται η καθ’ εαυτό παραγωγή και κατανάλωση, ενώ στο δευτερεύον κύκλωμα απαντάμε τις ροές που υποβοηθούν βραχύ, μέσο ή μακρόπρόθεσμα τις ροές στο πρωτεύον σύστημα, δηλαδή, το δομημένο περιβάλλον για την παραγωγή και την κατανάλωση. Το τριτογενές κύκλωμα είναι οι επενδυτικές ροές στην έρευνα και την τεχνολογία και, δεύτερον, μια μεγάλη γκάμα κοινωνικών εξόδων, που σχετίζονται με την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και την ποιοτική της ανάπτυξη (σχολεία, πανεπιστήμια, σύστημα υγείας), καθώς και επενδύσεις για την ιδεολογική ενσωμάτωση ή την καταστολή του εργατικού δυναμικού.
Ο Harvey αναφέρει πως μια γενική συνθήκη για τη ροή περισσότερου χρήματος στο δευτερεύον κύκλωμα είναι η ύπαρξη μιας λειτουργικής αγοράς κεφαλαίου και, ίσως, ένα κράτος διατεθειμένο να χρηματοδοτήσει και να εγγυηθεί μακροπρόθεσμα μεγάλου βεληνεκούς έργα σε σχέση με τη δημιουργία του δομημένου περιβάλλοντος. Σε καιρούς γενικά καλής καπιταλιστικής αναπαραγωγής, μια αλλαγή στις ροές από το πρωτεύον στο δευτερεύον σύστημα, μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο όταν πολλαπλές εκδηλώσεις υπερσυσσώρευσης μπορούν να μεταμορφωθούν σε χρηματικό κεφάλαιο και μπορούν να κινηθούν ελεύθερα και απρόσκοπτα σε αυτές τις μορφές επένδυσης. Η αλλαγή των κεφαλαιακών ροών δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς προμήθεια χρημάτων και το τραπεζικό σύστημα που δημιουργεί «πλασματικό κεφάλαιο» εκ των προτέρων σε σχέση με την πραγματική παραγωγή και κατανάλωση. Αυτό βρίσκει την εφαρμογή του τόσο στην κατανάλωση (δηλαδή την καταναλωτική πίστωση, τα στεγαστικά δάνεια, τα χρέη δήμων κλπ), όσο και στο πάγιο κεφάλαιο.
Εφόσον η παραγωγή χρήματος και πίστωσης είναι μια σχετικά αυτόνομη διαδικασία, θα πρέπει να καταλάβουμε τους οικονομικούς και κρατικούς θεσμούς που ελέγχουν τη διαδικασία, σαν ένα είδος κεντρικού νευρικού συστήματος που κυβερνά και μεσολαβεί τις σχέσεις μεταξύ του πρωτεύοντος και του δευτερεύοντος συστήματος του κεφαλαίου. Η φύση και η μορφή αυτών των οικονομικών και κρατικών θεσμών και οι πολιτικές που υιοθετούν, μπορούν να παίξουν σπουδαίο ρόλο στον έλεγχο και την ανάπτυξη των κεφαλαιακών ροών στο δευτερεύον σύστημα του κεφαλαίου ή σε συγκεκριμένους τομείς του, όπως η συγκοινωνία, η στέγαση, οι δημόσιες εγκαταστάσεις κλπ. Μια αλλαγή σε αυτές τις διαμεσολαβητικές δομές μπορεί να επηρεάσει και τον όγκο και την κατεύθυνση των κεφαλαιακών ροών, μειώνοντας κάποιες και αυξάνοντας κάποιες άλλες.
Μιας και η φύση του καπιταλιστικού συστήματος είναι να δημιουργεί κρίσεις υπερσυσσώρευσης, τότε το πέρασμα από το πρώτο προς τα άλλα κυκλώματα, έτσι ώστε να εκτονωθεί η δυσλειτουργία, είναι εκ των ων ουκ άνευ, χωρίς να εξουδετερώνει τη στρέβλωση.

Το ελληνικό οικονομικό μοντέλο

Είναι ενδιαφέρουσα η θεωρία του Harvey και μπορεί να αποτελέσει μέρος της ερμηνευτικής πλαισίωσης για το κυρίαρχο ελληνικό οικονομικό μοντέλο μέχρι πριν την κρίση. Οι επενδύσεις στο δευτερεύον κύκλωμα παίρνουν το χαρακτήρα μιας εθνικής προσπάθειας, με τη συνέργεια του συνόλου της ελληνικής αστικής τάξης. Πολιτικά το εγχείρημα έχει το χαρακτήρα της διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996 από τις αρχές της δεκαετίας. Η δεκαπενταετής στοχοπροσήλωση (με τη διεξαγωγή, τελικά, των αγώνων στην Αθήνα του 2004) με τις χωρικές αλλαγές που έφερε στο αστικό τοπίο, την ανάπτυξη των συγκοινωνιών και την τόνωση του τουριστικού κεφαλαίου, ενός εκ των λίγων μερίδων κεφαλαίου με διαπιστωμένο συγκριτικό πλεονέκτημα, είναι σημεία που αναδεικνύουν τη θεωρητική εγκυρότητα του σχήματος.
Δεν είναι στόχος μου να προβώ σε εξαντλητική μελέτη των στρατηγικών στόχων των μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου, αν και, ακόμα και η διατύπωση της προηγούμενης φράσης είναι εξόχως προβληματική, μιας και δεν τεκμαίρεται ούτε η σύμπνοια των μερίδων, ούτε έστω ένας υποτυπώδης στρατηγικός σχεδιασμός. Παρόλα αυτά, η ποσότητα και η ποιότητα των επενδύσεων στο δευτερεύον κύκλωμα είναι σημαντικές και ανανέωσαν το δυναμικό των υποδομών της χώρας, που βρίσκονταν σε πολύ χειρότερο επίπεδο από το μέσο ευρωπαϊκό σε συγκεκριμένους τομείς. Τις αλλαγές αυτές, όπως θα δούμε λεπτομερέστερα στο επόμενο μέρος, δεν ανέλαβε το κράτος διαμέσου των οικονομικών θεσμών του.

Διεθνείς κοινοπραξίες διεκδίκησαν τη διεκπεραίωση των έργων υποδομής και το κράτος διατηρούσε για τον εαυτό του πρώτον, το ρόλο του εγγυητή των μελλοντικών προσόδων και δεύτερον, το μηχανισμό μεταβίβασης ευρωπαϊκών κονδυλίων για τα έργα. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως τον κρατικό στρατηγικό σχεδιασμό, με μεγαλύτερη ένταση όλη αυτή την περίοδο όσο προχωράμε προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, με τη λογική της εκχείλισης, αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι, λοιπόν, χαρακτηριστικό πως ακόμα και μετά τη διεξαγωγή των αγώνων του 2004, το μείζον νομοθέτημα για το βασικό μέτοχο, προεκλογική δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας, δεν προχώρησε. Η επιστροφή Σουφλιά, ίσως, να σηματοδότησε ακριβώς αυτό. [6]

1 Χ. Ιορδάνογλου, άρθρο στα Νέα, 27 Οκτωβρίου 2000.
2  Από Δ.Α. Παπαδόπουλος – Λ. Λουλούδης, Η κοινωνική ανοχή των δικτύων διαπλοκής στην Ελλάδα (1989-2000), στο Συλλογικός Τόμος, Ιδεολογικά ρεύματα και τάσεις της διανόησης στη σημερινή Ελλάδα, Αθήνα: Ίδρυμα Σάκης Καράγιωργας, σελ. 154.
3 Μ. Σπυριδάκη (2011), Πλευρές της οικονομικής συναίνεσης πίσω από την οικονομική απορρύθμιση, στο Συλλογικός Τόμος, Δημοκρατία και κρατικές πολιτικές στην Ελλάδα, Αθήνα: Ίδρυμα Σάκης Καράγιωργας, σελ. 348-349.
4 Γ. Σταθάκης (2002), Οικονομικός φιλελευθερισμός και το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού, στο Συλλογικός Τόμος, Ιδεολογικά ρεύματα και τάσεις της διανόησης στη σημερινή Ελλάδα, Αθήνα: Ίδρυμα Σάκης Καράγιωργας, σελ. 176-177.
5 D. Harvey (1978), The Urban Process Under Capitalism: A Framework for Analysis, International Journal of Urban and Regional Research, Volume 2, Issue 1-4, pages 101–131, March-December 1978
6 Χ. Βερναρδάκης (2011), Πολιτικά κόμματα, εκλογές, και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010, σελ. 63-64.

Ο Βασίλης Ρόγγας είναι Υποψήφιος Διδάκτορας Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Πηγή: Εποχή