Μανώλης Πιμπλής: Ρόπαλα και ερωτήματα
Το μόνο που μπορεί κανείς να πει με σχετική βεβαιότητα είναι ότι οι τοπικές κοινωνίες και όσοι είχαν ευθύνη, αν μη τι άλλο, των τοπικών ΕΠΑΛ δεν έκαναν πολλά για να απομονώσουν τα φασιστικά στοιχεία. Ο καλός συνάδελφος δημοσιογράφος της ΕΤ3, Γιάννης Τσολακίδης, έγραψε πάντως σε μια πικρή του ανάρτηση στο facebook ότι αν ήταν 30 ετών θα εγκατέλειπε την πόλη. Λέει, με γνώση και του δύσκολου παρελθόντος της, των πολιτικών δολοφονιών και των φυλετικών διώξεων, ότι «η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη σε παρακμή, μια πόλη που νεοναζί δέρνουν και καμαρώνουν». Φυσικά υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις –ευτυχώς–, απόδειξη ο ίδιος. Και δεν είναι μόνος.
Η Γερμανίδα διανοούμενη Καρολίν Εμκε, στο πολύ σημαντικό της βιβλίο «Εναντίον του μίσους» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, ξεκινάει κάπως έτσι: «Ορισμένες φορές αναρωτιέμαι αν θα ’πρεπε να τους ζηλέψω. Ορισμένες φορές αναρωτιέμαι πώς γίνεται να μισούν τόσο πολύ. (…) Οσοι μισούν είναι υποχρεωμένοι να νιώθουν σίγουροι. Να μην έχουν αμφιβολίες. Χρειάζεται απόλυτη σιγουριά για να μισήσεις». Επίσης «μόνο ασαφώς μπορείς να μισήσεις. (…) Μόνο όταν θολώνουν τα περιγράμματα καθίστανται οι άνθρωποι μη αναγνωρίσιμοι, και ως μέλη ασαφών ομάδων δίνονται βορά στο μίσος».
Φυσικά το μίσος, όπως και η βία, προκαλούν αναμφισβήτητα μια ικανοποίηση. Αρρωστημένη μεν, αλλά ικανοποίηση. Ικανοποίηση βαθέων ενστίκτων. Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ έλεγε, όμως, έστω σε άλλο πλαίσιο: «Είναι καλύτερο να είναι κανείς ανικανοποίητο ανθρώπινο ον παρά ικανοποιημένο γουρούνι».
Οπότε ανακύπτει το ερώτημα: Πώς γίνεται απόγονοι προσφύγων, που έχουν γνωρίσει το μίσος στο πετσί τους, να επιτρέπουν να κυκλοφορούν ανάμεσά τους, ως πρότυπα για τα παιδιά τους, νεάντερταλ με ρόπαλα;