Macro

Μανώλης Πιμπλής: Ρόπαλα και ερωτήματα

Είναι απλώς μια πρώτη σημείωση: Και οι τρεις περιοχές στις οποίες εκδηλώθηκαν ναζιστικού τύπου επεισόδια είναι προσφυγομάνες. Τόσο η Σταυρούπολη όσο και ο Εύοσμος υποδέχτηκαν το ’22 μεγάλο αριθμό προσφύγων. Αν πιστέψουμε τη βικιπαίδεια -με την ελεγχόμενη, έστω, αξιοπιστία της- η ονομασία δόθηκε από τους πρόσφυγες επειδή έφτασαν εκεί του Τιμίου Σταυρού – πριν η περιοχή λεγόταν Λεμπέτ. Ο Εύοσμος πάλι, που αρχικά λεγόταν Χαρμάνκιοϊ, ονομάστηκε από τους πρόσφυγες Νέος Κουκλουτζάς (ο Κουκλουτζάς ήταν περιοχή της Σμύρνης) και η τελευταία ονομασία αποτελεί απλώς μετάφραση της προηγούμενης (κουκλουτζάς σήμαινε «εύοσμο λουλούδι»).

Αλλά και το Νέο Ηράκλειο στην Αθήνα, όπου ξαναείδαμε ναζιστικά τάγματα, εκτός από τους στρατιωτικούς Βαυαρούς που υποδέχτηκε κάποτε ως κατοίκους, είναι πόλη που υποδέχτηκε επίσης μεγάλο αριθμό προσφύγων.

Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά κάτι. Αλλωστε πολλοί από τους πρωταγωνιστές των επιθέσεων πιθανότατα ήρθαν από άλλες περιοχές. Το μόνο που μπορεί κανείς να πει με σχετική βεβαιότητα είναι ότι οι τοπικές κοινωνίες και όσοι είχαν ευθύνη, αν μη τι άλλο, των τοπικών ΕΠΑΛ δεν έκαναν πολλά για να απομονώσουν τα φασιστικά στοιχεία. Ο καλός συνάδελφος δημοσιογράφος της ΕΤ3, Γιάννης Τσολακίδης, έγραψε πάντως σε μια πικρή του ανάρτηση στο facebook ότι αν ήταν 30 ετών θα εγκατέλειπε την πόλη. Λέει, με γνώση και του δύσκολου παρελθόντος της, των πολιτικών δολοφονιών και των φυλετικών διώξεων, ότι «η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη σε παρακμή, μια πόλη που νεοναζί δέρνουν και καμαρώνουν». Φυσικά υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις –ευτυχώς–, απόδειξη ο ίδιος. Και δεν είναι μόνος.

Η Γερμανίδα διανοούμενη Καρολίν Εμκε, στο πολύ σημαντικό της βιβλίο «Εναντίον του μίσους» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, ξεκινάει κάπως έτσι: «Ορισμένες φορές αναρωτιέμαι αν θα ’πρεπε να τους ζηλέψω. Ορισμένες φορές αναρωτιέμαι πώς γίνεται να μισούν τόσο πολύ. (…) Οσοι μισούν είναι υποχρεωμένοι να νιώθουν σίγουροι. Να μην έχουν αμφιβολίες. Χρειάζεται απόλυτη σιγουριά για να μισήσεις». Επίσης «μόνο ασαφώς μπορείς να μισήσεις. (…) Μόνο όταν θολώνουν τα περιγράμματα καθίστανται οι άνθρωποι μη αναγνωρίσιμοι, και ως μέλη ασαφών ομάδων δίνονται βορά στο μίσος».

Φυσικά το μίσος, όπως και η βία, προκαλούν αναμφισβήτητα μια ικανοποίηση. Αρρωστημένη μεν, αλλά ικανοποίηση. Ικανοποίηση βαθέων ενστίκτων. Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ έλεγε, όμως, έστω σε άλλο πλαίσιο: «Είναι καλύτερο να είναι κανείς ανικανοποίητο ανθρώπινο ον παρά ικανοποιημένο γουρούνι».

Οπότε ανακύπτει το ερώτημα: Πώς γίνεται απόγονοι προσφύγων, που έχουν γνωρίσει το μίσος στο πετσί τους, να επιτρέπουν να κυκλοφορούν ανάμεσά τους, ως πρότυπα για τα παιδιά τους, νεάντερταλ με ρόπαλα;

Και ένα ερώτημα ακόμα, τροφή για σκέψη: Ο Οδυσσέας Τσενάι, που σε μια άλλη προσφυγομάνα, τη Νέα Μηχανιώνα, υπέστη διώξεις για την καταγωγή του αλλά και για τις επιδόσεις του (!), και που σήμερα είναι επίκουρος καθηγητής Ιατρικής στη Νέα Υόρκη, αποτελεί κομμάτι του brain drain; Ή μήπως όχι, γιατί είναι «Αλβανός»;

Μανώλης Πιμπλής