Με δεδομένη την απουσία σημαντικών αντιδράσεων για τις παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου στην χώρα, σημειώνεται περεταίρω επιδείνωση. Πέρα από τις «πατροπαράδοτες» τακτικές παρεμπόδισης των δημοσιογράφων να ασκήσουν το έργο τους, λ.χ. στην καταγραφή των επαναπροωθήσεων, της προσαγωγής δημοσιογράφων όπως συνέβη στα Εξάρχεια και στην Αντίπαρο, της δυσφήμισης δημοσιογράφων όπως της Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ κ.ά. η καταστολή της ελευθερίας τους Τύπου επεκτάθηκε και στη δικαστική δίωξη δημοσιογράφων επειδή απλώς έκαναν τη δουλειά τους. Τι έκαναν; Απλά έκαναν ερευνητική δημοσιογραφία, ένα σπανίζον δημοσιογραφικό είδος στη χώρα, πέρα από τον σχολιασμό και τη δημοσίευση έτοιμων πληροφοριών από τις πηγές, που συνήθως είναι οι φορείς της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, της ΕΕ και των μεγάλων επιχειρήσεων.
Το τελευταίο δείχνει από την πλευρά του τρία πράγματα. Πρώτον είναι προάγγελος ακόμα μεγαλύτερης επιδείνωσης της ελευθερίας του Τύπου και πιθανόν και άλλων ελευθεριών. Δεύτερον ότι τα ευρωπαϊκά όργανα στα οποία από τη δεκαετία 1980 είχαμε εναποθέσει την εξωτερική προάσπιση της δημοκρατίας με τη συμμετοχή μας στην τότε ΕΟΚ, μας έχουν αφήσει στη μοίρα μας με διαφαινόμενο αντάλλαγμα την αναχαίτιση των προσφυγικών ροών εδώ ώστε να μην φθάσουν ποτέ στην κεντρική και δυτική Ευρώπη. Τρίτον ότι η ερευνητική δημοσιογραφία, αυτή που είναι προορισμένη, μεταξύ άλλων, να αποκαλύπτει την παραβίαση των συνταγματικών κανόνων και των νόμων «πονάει» πολύ όσους διαπράττουν τις παραβάσεις, περισσότερο από ότι οι καταγγελίες γνώμης στα κοινωνικά μέσα ή και σε άλλα φόρα, και γι’ αυτό πρέπει να συνεχιστεί.
Με άλλα λόγια, όπως διαμορφώνεται η κατάσταση στα ελληνικά ΜΜΕ σήμερα, δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία του Τύπου χωρίς ερευνητική δημοσιογραφία, όπως και δεν μπορεί να υπάρξει ερευνητική δημοσιογραφία χωρίς ελευθερία του Τύπου είτε μας αρέσει είτε όχι στο στυλ και η αισθητική του. Το στυλ και η αισθητική μιας εφημερίδας ή ενός σταθμού δεν μπορεί να είναι άλλοθι για τη δίωξή της, για την καταστρατήγηση της ελευθεροτυπίας. Αν γίνει αυτό τότε διακινδυνεύουμε η αισθητική του δημόσιου λόγου να γίνει το κριτήριο, το μέτρο και πρόσχημα μιας νέας τυραννίας.