Macro

Κύρκος Δοξιάδης: Η υλικότητα της δημοκρατίας

Ας απαλλαγούμε κατ’ αρχάς από κάποιο αποπροσανατολιστικό δίλημμα. Το αριστερό κόμμα δεν είναι ούτε «μέσο» ούτε «σκοπός». Δεν είναι «σκοπός», υπό την έννοια ότι διακρίνεται από τον σκοπό της Αριστεράς, που είναι ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία, κατά το ότι είναι κατ’ ανάγκην γειωμένο στις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες – ήτοι, στις συνθήκες του αδιαφιλονίκητα κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και του κοινοβουλευτικού αυταρχισμού. Από την άλλη, δεν είναι «μέσο». Δεν είναι «εργαλείο», διά του οποίου είτε η (όποια) αριστερή ηγεσία είτε ο ίδιος ο «λαός» θα διεκπεραιώσει τους στόχους της/του. Είναι η συγκεκριμένη μορφή με την οποία υπάρχει η Αριστερά ως οργανωμένη πολιτική δύναμη στις σύγχρονες συνθήκες. Οπως δεν είναι μέσο αλλά ούτε σκοπός η Αριστερά, το ίδιο ισχύει για το κόμμα της.
Η οργανωμένη Αριστερά, όταν μιλάει για τον εαυτό της, οφείλει να συνειδητοποιεί πως μιλάει για τη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα εν γένει. Αυτό μας απαλλάσσει από ένα επιπλέον αποπροσανατολιστικό δίλημμα, που εκφράζεται με το αενάως επαναλαμβανόμενο ζεύγος «εξωστρέφεια/εσωστρέφεια». Το «να φύγει ο Μητσοτάκης» δεν είναι δυνατόν να αντιδιαστέλλεται με τον διάλογο για την Αριστερά, έλεος. Το θέμα είναι: Πώς (θα φύγει); Κραυγάζοντας (σε αμέτρητες στιχουργικές παραλλαγές, έστω) «γ@@@έσαι, Μητσοτάκη» μήπως;
Ας έχουμε λοιπόν ως αφετηρία μια πραγματολογική διαπίστωση. Ο διάλογος για το κόμμα της Αριστεράς είναι ευπρόσδεκτος, αναπόφευκτος και αναγκαίος – εν όψει του Συνεδρίου ιδίως. Δεν ξεκινάει όμως από μηδενική βάση. Το κόμμα της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, ήδη υπάρχει. Είναι ένα από τα έξι τωρινά κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου. Ως τέτοιο, διακρίνεται από τα υπόλοιπα επί τη βάσει δύο, κυρίως, χαρακτηριστικών, η αδιαμφισβήτητη συνύπαρξη των οποίων ορίζει την ιδιαιτερότητά του. Πρώτον, έχει ως τελικό στρατηγικό στόχο τον σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία και δεύτερον (σε άμεση συνάφεια με το πρώτο), είναι κόμμα δημοκρατικό στη δομή και λειτουργία του. Ως πιο άμεσο από πλευράς χρονικής και συγκυριακής, στην ατζέντα των ημερών μας βρίσκεται κυρίως το δεύτερο.
Για να κατανοήσουμε όμως τι σημαίνει να είναι δημοκρατικό ένα κόμμα της Αριστεράς, οφείλουμε πρώτα να κατανοήσουμε τι σημαίνει δημοκρατία για την Αριστερά. Η αριστερή σύλληψη της δημοκρατίας δεν μπορεί να ταυτίζεται με την ιδεολογία περί δημοκρατίας που προβάλλει το αστικό καθεστώς από γεννησιμιού του προκειμένου να διαιωνίζει την κυριαρχία του. Η δημοκρατία δεν είναι η απλή έκφραση της «λαϊκής κυριαρχίας», με ό,τι μπορεί να σημαίνει τούτη η τελευταία. Είναι πρώτα απ’ όλα υλικοί θεσμοί και υλικές πρακτικές. Είναι μηχανισμοί διά των οποίων ασκείται εξουσία και εντός των οποίων διεξάγονται ταξικοί και ευρύτερα κοινωνικοί αγώνες. Η «δημοκρατικότητα» της δημοκρατίας συνίσταται πρώτα και κύρια στις σχέσεις εξισορρόπησης και αμοιβαίου ελέγχου μεταξύ των θεσμών και μηχανισμών που την απαρτίζουν, όσον αφορά τα ταξικά συμφέροντα και τις κοινωνικές ομάδες που τούτοι εκπροσωπούν. (Διευρύνω εδώ την ιστορικο-υλιστική ερμηνεία της «διάκρισης των εξουσιών» που δίνει ο Αλτουσέρ στο δοκίμιό του για τον Μοντεσκιέ.)
Προφανώς οι όροι εξισορρόπησης, ελέγχου και εκπροσώπησης στο επίπεδο του αριστερού κόμματος είναι άλλοι από εκείνους που τίθενται στο πεδίο της (ταξικής) κοινωνίας εν γένει. Θα ήταν όμως ασυγχώρητη αφέλεια αν η οργανωμένη Αριστερά αναπαρήγε για τον εαυτό της την ιδεαλιστική πλάνη που το αστικό καθεστώς προωθεί περί δημοκρατίας στο σύνολο της κοινωνίας αλλά και στα δικά του κόμματα. Τα ίδια τα κόμματα είναι μηχανισμοί εξουσίας, εκ των ων ουκ άνευ για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Πόσο μάλλον λοιπόν για αυτόν τον λόγο, το κόμμα της Αριστεράς οφείλει να αναγνωρίζει στον εαυτό του τούτη την υλική ιδιότητα, ούτως ώστε να διασφαλίζει στο εσωτερικό του μια γνήσια δημοκρατική λειτουργία.
Δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο για τη δημοκρατία, σε οποιοδήποτε επίπεδο, από την άποψη ότι μπορεί να υπάρξει αδιαμεσολάβητη σχέση μεταξύ ηγεσίας και «βάσης». Σε επίπεδο κοινωνίας, η ακραία εκδοχή τούτης της άποψης οδηγεί στην κατάργηση του κοινοβουλίου και των κομμάτων, ήτοι στον φασισμό. Σε επίπεδο κόμματος, οδηγούμαστε στον ανεξέλεγκτο αρχηγισμό.
Πιο συγκεκριμένα: Το Συνέδριο ως θεσμός δεν είναι λέσχη συζητήσεων, ούτε διαδικασία λήψης θεωρητικών αποφάσεων. Το Συνέδριο λαμβάνει αποφάσεις περί πολιτικής πρακτικής και στρατηγικής, που δεσμεύουν το κόμμα, δηλαδή και την ηγεσία του, μέχρι το επόμενο Συνέδριο. Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος να εξασφαλίζεται κάτι τέτοιο, στην υλική πραγματικότητα και όχι ως ευχολόγιο, είναι το Συνέδριο να εκλέγει την ηγεσία του κόμματος – τόσο τον πρόεδρο όσο και την Κεντρική Επιτροπή.

Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών