Πρώτον, κανείς δεν ετοιμαζόταν να ασκήσει διώξεις κατά της επιτροπής των λοιμωξιολόγων. Η ελληνική κοινωνία έχει δείξει μεγάλη εμπιστοσύνη στους ειδικούς – και η κυβέρνηση αυτό το γνωρίζει πολύ καλά, αφού εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο και ενίοτε με χυδαίους όρους το κύρος τους για να αντλήσει ίδια επικοινωνιακά και πολιτικά οφέλη. Η ελληνική κοινωνία, αντίθετα, σέβεται τους ειδικούς, ένιωσε ευγνωμοσύνη για την παρέμβασή τους, χάρη στην οποία το έγκαιρο lockdown πέρυσι τον Μάρτιο απέτρεψε το ξέσπασμα ενός σφοδρού πρώτου κύματος στην Ελλάδα και τους επιβράβευσε με υψηλά ποσοστά δημοφιλίας και αναγνώρισης. Και στο πολιτικό επίπεδο εξάλλου, η αντιπολίτευση από την πρώτη στιγμή στοιχήθηκε πίσω τους και δήλωσε ρητά τη στήριξή της προς τους ειδικούς.
Δεύτερον, ακόμα και αν κάποιος ζητούσε την ποινική δίωξη των μελών της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων, πολύ δύσκολα θα ευδοκιμούσε μια υπόθεση εναντίον κάποιου για την παροχή επιστημονικής γνώμης. Αντίθετα, η παροχή ασυλίας είναι αυτή που δημιουργεί την – ελπίζουμε εσφαλμένη – πεποίθηση ότι «κάτι δεν πάει καλά» με τις εισηγήσεις της επιτροπής και θα δώσει τροφή σε κάθε είδους συνωμοσιολογία, ενώ θα πλήξει ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς τους ειδικούς. Κυρίως, γεννά ερωτηματικά αν ο βασικός στόχος ήταν να προστατευτούν οι ειδικοί από ποινικές διώξεις ή να εμποδιστούν από το να καταθέσουν ως μάρτυρες σε βάρος κυβερνητικών ή υπηρεσιακών παραγόντων. Που επίσης, κάποιοι εξ αυτών, περιλαμβάνονται στον κύκλο όσων πήραν ασυλία.
Τρίτον, σε κάθε περίπτωση, η κατ’ εξαίρεση ποινική ασυλία (πολύ περισσότερο η απαγόρευση να εξεταστεί κάποιος ακόμα και ως μάρτυρας) παραβιάζει τον πυρήνα της αρχής της ισότητας ενώπιον του νόμου. Γι’ αυτό και όπου αναγνωρίζεται, πρέπει να αναγνωρίζεται με φειδώ και όταν αιτιολογείται από μία αυστηρή στάθμιση εννόμων αγαθών. Για τον ίδιο λόγο εξάλλου, ακόμα και η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της χώρας, οι υπουργοί και οι βουλευτές, που χειρίζονται όλες τις δημόσιες υποθέσεις, περιλαμβανομένων και κρίσεων, δεν έχουν ακαταδίωκτο, αλλά κάποιες επιπλέον ασφαλιστικές δικλείδες για να τους προστατεύουν από κακόβουλες πολιτικές διώξεις. (Μεγάλη ιστορία και το δικό τους θεσμικό πλαίσιο, αλλά ας το αφήσουμε προς το παρόν).
Τέταρτον, φτάνουν όλες αυτές οι υποθέσεις στα ακροατήρια; Ή πολύ περισσότερο σε καταδίκες; Εμποδίζονται, με άλλα λόγια, οι δημόσιοι λειτουργοί που δεν παρανομούν, αλλά απλώς στοχοποιούνται από κακόβουλους πολίτες, να κάνουν τη δουλειά τους; Προφανώς και όχι. Η ίδια η ποινική διαδικασία έχει όλες τις δικλείδες που απαιτούνται ώστε προφανώς αβάσιμες ή ψευδείς μηνύσεις να μην φτάνουν ποτέ ούτε στην άσκηση ποινικής δίωξης ούτε, πολύ περισσότερο, σε δίκη ή καταδίκη. Όλα ως εξειδίκευση του θεμελιώδους τεκμηρίου της αθωότητας, που επιβάλλει σειρά προϋποθέσεων πριν φτάσει ένας άνθρωπος στη θέση του κατηγορουμένου, πριν βρεθεί ενώπιον δικαστηρίου και τελικά πριν καταδικαστεί.
Πέμπτον, και τελευταίο. Σήμερα έχουμε ενώπιόν μας ένα δεδομένο. Με βάση τα στοιχεία του ΕΟΔΥ: περισσότεροι από 10.000 συνάνθρωποί μας έχουν χάσει τη ζωή τους εξαιτίας της πανδημίας. Ο αριθμός όσων κέρδισαν τη μάχη με τη ζωή, αλλά θα μείνουν με μόνιμες βλάβες της υγείας τους είναι άγνωστος. Οι συνέπειες της πανδημίας και της διαχείρισής της στην οικονομική και κοινωνική ζωή ανυπολόγιστες – αλλά ας μην τις υπολογίσουμε καν.