Χρήστος Χατζηιωσήφ: Σχέδιο Ανάκαμψης – Οι ζητιάνοι δεν διαλέγουν
Στη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας, το 2011, η ΕΕ απέδειξε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει την οικονομική της ισχύ για να παρέμβει και στην εσωτερική πολιτική βοηθώντας στην ανατροπή κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων και το σχηματισμό κυβερνήσεων τεχνοκρατών (Παπαδήμος, Μόντι). Με τη γενικότερη αστάθεια στα ισχυρότερα κράτη-μέλη η επανάληψη αυτού του σεναρίου είναι δύσκολη, αλλά πάντως δεν είναι απίθανο να γίνει επίκληση εξωτερικών κινδύνων ή της ανάγκης συναινετικής διαχείρισης του εθνοσωτήριου Σχεδίου Ανάκαμψης για να επιβληθεί ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης που θα στηρίζεται σε διακομματική πλειοψηφία. Με την επιθετική αντιπολίτευση στην αξιωματική αντιπολίτευση και την τακτική της πόλωσης, η κυβέρνηση ακολουθεί μια στρατηγική που στοχεύει να αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο. Από την πλευρά της, η ηγετική ομάδα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με το πρόσχημα της προσέλκυσης ενός φανταστικού κεντρώου χώρου, περιθάλπει μια ετερογενή ομάδα πολιτευόμενων διαφόρων προελεύσεων, οι οποίοι έχουν ελάχιστη εκλογική απήχηση, αλλά σηματοδοτούν σε εξωτερικούς και εσωτερικούς πόλους ισχύος την ετοιμότητα αυτής της ηγεσίας να έρθει σε συμβιβασμούς.
Η στρατηγική αυτή εξηγεί τη δυστοκία για την παρουσίαση ενός εναλλακτικού προγράμματος και ενδεχομένως ορισμένες από πρώτη όψη αντιφατικές κινήσεις, όπως η επιψήφιση από την αξιωματική αντιπολίτευση των παραχωρήσεων στο νέο ιδιοκτήτη του Ελληνικού. Στις κινήσεις δημιουργίας εντυπώσεων της κυβέρνησης πρώτα με τη συγκρότηση της επιτροπής Πισσαρίδη και τελευταία με τη δημοσιοποίηση ενός χονδρικού διαγράμματος της ελληνικής πρότασης του Σχεδίου Ανάκαμψης, η αντιπολίτευση απαντά με εύλογη κριτική στις προτάσεις που θα διευρύνουν τις ανισότητες. Η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία Γερμανία - SPD, Ιταλία - 5 Αστέρια) έχει όμως δείξει ότι η πρόσκαιρη ανακούφιση των ανισοτήτων και της φτώχειας δεν αρκεί από μόνη της να δημιουργήσει ένα δυναμικό ρεύμα υπέρ της πολιτικής παράταξης που την εφαρμόζει. Από την άλλη, είναι παράδοξο να απαιτεί κανένας ένα εναλλακτικό πρόγραμμα, όταν κανένας δεν έχει δώσει απαντήσεις σε βασικά ζητήματα, όπως ποια είναι η πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, πόσο «ελληνική» είναι αυτή, ποια περιθώρια βελτίωσης ή ριζικής ανανέωσης έχει, κατά πόσον υπάρχουν οι εσωτερικές κοινωνικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο και σε θετική απάντηση, αν αυτή είναι εφικτή εντός μιας τελωνειακής και νομισματικής ένωσης, όπως η ΕΕ.