Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο [της Γερμανίας] επιβεβαιώνει ότι δεν υπήρξε καμία πραγματική διαπραγμάτευση μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωζώνης το καλοκαίρι του 2015, αλλά μια προαποφασισμένη από το Γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών θέση, η οποία καταγράφηκε σε ένα non-paper στις 10 Ιουλίου, κοινοποιήθηκε χωρίς κάποια αλλαγή στους «εταίρους» της Γερμανίας και απλώς επιδόθηκε στη συνέχεια με τη μορφή τελεσιγράφου στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να ειπωθεί, χωρίς να είναι μεγάλη υπερβολή, ότι όλοι οι υπόλοιποι παίκτες του δράματος πλην της Γερμανίας και της Ελλάδας, από τον θλιβερό Γερούν Ντάισελμπλουμ ως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και όλους του υπόλοιπους ηγέτες της Ευρωζώνης, δεν ήταν παρά κομπάρσοι, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο χορός. Αυτό, από μόνο του, λέει αρκετά για τη φύση της ίδιας της ευρωζώνης και του θεσμικού πλαισίου διακυβέρνησής της. (...)
Παρουσιάζει ενδιαφέρον η παρακολούθηση της περί των ευρωπαϊκών θεμάτων νομολογίας του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, διότι, χωρίς να νιώθουν την ανάγκη χρήσης διπλωματικής γλώσσας και μιας διατύπωσης που περισσότερο κρύβει παρά αποκαλύπτει την κατάσταση των πραγμάτων, οι δικαστές της Καρλσρούης μας δίνουν μια ακριβή εικόνα των ευρωπαϊκών υποθέσεων από τη γερμανική σκοπιά. Είναι, σίγουρα, άβολη, για μια χώρα όπως η Ελλάδα (ή για τη Γαλλία ή για την ίδια την ΕΕ, φερ’ ειπείν) η διαπίστωση ότι η διακυβέρνηση της Ευρωζώνης ή ακόμα και η αποβολή μιας άλλης κυρίαρχης (;) χώρας από αυτήν είναι, στην ουσία, ζήτημα τήρησης των συνταγματικών ισορροπιών μεταξύ των γερμανικών πολιτειακών θεσμών και, μάλιστα, με επίδικο τον γερμανικό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Πλην όμως, η αλήθεια σπάνια είναι βολική για όλους. (...)
Όλα αυτά είναι εξόχως ενδεικτικά της εκ φύσεως ατελούς φύσης του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των εντάσεων που αναπόδραστα δημιουργούνται όταν κυρίαρχα κράτη υπάγονται σε υπερεθνικές δομές, χωρίς απαραίτητα να πληρούνται οι ιστορικές συνθήκες για κάτι τέτοιο. Εντάσεων που ενδεχομένως κρύβονται σε εποχές ευωχίας, όσο τα πράγματα κυλούν στοιχειωδώς ομαλά, αλλά ξεσπούν όταν αρχίζουν τα προβλήματα και οι κρίσεις, αποκτώντας τη δική τους δυναμική. Αυτό θα είναι το θεμελιώδες ευρωπαϊκό δίλημμα που θα αντιμετωπίσουν οι θεσμοί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τα ευρωπαϊκά κράτη τα επόμενα χρόνια ή και δεκαετίες και που -αν δεν επιτευχθεί η κατάλληλη ελαστικότητα και ευελιξία- θα συνεχίσει να ωθεί την ΕΕ προς την θεσμική παράλυση –ή ακόμα και τη διάλυση: πώς να τετραγωνιστεί ο κύκλος.