Macro

Γιάννης Γούναρης: Το ευρωπαϊκό κράτος δικαίου στο κρεβάτι του Προκρούστη

Στις 23 Νοεμβρίου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε με συντριπτική πλειοψηφία ψήφισμα με το οποίο η Ρωσική Ομοσπονδία χαρακτηρίζεται «κράτος-χορηγός της τρομοκρατίας», λόγω των επιθέσεων με πυραύλους και drones σε ενεργειακές, κυρίως, υποδομές της Ουκρανίας, επιθέσεων οι οποίες έχουν οδηγήσει το (σοβιετικής κατασκευής) ουκρανικό δίκτυο παραγωγής και διανομής ενέργειας στα όρια της κατάρρευσης. Η κίνηση δεν έχει κάποιες νομικές συνέπειες και χαρακτηρίζεται κυρίως «συμβολική», μολονότι δεν είναι ασήμαντη. Ανοίγει, πολιτικά και ηθικά τουλάχιστον, το δρόμο για το 9ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας από την ΕΕ, χωρίς όμως να είναι και χωρίς προβλήματα: παραδείγματος χάρη, εκτός του ότι τι ακριβώς είναι ένα «κράτος-χορηγός της τρομοκρατίας» είναι εξαιρετικά αόριστο (σε αντίθεση, φερ’ ειπείν, με τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου, για τα οποία υπάρχει άφθονο νομικό και ακαδημαϊκό υλικό και ορισμοί), αναρωτιέται κανείς πώς θα δικαιολογήσει η ΕΕ την όποια μελλοντική –και αναπόφευκτη– διαδικασία συνομιλιών με τη Ρωσία, ένα κράτος που η ίδια –ή τουλάχιστον το μοναδικό δημοκρατικά εκλεγμένο σώμα της– έχει κατατάξει στον «Άξονα του Κακού», για να θυμηθούμε μια όχι και τόσο λαμπρή στιγμή της προεδρίας του Τζορτζ Μπους του νεότερου.
 
Η αναφορά στην ως άνω απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτική του ότι, όταν πρόκειται για ζητήματα διεθνούς νομιμότητας και κράτους δικαίου, η ΕΕ «δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της», υιοθετώντας μια εξαιρετικά αυστηρή και απαρέγκλιτη στάση. Εκτός από τη Ρωσία, είναι και το Ιράν που την περίοδο αυτή δέχεται ομοβροντία ευρωπαϊκών πυρών για τις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων και για τη βίαιη καταστολή των αντικαθεστωτικών διαδηλώσεων. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Η απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής κριτικής εκ μέρους των ευρωπαϊκών θεσμών σε κράτη στα οποία οι δείκτες που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου δεν είναι καλύτεροι από ό,τι στο Ιράν και τη Ρωσία (αν δεν είναι, μάλιστα, χειρότεροι), με τη διαφορά ότι εν προκειμένω πρόκειται συνήθως για κράτη που χαρακτηρίζονται ως «αξιόπιστοι εταίροι για την παροχή ενέργειας στην Ευρώπη», οδηγεί αναπόδραστα σε αρνητική απάντηση.
 
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δεν υπάρχει τίποτε το πρωτοφανές σε αυτό: η επιλεκτική επίκληση υψηλών ηθικών και νομικών αρχών και τα διαφορετικά μέτρα και σταθμά, αναλόγως των συμφερόντων και των προτεραιοτήτων των μεγάλων δυνάμεων, δεν είναι η ιστορική εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Το πρόβλημα για την ΕΕ, από αυτήν τη ρεαλιστική –ίσως και κυνική– οπτική γωνία, αρχίζει όταν, πρώτον, δεν εξυπηρετούνται στην πραγματικότητα τα στρατηγικά της συμφέροντα και, δεύτερον, όταν η ΕΕ έχει συνδέσει την ίδια την αξιοπιστία και το διεθνές της κύρος με το αξίωμα ότι το κράτους δικαίου είναι θεμελιώδης αξία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, χωρίς εξαιρέσεις και αστερίσκους.
 
Αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές όταν από τις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ με τους εταίρους ή και ανταγωνιστές της περνά κανείς στο εσωτερικό της Ένωσης και στο πώς εφαρμόζει αυτές τις αρχές σε σχέση με τα κράτη-μέλη της. Το παροιμιώδες μέτρο σύγκρισης είναι ασφαλώς το δίδυμο Πολωνίας και Ουγγαρίας. Δύο χώρες με τις οποίες τα τελευταία χρόνια οι θεσμοί της ΕΕ (Επιτροπή, Κοινοβούλιο και Δικαστήριο) έχουν διασταυρώσει πολλάκις τα ξίφη τους, λόγω της εκ μέρους τους παραβίασης των θεμελιωδών κανόνων του αξιακού κοινοτικού κεκτημένου. Μάλιστα, η διελκυστίνδα με την Πολωνία είχε φτάσει σε επίπεδα οιονεί θεσμικής κρίσης, με το συνταγματικό δικαστήριο της χώρας να «ακυρώνει» ολόκληρες διατάξεις των Συνθηκών, λόγω μη συμβατότητάς τους με το πολωνικό Σύνταγμα. Αφορμή ήταν η εμμονή της Βαρσοβίας σε πρακτικές που, κατά την Επιτροπή (και το Δικαστήριο), παραβίαζαν την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.
 
Όλα αυτά ξεχάστηκαν ως διά μαγείας την 24η Φεβρουαρίου 2022. Τη στιγμή που η ρωσική πολεμική μηχανή εισέβαλε στην Ουκρανία, η Πολωνία μεταμορφώθηκε από «παραβάτη του κοινοτικού κεκτημένου στο κράτος δικαίου» σε «προμαχώνα της υπεράσπισης των ευρωπαϊκών αξιών». Οποιαδήποτε συζήτηση για κυρώσεις κατά της Βαρσοβίας «μπήκε στον πάγο», χωρίς όμως να έχει αλλάξει κάτι δραστικά στις πρακτικές της πολωνικής κυβέρνησης που είχαν δημιουργήσει τη σύγκρουση εξαρχής. Η Πολωνία δεν είναι πλέον κράτος-παρίας στην ΕΕ, αλλά, αντίθετα, χαιρετίζεται ως μια «ανερχόμενη ευρωπαϊκή υπερδύναμη».
 
Η σύγκριση με το έτερο «κακό παιδί» της ευρωπαϊκής οικογένειας, την Ουγγαρία, δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο διαφωτιστική. Η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν συνεχίζει να συγκεντρώνει τα ευρωπαϊκά βέλη – και δικαίως, με δεδομένο τον βίο και την πολιτεία της. Τον Σεπτέμβριο του 2022 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε μια ακόμα εντυπωσιακή (αλλά αμφίβολης πρακτικής αξίας) κίνηση, διακήρυξε με ψήφισμα ότι η Ουγγαρία δεν είναι πια δημοκρατία, αλλά ένα «υβριδικό καθεστώς εκλεγμένης αυταρχίας». Μια έννοια ακόμα λιγότερο συγκεκριμένη ίσως από αυτή του «χορηγού της τρομοκρατίας». Πολύ πιο ουσιαστική είναι η πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής ότι η Ουγγαρία απέτυχε να προβεί στις αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις για την τήρηση του κράτους δικαίου, μια αποτυχία εξαιτίας της οποίας η ΕΕ έχει «παγώσει» προς το παρόν κονδύλια ύψους 7,5 δισεκατομμυρίων ευρώ σε τακτικές επιδοτήσεις και άλλα 5,8 δισεκατομμύρια από το πακέτο ανάκαμψης λόγω της πανδημίας. Πλέον εναπόκειται στα κράτη-μέλη να αποφασίσουν εάν θα δεχθούν ή θα απορρίψουν την εισήγηση της Επιτροπής, με ημερομηνία-ορόσημο τη 19η Δεκεμβρίου. Πάντως η Ουγγαρία δεν έχει μείνει με «σταυρωμένη τα χέρια», απαντώντας με (απειλή χρήσης) βέτο σε σημαντικές αποφάσεις της ΕΕ, από την έγκριση περαιτέρω βοήθειας ύψους 18 δισεκατομμυρίων προς την Ουκρανία, μέχρι την παγκόσμια συμφωνία για την επιβολή ενός μίνιμουμ εταιρικού φόρου. Και μπορεί στις Βρυξέλλες να γίνεται λόγος για «εκβιασμό της Βουδαπέστης», αυτό όμως δεν αλλάζει τα ψυχρά δεδομένα.
 
Το πρόβλημα πάντως δεν περιορίζεται στις δύο αυτές χώρες, που είναι, σε τελική ανάλυση, οι «συνήθεις ύποπτοι». Στις αρχές Νοεμβρίου η επιτροπή PEGA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έργο της οποίας είναι η διερεύνηση των υποθέσεων μαζικής χρήσης παράνομου λογισμικού παρακολούθησης, δημοσιοποίησε την προκαταρκτική της Έκθεση, η οποία περιγράφει μια εξαιρετικά ανησυχητική εικόνα, όχι μόνο για την Πολωνία και την Ουγγαρία, αλλά και για την Ισπανία και, φυσικά, για την Ελλάδα. Σε ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό απόσπασμα της προκαταρκτικής Έκθεσης γίνεται ανοικτά λόγος για το ενδεχόμενο χειραγώγησης ακόμα και εκλογικών αποτελεσμάτων μέσω της χρήσης τέτοιων λογισμικών. Αυτό σε μια χώρα που ήδη βρίσκεται σε άτυπη προεκλογική περίοδο, όπως η Ελλάδα, δεν μοιάζει εύλογο να περάσει απαρατήρητο.
 
Παρέλκει στην παρούσα ανάλυση η εκτενής αναφορά στις πολλές και διάφορες πτυχές του σκανδάλου των παράνομων παρακολουθήσεων που συγκλονίζουν –και δικαίως– την πολιτική ζωή της Ελλάδας αυτή την περίοδο. Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι η επισήμανση ότι, ενώ στις Βρυξέλλες δημιουργούνται απορίες και ανησυχίες για τις σχετικές πρακτικές της ελληνικής κυβέρνησης και για το κατά πόσο αυτές παραβιάζουν τις ίδιες ακριβώς θεμελιώδεις αρχές της δικαιοκρατίας που υποτίθεται πως προασπίζεται η ΕΕ, η τελευταία, μέχρι στιγμής, δείχνει να απασχολείται πολύ περισσότερο με το εάν και πώς η Ελλάδα θα εφαρμόσει «μέχρι κεραίας» τα δημοσιονομικά προαπαιτούμενα και τις «μεταρρυθμίσεις» για την απελευθέρωση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης (μεταξύ άλλων).
 
Ο Γιάννης Γούναρης είναι δικηγόρος, LLM London School of Economics, Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών