Κατά την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, όπως υποστηρίζει ο Πολ Μέησον, κεντρικό ιδεολογικό δόγμα της Δεξιάς έχει γίνει μια μορφή μοιρολατρίας, μια μικρο-απεικόνιση του πιο μακρο-σκοπικού «τέλους της ιστορίας». Το βασικό μήνυμα είναι: μην αγωνίζεστε για κάτι ριζικά διαφορετικό. Θα κάνει τα πράγματα χειρότερα για εσάς και την οικογένειά σας. Είναι πολύ καλύτερο να μείνετε με αυτό που ξέρετε, μέχρι τελικά η καπιταλιστική ανάπτυξη να φτάσει κάποτε και σε εσάς, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Αυτό που απορρίπτεται εδώ είναι μια «στρατηγική αντίστασης» - η οποία έχει στηρίξει τους αντικαπιταλιστικούς αγώνες από τον 19ο αιώνα - υπέρ μιας «στρατηγικής της επιβίωσης».
Έτσι κεντρικό στοιχείο της ιδεολογίας του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου είναι η απονομιμοποίηση ολόκληρης της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς και της αναβίωσης των στρατηγικών αντίστασης: του φαινομένου των πλατειών, των αντισυστημικών κινημάτων, του δημοψηφίσματος, και φυσικά του πιο βασικού από όλα: της εμπειρίας της πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς.
Η επικράτηση της «στρατηγικής της επιβίωσης» είναι το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της ιδεολογικής ηγεμονίας της Δεξιάς. (...)
Η ιδεολογία της Αριστεράς δεν μπορεί να βασίζεται στον οικονομισμό, και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα. Η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης θα αποτελεί πάντα κεντρικό μέλημα, αλλά αυτή συνοδεύεται από την άνοδο και άλλων μορφών εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Μερικές από τις σημαντικότερες είναι εκείνες που απορρέουν από τη μακρά περίοδο «απελευθέρωσης» της εποχής του νεοφιλελευθερισμού και της εμπορευματοποίησης τόσο των δημόσιων αγαθών, όσο και εκείνων που ο Πολάνυι αποκαλεί πλασματικά εμπορεύματα: την εργασία, το χρήμα, τη γη, και πιο πρόσφατα, την ίδια τη γνώση. Αυτό έχει δημιουργήσει πολλά κινήματα, συνήθως ανόμοια μεταξύ τους. Ο Κιρ Μίλμπερν, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι μια νεότερη γενιά έχει αναλάβει ηγετικό ρόλο, και αυτός πρέπει να οικοδομηθεί, γύρω από τρεις βασικούς τομείς: τη στέγαση, τη δωρεάν πρόσβαση στο διαδίκτυο και την οικονομία της φροντίδας.
Πλέον, με την κρίση της πανδημίας, έχουμε επανεκτιμήσει τι είναι σημαντικό και τι όχι στη ζωή. Για παράδειγμα, όπως λέει η Ματσουκάτο, αξιολογούμε πολύ περισσότερο θετικά την υγεία και την κοινωνική φροντίδα από τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Και άρα αυξάνεται η εκτίμησή μας ως κοινωνία για τους ανθρώπους που προσφέρουν στην φροντίδα, στην καθαριότητα, στην εκπαίδευση. Τους ανθρώπους, δηλαδή, που σε μεγάλο βαθμό προέρχονται από τμήματα της κοινωνίας που υφίστανται ταυτόχρονα πολλά ήδη εκμετάλλευσης, όπως είναι οι γυναίκες και οι μετανάστες/τριες. Ενσωματώνοντας τις αξίες της υγείας και τις φροντίδας, η Αριστερά μπορεί να έρθει σε επαφή με ένα ευρύ φάσμα της κοινωνίας. Η ανταπόκριση στις ανάγκες αυτών των ανθρώπων, που σήμερα είναι ακόμα πιο σημαντική, απαιτεί να προχωρήσουμε πολύ πέρα από μια οικονομίστικη ατζέντα. (...)
Η ιδεολογική ηγεμονία είναι μια δύσκολη διαδικασία. Δεν αποτελεί προϋπόθεση για μια κυβέρνηση της Αριστεράς – όμως, μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να εδραιώσει το όποιο επίπεδο ηγεμονίας που κατείχε συνέβαλε στην επιτυχία της, και ταυτόχρονα να το ενισχύσει με τις παρεμβάσεις της. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε καιρούς που η πολιτική πτέρυγα της Αριστεράς είναι ισχυρότερη από την κοινωνική της πτέρυγα.
Στην αντιπολίτευση, ο πόλεμος θέσεων του Γκράμσι είναι θεμελιώδους σημασίας, αν μη τι άλλο επειδή προετοιμάζει το έδαφος για έναν πόλεμο ελιγμών. Μόνο ένας πόλεμος θέσεων μπορεί να ενώσει, και να δώσει κατεύθυνση σε ανόμοιους κοινωνικούς αγώνες και πολιτικές παρεμβάσεις. Αυτό συνεπάγεται έναν εκπαιδευτικό ρόλο του κόμματος, τόσο σε σχέση με τα μέλη του όσο και με τους φίλους και οπαδούς του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κατανοήσει πλήρως τη σημασία του πολέμου θέσεων. Η πανδημία του COVID-19 είναι μια ευκαιρία να την κατανοήσει, όμως αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εάν, για παράδειγμα, μπορέσει να συνδέσει αυτά που λέει για τη σημασία των επενδύσεων στο δημόσιο σύστημα υγείας με την ανάγκη προστασίας της πρώτης κατοικίας, της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και της παραγωγικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Ή εάν φροντίσει αυτά που λέει για τις ανισότητες και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν το φύλο, και την ανάγκη να δοθεί ελπίδα στις νεότερες γενιές να είναι συμβατά με τις προσδοκίες τουλάχιστον ορισμένων μεγαλύτερης ηλικίας κοινωνικών ομάδων.
Οι συνδέσεις υπάρχουν, αλλά δεν είναι αυτονόητες ούτε καν μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΎΡΙΖΑ, αν πιστέψουμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ορισμένων δημοσκοπήσεων. (...)