Με τα δεδομένα αυτά που ξεδιπλώνονται ήδη μπροστά μας, το αμείλικτο ερώτημα για την αριστερά, τη δική μας αριστερά, την ευρωπαϊκή αριστερά, είναι αν έχουμε επεξεργαστεί ένα πολιτικό σχέδιο αντίστοιχο των αναγκών που οι ιστορικές προκλήσεις επιτάσσουν. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εξαντλεί τις δυνατότητες που δημιουργούν οι αναταράξεις, αλλά κυρίως η αγωνία των φθαρμένων σοσιαλδημοκρατικών ευρωπαϊκών κομμάτων, να αναζητούν σανίδα σωτηρίας για την πολιτική τους επιβίωση. Η τακτική αυτή όμως, πέρα από μια σχετική χαλάρωση του ασφυκτικού πλαισίου που επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας, αν όλα πάνε κατ’ ευχή, δεν οδηγεί σε ασφαλή μονοπάτια. Η πολυπόθητη ανάπτυξη είναι επισφαλής και οι μνημονιακές δεσμεύσεις μας έχουν τη δική τους δυναμική, ανεξάρτητη από την τύχη του Συμφώνου Σταθερότητας. Το εναλλακτικό σχέδιο για την αριστερά δεν μπορεί να επαφίεται σε συμμαχίες με τα πάσης φύσεως πολιτικά υποκείμενα της κεντροαριστεράς εντός και εκτός Ελλάδας. Αυτό που χρειάζεται η αριστερά είναι η εμπέδωση κοινωνικών συμμαχιών και εκπροσωπήσεων.
Για να συμβεί όμως αυτό, εκτός από την ορθή ανάγνωση των κοινωνικών αναγκών, απαιτείται και ένα σχέδιο ρήξης. Αυτό απουσιάζει από τις πολιτικές μας πρωτοβουλίες σήμερα ως κυβέρνηση και κόμμα. Ένα σχέδιο που οριοθετεί με σαφήνεια αφενός τις υποχωρήσεις μας στις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται μπροστά μας (στα εργασιακά, για παράδειγμα, να γνωρίζουν όλοι τι θέλουν οι δανειστές, τι απαντάμε εμείς και μέχρι ποιο σημείο θα πάμε). Αφετέρου, το σαφή προσδιορισμό της άρνησης μας να συνεχίζουμε την υλοποίηση ενός αποτυχημένου προγράμματος ες αεί περιμένοντας γενικώς και αορίστως το συνεχώς αναβαλλόμενο ενάρετο κύκλο, ώστε να περάσουμε στην εφαρμογή του δικού μας προγράμματος με κοινωνική μεροληψία, αντι-υφεσιακά μέτρα και ουσιαστική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου υπέρ των αδύναμων.