«Να βγαίνει η δουλειά»: arbeit macht frei
Εξορισμού κάθε αφεντικό συνθλίβει τους από κάτω: το φάσμα της διόγκωσης της ανεργίας χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει τις πλέον αντιδραστικές πολιτικές ενώ από πουθενά δεν μπαίνει στο τραπέζι ένα αντιπαράδειγμα στον καπιταλισμό.
Η –διεθνής– Αριστερά λουφάζει: αντί να επεξεργάζεται πολιτικές που θα περιορίζουν τα εκμεταλλευτικά κέρδη, –μείωση των ωρών εργασίας, 6ωρο ή 4ήμερο, με αύξηση και όχι μείωση των μισθών, νέες μορφές αποανάπτυξης, φιλικές στο περιβάλλον– γίνεται παρακολούθημα των καπιταλιστικών λογικών διαχείρισης. Μια οραματική πολιτική στο κατεξοχήν πεδίο της ταξικής σύγκρουσης εκλείπει, την ώρα ακριβώς που ο κόσμος της εργασίας βρίσκεται στη χειρότερη, μεταπολεμικά, κατάσταση.
Όποιος, από τη θέση του εργάτη, διεκδικεί να εισάγει την πολυπλοκότητα του όντως ανθρώπου στον καθημέριο βίο, διεκδικώντας παραπάνω από τα προσφερόμενα ή προστατεύοντας τα κεκτημένα, τιμωρείται. Από τους από πάνω αλλά και από τους ομόταξους: ο κοινωνικός αυτοματισμός κάνει τον παρία να παρακαλά να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα ή να κοιτά με μισό μάτι τον τολμητία που ανθίσταται στην επελαύνουσα εκμετάλλευση.
Κι επειδή, ακολουθώντας τον Κανέτι, σημασία δεν έχει πόσο καινοφανής είναι μια ιδέα αλλά πόσο καινούργια γίνεται κάθε φορά εντός της ιστορικής συγκυρίας, ας (ξανα)μιλήσουμε για τα βασικά: για την ανελέητη εκμετάλλευση πρεκάριων και για προλετάριων και το χρόνο εργασίας σε συνδυασμό με την αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου, ως μόνου όντος που έχει επίγνωση του πεπερασμένου του επί της γης, την επίγνωση δηλαδή του θανάτου του.









