Macro

Το ουρλιαχτό

«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.

Έτυχε να ’ναι τα χρόνια δίσεκτα (…)»

Γιώργος Σεφέρης «Το σπίτι κοντά στη

θάλασσα» από την «Κίχλη»

Δίσεκτα χρόνια τότε, δίσεκτα χρόνια και τώρα. Γιατί μονάχα στα δίσεκτα χρόνια οι άνθρωποι χάνουν τα σπίτια τους. Δηλαδή χάνουν την ίδια την πατρίδα τους. Γι’ αυτό στον Σεφέρη η έννοια του σπιτιού και της πατρίδας ταυτίζονται και γίνονται (φέρον και φερόμενο) μια ενιαία υπαρξιακή κατάσταση. Πανάρχαια όσο και σημερινή. Θέλω να πω ότι η έννοια του σπιτιού – πατρίδας είναι αρχέτυπο στοιχείο του κάθε ανθρώπου. Ας μην ξεχνάμε πως, σε κάθε επιβουλή, πολεμάμε «υπέρ βωμών και εστιών», που στην κοινή συνείδηση αντιμετωπίζονται ως ένα και το αυτό.

Σμυρνιός ο Γιώργος Σεφέρης, προφανώς ένιωθε μέχρι τα μύχια της ψυχής του ότι το να διώκεσαι από την εστία σου είναι βαρύ τραύμα που δεν επουλώνεται ποτέ. Και ότι αποτελεί ύβρι και έγκλημα καθοσιώσεως να διώχνεις τους ανθρώπους από τα σπίτια τους. Αυτό δηλαδή το ανοσιούργημα που ψήφισε μόνη της η Ν.Δ. υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Όντας γιος προσφύγων και από μητέρα και από πατέρα, γνωρίζω από πρώτο χέρι τι σημαίνει το φοβερό ρήμα «ξεσπιτώνομαι». Αυτό το ρήμα χρησιμοποιούσαν οι «μεγάλοι», θείοι, θείες, παππούδες και γιαγιάδες, αναστενάζοντας, στις πάμπολλες ιστορίες από την «πατρίδα». Ξεσπιτωθήκαμε, λέγανε κι εγώ έμαθα βαθιά να σέβομαι όχι την ιδιοκτησία, αλλά το προστατευτικό κέλυφος που θάλπει και αναμέλπει το ανθρώπινο ον στην ολότητά του. Αυτό το καθημερινό άπειρο πάντων και πασών.

«Αντίο, σπίτι» έλεγε η μητέρα πως ήταν οι δύο τελευταίες λέξεις του παππού Κωνσταντίνου Αγγελίδη πριν φύγουνε για πάντα από την Κωνσταντινούπολη. Εξαιρετικά καλοστεκούμενος έμπορος ο παππούς, είχε σπίτι «τρία πορταμέντα» (ορόφους, στην πολίτικη ιδιόλεκτο). Εκεί γεννήθηκε η μητέρα μου: στο Μακρύκιοϊ της Κωνσταντινούπολης που περιγράφει και η Μαρία Ιορδανίδου στη «Λωξάντρα». Όταν φεύγανε λοιπόν, η μητέρα μωρό της αγκαλιάς με τρία μεγαλύτερα αδέλφια, ο παππούς, καλοντυμένος μέχρι την τελευταία στιγμή, σταμάτησε -λέει- στη γωνία, γύρισε, έβγαλε με τελετουργική επισημότατα τη ρεπούμπλικα και είπε: «Αντίο, σπίτι». Σαν να έλεγε «αντίο, πατρίδα». Πού ξέρεις; Μπορεί και να το είπε. Και η μητέρα, από διηγήσεις των μεγαλύτερων τα ήξερε.

Μέχρι που έμαθε και η ίδια κι εμείς μαζί της τι σημαίνει να «ξεσπιτώνεσαι». Αυτή τη βαρβαρότητα. Αυτό τον άγριο φόβο που νιώθει ο απογυμνωμένος από το παρελθόν του άνθρωπος. Ο απολύτως απροστάτευτος. Εκείνη η φοβερή στιγμή όπου δεν έχει καμιά σημασία που πηγαίνεις ή πόσο μακριά πηγαίνεις όσο το ότι σε πετούν έξω από τον εαυτό σου. Άστεγος. Homo sacer.

Χούντα ήταν όταν έμαθα κι εγώ κι ο αδελφός μου το ρήμα «ξεσπιτώνομαι». Όταν αναγκαστήκαμε -ύστερα από λογής κυνηγητά χρόνων και χρόνων- να πουλήσουμε το σπίτι που είχε αγοράσει ο παππούς, το σπίτι που μεγάλωσε η μητέρα μου. Το φορτηγό έτοιμο, εμείς στην καρότσα, η μητέρα μάς είπε να περιμένουμε λίγο κι επέστρεψε στο άδειο σπίτι. Εκεί -χρόνια πολλά αργότερα μας το είπε- γύρισε στα άδεια δωμάτια. Άδεια; «Το παρελθόν» λέει ο Φόκνερ «δεν είναι νεκρό. Δεν είναι καν παρελθόν». Εκεί ήταν όλοι και όλα. Γονάτισε, μας είπε, και ούρλιαξε. Ούρλιαξε όπως δεν είχε ουρλιάξει ποτέ. Ούτε όταν την βασάνιζαν. Εκείνη τη μεγάλη στιγμή η μητέρα ήταν μόνο ουρλιαχτό. Ύστερα φύγαμε. Ο υπέροχος πατέρας μου, στην ίδια μήτρα βαπτισμένος, δεν μίλησε. Ούτε κι εμείς μιλήσαμε. «Δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε». Όμως, μέχρι σήμερα που ο κόσμος γύρισε χίλιες φορές, εκείνη τη μετακόμιση κι εγώ κι ο αδερφός μου τη θεωρούμε προσφυγιά.

Κάτι τέτοιο είναι η «απώλεια πρώτης κατοικίας»: Προσφυγιά.

 

Κώστας Καναβούρης

Πηγή: Η Αυγή