Macro

Η προστασία της υγείας δεν επιτρέπει την καταστροφή κανενός άλλου αγαθού

Τους τελευταίους 8 μήνες η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έκανε τίποτα για να ενισχύσει το ΕΣΥ. Αυτό το αντιπολιτευτικό επιχείρημα δεν φαίνεται να έχει την πολιτική αποτελεσματικότητα που θα ήθελαν οι εμπνευστές του.

Και απορεί η Αριστερά γιατί. Όμως, οι πάντες συνομολόγησαν (της Αριστεράς συμπεριλαμβανομένης) ότι το lockdown ήταν πολύ αποτελεσματικό. Και η κυβέρνηση το εκμεταλλεύθηκε αυτό χαράσσοντας ένα πλάνο που δεν είναι τίποτε άλλο παρά διαφοροποιημένες χρήσεις αυτού του υπερόπλου (τοπικό-γενικό, ήπιο-καθολικό). Γιατί να πειραματιστεί με πολύπλευρα σοσιαλδημοκρατικά μέτρα στήριξης της κοινωνίας για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αφού υπάρχει το υπερόπλο του lockdown; Γιατί να το κάνει, όταν η Αριστερά δεν έχει πει ότι ένα δεύτερο lockdown είναι κόκκινη γραμμή, είναι casus belli; Απλώς θα της χρειαζόταν να φανεί ότι ένα νέο lockdown είναι αναπόφευκτο, δεδομένου ότι όλοι και όλες συμφωνούν στη ρητορική περί έκτακτης ανάγκης που τα δικαιολογεί όλα και περί ανάγκης θρησκευτικού σεβασμού των ιατρικών υποδείξεων. Σε αυτά (έκτακτη ανάγκη, ό,τι πουν οι γιατροί, lockdown αν ξαναχρειαστεί) συναίνεσε και η Αριστερά.

Και αυτό ήταν λάθος της. Στο πλαίσιο αυτό κάθε κριτική της εκλαμβάνεται σαν απλός αστερίσκος. Στήριξη του ΕΣΥ, προσλήψεις υγειονομικών και δασκάλων, προσθήκη νέων ΜΕΘ, ενίσχυση των ΜΜΜ, στήριξη των επιχειρήσεων, συνιστούν μία ολόκληρη δέσμη σωστών μέτρων, τα οποία όμως θα μπορούσαν να είναι νικηφόρα αιτήματα μόνο αν απαγορευόταν να ξαναγίνει lockdown. Όμως, η ρητορική του τύπου «η υγεία είναι πάνω απ’ όλα», από τη στιγμή που απέκτησε το στάτους του αυτονόητου, οδήγησε στη δικαιολόγηση των πάντων για χάρη της υγείας (της επανάληψης του lockdown συμπεριλαμβανομένης). Η απώλεια τόσων θέσεων εργασίας, η πτώχευση, η εργασιακή ζούγκλα, η αδυνατότητα επιβίωσης, είναι δικαιολογημένες απώλειες στη μάχη κατά του Covid. Η Αριστερά «έβαλε πλάτη», πιστεύοντας ότι η πολιτική αντιπαράθεση θα κριθεί στην οικονομία/εργασία. Μια οικονομία/εργασία όμως που κατέστη -και με τη δική της συμφωνία- λιγότερο σημαντική από την υγεία. Και τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διαμαρτυρία που δεν μπορεί να εκφράσει: των ανθρώπων που πεθαίνουν οικονομικά, των παραγωγικών ηλικιών και των νέων.

Η ΝΔ και οι γιατροί πίεζαν ώστε να σκεφτόμαστε όλοι και όλες ως δυνητικά άρρωστοι, τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν φαινόταν απαραίτητο (το 82% των θυμάτων είναι άνω των 65 χρονών και η θνησιμότητα αυτής της κατηγορίας επί των κρουσμάτων 13,4%, ενώ η θνησιμότητα στους 0-39 χρονών είναι 0,04% και στους 40-64 είναι 0,9%. Και να σκεφτεί κανείς ότι τα ποσοστά θα ήταν μικρότερα, αν καταγράφονταν όλα τα κρούσματα). Αντί να αντισταθεί στη ρητορική του κινδύνου και των δραματικών εκκλήσεων που πριμοδοτεί πάντα το αίτημα για ασφάλεια σε βάρος οποιουδήποτε άλλου αιτήματος, και των τυφλών αντιδράσεων (βλ. τις άπειρες ανορθολογικές αποφάσεις της κυβέρνησης) από τον ορθολογικό και ψύχραιμο σχεδιασμό, υιοθέτησε τη ρητορική «κινδυνεύουμε, αλλά η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα». Αντί να πει ότι η υγεία είναι πράγματι πάνω απ’ όλα για όσους κινδυνεύουν και γι αυτό θα τους προστατεύσουμε, συνομολόγησε ότι κινδυνεύει η υγεία όλων μας, επιτρέποντας να εδραιωθεί η άποψη ότι σκοπός της κυβέρνησης είναι να προστατεύει μόνο τη γυμνή ζωή, με τις ανεξέλεγκτες απώλειες στα υπόλοιπα πεδία να βγαίνουν εκτός εξίσωσης. Αντί να πει ότι η διαχείριση ανθρώπων είναι κάτι πιο πολύπλοκο από τη διαχείριση απλών βιολογικών οργανισμών, και άρα η πολιτική αποφασίζει, συναίνεσε στην αντικατάσταση των πολιτικών από τους γιατρούς, με αποτέλεσμα αφενός η κυβέρνηση να χρησιμοποιεί τους γιατρούς για να ποδηγετήσει την αντιπολίτευση και αφετέρου οι ίδιοι οι γιατροί να μετατρέπονται σε πολιτικούς. Τραγική ειρωνεία!

Όταν, όμως, μία έννοια, η υγεία εν προκειμένω, μετατρέπεται σε κυρίαρχο αξιολογικό σχήμα, τότε όλα τα αιτήματα αναγκαστικά  πρέπει να διατυπωθούν εντός αυτού του πλαισίου. Όμως, το ίδιο το πλαίσιο δεν είναι ουδέτερο, προσδιορίζει τι μπορεί να ειπωθεί και τι όχι. Εν προκειμένω, η υγεία καθιστά μέτρο κάθε πολιτικής τις ανάγκες και τα αιτήματά των ηλικιωμένων, όπως ακριβώς η εργασία τις ανάγκες και τα αιτήματα των παραγωγικών ηλικιών και η παιδεία τα αντίστοιχα των νέων. Η Αριστερά εγκλωβίστηκε σε μια συζήτηση που θεώρησε προνομιακή για την ίδια, ενώ δεν είναι. Πίστεψε ότι η υγεία σημαίνει έμφαση στα δημόσια αγαθά, ενώ η υγεία εν καιρώ πανδημίας έγινε συνώνυμο της ασφάλειας. Και η ασφάλεια είναι προνομιακό πεδίο για τη Δεξιά, όχι γιατί δεν ενδιαφέρεται γι αυτήν η Αριστερά, αλλά γιατί η ασφάλεια είναι μίνιμουμ αγαθό, και η Δεξιά θέλει ανέκαθεν οι πολίτες να αρκούνται στο μίνιμουμ της επιβίωσης.

Ακόμα και έτσι να είναι τα πράγματα, θα έλεγε κανείς ότι η Αριστερά επέδειξε στάση ευθύνης. Πράγματι. Η άρρητη συμφωνία όμως ότι κάθε φορά που η κυβέρνηση της ΝΔ τα κάνει μπάχαλο μπορεί να πηγαίνει σε lockdown, αντί να αλλάζει πολιτική, δεν είναι πράξη υπευθυνότητας. Και επειδή αυτός ο φαύλος κύκλος πρέπει να σπάσει, η Αριστερά θα έπρεπε να υποστηρίξει ότι η προστασία της υγείας ενός μέρους του πληθυσμού δεν μπορεί να ισοδυναμεί με την εξουθένωση της υπόλοιπης κοινωνίας ή με την εξαφάνιση του δημοσίου χώρου, ότι η προστασία της υγείας δεν επιτρέπει την καταστροφή κανενός άλλου αγαθού, ότι η υγεία δεν προστατεύεται καν αν δεν προστατεύονται οι προϋποθέσεις της (εισοδήματα και δημόσιοι χώροι συναναστροφής και δραστηριότητας), ότι η γυμνή ζωή είναι απεχθής, ότι αν υποβαθμιστεί η εργασία, η δημοκρατία, η ψυχική υγεία, κ.λπ, αυτό δεν γυρίζει πίσω (όπως συμβαίνει ακριβώς και με τη γυμνή ζωή), ότι το lockdown είναι κόκκινη γραμμή. Ότι πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της η Πολιτεία, κάνοντας ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό και όχι δημιουργώντας μεγαλύτερα προβλήματα στο κοινωνικό σώμα από αυτά που προσπαθεί να λύσει. Ότι το «ασθενήν έχομεν, στο γύψο τον εβάλαμεν» δεν θα ξαναεφαρμοστεί ποτέ.
Κι αν, όμως, δεν μένει τίποτε άλλο από το lockdown; Τότε να παραιτηθούν αυτοί που δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο από το να κατεβάζουν ρολά στην κοινωνία και να της επιφέρουν ανεπανόρθωτα πλήγματα. Αυτό πρέπει να ζητάει η Αριστερά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο: παραίτηση. Δεν είναι πολιτικοποίηση ενός υγειονομικού προβλήματος, ούτε ασέβεια προς τους πιο ευάλωτους. Είναι αναγνώριση ότι το lockdown (και η κοινωνικο-οικονομική δυστυχία που επιφέρει) δεν είναι μοιραίο, είναι απόδειξη οικτρής αποτυχίας της κάθε κυβέρνησης που το χρησιμοποιεί (ειδικά όταν το κάνει επανειλημμένα). Και η κοινωνία δεν αντέχει ένα φάρμακο χειρότερο από την ασθένεια για δεύτερη φορά μέσα σε δέκα χρόνια.

Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Πηγή: Left