Macro

07
07

Νάσος Ηλιόπουλος: Βαδίζοντας σε αδιέξοδο

Το στοίχημα είναι να συνδέσουμε στον δημόσιο διάλογο τον άξονα της κριτικής με αυτόν των διεκδικήσεων. Να εκφράσουμε τα αιτήματα που κατοχυρώνουν την πολυλειτουργικότητα του κέντρου. Να προστατεύσουμε και να ενισχύσουμε την κατοικία. Να διεκδικήσουμε την κοινωνική και αναπτυξιακή χρήση των άδειων δημοσίων κτηρίων. Να μιλήσουμε για τα σημεία που αγνοεί η πρόταση της Δημοτικής Αρχής, όπως π.χ. για τη Σταδίου και την ανάγκη επαναλειτουργίας των κινηματογράφων «Αττικό» και «Απόλλων» ή για το ξεχασμένο κομμάτι του Μουσείου / Πολυτεχνείου. Να πιέσουμε να προχωρήσει η ανάπλαση σε Τοσίτσα - Στουρνάρη και το άνοιγμα του «Ακροπόλ», με στόχο να αποτελέσει έναν ζωντανό κόμβο πολιτισμού. Να συγκρουστούμε με τον σχεδιασμό για την ανέγερση άλλης μιας τεράστιας ξενοδοχειακής μονάδας απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο και να διεκδικήσουμε την απαλλοτρίωση του χώρου ακριβώς για τις ανάγκες του Μουσείου. Να επαναφέρουμε στον δημόσιο διάλογο τα ζητήματα προσβασιμότητας για τα ανάπηρα και εμποδιζόμενα άτομα και να διεκδικήσουμε την ενίσχυση των ΜΜΜ με μέτρα όπως η 24ωρη λειτουργία του μετρό Παρασκευή - Σάββατο και ένα πραγματικό σχέδιο για την απόκτηση δικτύου ποδηλατοδρόμων στην Αθήνα. Τέλος, να επαναφέρουμε στον διάλογο τις ανάγκες που έχουν οι ξεχασμένες και από τη σημερινή Δημοτική Αρχή γειτονιές της πόλης. Απαλλοτριώσεις που ομόφωνα είχε ψηφίσει το προηγούμενο Δημοτικό Συμβούλιο σήμερα έχουν παγώσει και η κατάσταση μιας σειράς χώρων πρασίνου όπως ο Λόφος του Στρέφη είναι τραγική. Αυτή τη μάχη έχουμε μπροστά μας και δεν θα κριθεί μόνο μέσα στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου αλλά κυρίαρχα μέσα στις γειτονιές της πόλης.
07
07

Ο στρατηγικός ρόλος της αυτοοργάνωσης των κινημάτων

Jean - Louis Laville et José Luis Coraggio, Les gauches du XXIe siècle, un dialogue Nord - Sud, Le Bord de l'Eau, Lormont, 2016 Το βιβλίο αυτό, που έχει δημοσιευτεί στα ισπανικά και τα γαλλικά, είναι μια σπάνια έκδοση, όπου συναντιούνται συγγραφείς που έχουν μελετήσει τόσο τις πολιτικές εκφράσεις της Αριστεράς όσο και τις μορφές συγκρότησης και οργάνωσης των κοινωνικών κινημάτων στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική. Οι δυο επιμελητές, που γράφουν την εισαγωγή και τα συμπεράσματα, συναντιούνται σε αυτό τον τόμο για να παρουσιάσουν, ο καθένας από τη δική του γεωγραφική θέση, την ανάγκη να σκύψει η Αριστερά πάνω στη συνύπαρξη πολλαπλών ριζοσπαστισμών, απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, και να δεχθεί ότι οι υπαρκτές μορφές οργάνωσης του κόσμου της εργασίας, πέρα από τον τομέα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, πρέπει να αποτελέσουν ένα προνομιακό πεδίο για την οικοδόμηση της κοινωνικής και πολιτικής βάσης της Αριστεράς. Σε αυτήν την ενδιαφέρουσα έκδοση συμμετέχουν με δικά τους κείμενα οι Boaventura de Sousa Santos, Ernesto Laclau, Carlos Monedero, Hilary Wainwright, Jordi Estivill, και πολλοί άλλοι.
06
07

Το 1989, τα ουσιαστικά και τα επίθετα

Η εμφάνιση και κυκλοφορία για πολιτική εκμετάλλευση συνομιλιών που έχουν υποκλαπεί, έκανε πολλούς να ανατρέξουν στο 1989 αναζητώντας ομοιότητες ή αναλογίες με την κατάσταση που πάει να διαμορφώσει σήμερα η ΝΔ σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτού του είδους οι αναδρομές θέλουν πάντοτε προσοχή για δύο τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, γιατί η ιστορία δεν συνηθίζει να επαναλαμβάνεται και, δεύτερον, γιατί η αναζήτηση αναλογιών σ’ αυτές τις περιπτώσεις καταλήγει συχνά σε ερμηνείες του παρελθόντος μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα των τρεχουσών πολιτικών αναγκών. Το πόσο ολισθηρή είναι μια τέτοια διαδικασία, μπορούμε εύκολα να το διαπιστώσουμε εντοπίζοντας τις σημαντικότατες διαφορές ανάμεσα στο τότε και το σήμερα. Πρώτα απ’ όλα, τότε η επίσημη δικαιολόγηση της συνεργασίας της δεξιάς με το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς ήταν η αποφυγή της παραγραφής αδικημάτων υπουργών του ΠΑΣΟΚ, για τα οποία θεωρούσαν ότι έπρεπε να συσταθεί ειδικό δικαστήριο. Σήμερα, είναι η δεξιά με τους πολιτικούς κληρονόμους του ΠΑΣΟΚ που θέλουν να οδηγήσουν στελέχη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, του μεγαλύτερου κόμματος της αριστεράς, στο ειδικό δικαστήριο με απροκάλυπτη την πολιτική στόχευση. Οι τελευταίοι μάλιστα αδυνατούν να εξηγήσουν πώς υιοθετούν μια τακτική, την οποία έχουν καταγγείλει ως «βρώμικη», όταν χρησιμοποιήθηκε εναντίον τους. Υπάρχει και σημαντικότερη διαφορά. Τότε, η πραγματική βάση για τη στήριξη της διαδικασίας παραπομπής ήταν ένα υπαρκτό και μεγάλων διαστάσεων σκάνδαλο, το σκάνδαλο Κοσκωτά, το οποίο οι, ας πούμε, εναγόμενοι επιχειρούσαν να υποβαθμίσουν υπό τον τίτλο «βρώμικο’89». Σήμερα, η πραγματική βάση στην οποία επιχειρείται να στηριχτεί η παραπομπή, είναι η άρνηση ενός υπαρκτού σκανδάλου, του σκανδάλου Νοβάρτις, και η συσκότισή του με το επιχείρημα ότι το σκάνδαλο κατασκευάστηκε από κάποιους σκευωρούς, οι οποίοι και οφείλουν να οδηγηθούν στο ειδικό δικαστήριο. Μ’ αυτή την έννοια δεν είναι δόκιμο να γίνεται σύγκριση των δύο καταστάσεων. Όλες οι πλευρές της αριστεράς, όποια θέση κι αν πήραν τότε, δεν χρησιμοποίησαν ποτέ το επίθετο «βρώμικο», που ουσιαστικά αντιπαρατίθεται στη δυνατότητα μιας κάθαρσης, ενώ το πραγματικό πρόβλημα είναι η προσχηματική επίκλησή της.
06
07

Νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις: Θέλουμε πράγματι να γίνουμε Ευρώπη;

Παρά την σχετικά έντονη αλλά και ιστορικά εξηγήσιμη κουλτούρα διαμαρτυρίας σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχει και ένας πολύ πιο υλικός λόγος, για τον οποίο οι δράσεις διαμαρτυρίας σε συγκεκριμένες χώρες είναι αυξημένες τα τελευταία περίπου 10 χρόνια: Είναι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές. Οι ομάδες πίεσης (αυθόρμητες ή οργανωμένες) και τα κινήματα δεν διαμαρτύρονται από καπρίτσιο. Είναι οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες διαβίωσης και η κατάσταση στο πεδίο των δικαιωμάτων, τα οποία οδηγούν (συναισθηματικά ή ορθολογικά) σε κινητοποίηση. Είναι τελικά η ίδια η Δημοκρατία, που θεμελιώθηκε και συνεχίζει να εμβαθύνεται με αυτό τον τρόπο, με τις ομάδες πίεσης και τα κινήματα να αποτελούν την ατμομηχανή της, φέροντας τη δυνατότητα αποτελεσματικής πίεσης προς τους άρχοντες. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι τα μικρά και μεγάλα δικαιώματα που απολαμβάνουμε σήμερα στις ανεπτυγμένες χώρες κατοχυρώθηκαν με ιδιαίτερης έντασης κινητοποιήσεις από την μεριά των διαδηλωτών. Και ας σκεφτούμε βέβαια και τούτο: Αν η σημερινή κυβέρνηση πραγματικά έχει τη βούληση να «ρυθμίσει» και όχι να «περιορίσει» το πλαίσιο εντός των οποίων θα γίνονται οι διαδηλώσεις, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι μια αυταρχική κυβέρνηση στο μέλλον δεν θα αξιοποιήσει το προτεινόμενο θεσμικό πλαίσιο που αποδίδει απόλυτα ρυθμιστικό ρόλο στην αστυνομία για να καταστρατηγήσει οριστικά το δικαίωμα της διαμαρτυρίας;
05
07

Άγγελος Τσέκερης: Επισημάνσεις

Εξαιρετικό το πλαίσιο του Χρυσοχοΐδη για τις διαδηλώσεις. Μοιάζει λίγο με αυτό που εφάρμοζαν οι Άγγλοι το '50 στην Κύπρο. Με εξαίρεση τους απαγχονισμούς ίσως. Και στο κάτω-κάτω δεν είναι κάτι τρομερό να ορίζεται υπεύθυνος για κάθε διαδήλωση. Στη Χούντα λειτούργησε πολύ αποτελεσματικά αυτό. Ευνοούσε, βέβαια, μόνο την οργάνωση φιλοχουντικών διαδηλώσεων, αλλά, έστω και έτσι, ήταν ένα βήμα. Μετά ήρθε η Μεταπολίτευση και τα ισοπέδωσε όλα. Αντιθέτως, στην Κατοχή, που δεν υπήρχε τέτοια διάταξη, έκλεινε το κέντρο για ψύλλου πήδημα και επικρατούσε κυκλοφοριακό χάος. Έχει και το κατοχικό μοντέλο θετικά στοιχεία πάντως. Θα μπορούσε π.χ. όποιος θέλει να κάνει διαδήλωση να παραδίδει 100 ομήρους. Ή να προβλέπονται αντίποινα. Γιατί το απορρίπτουμε τόσο αβασάνιστα αυτό; Το μόνο πρόβλημα είναι ότι επιβαρύνουμε την αστυνομία με γραφειοκρατικές διαδικασίες. Παλιά, τις άδειες για τις διαδηλώσεις τις χορηγούσε το παρακράτος. Μερικά τρίκυκλα χρειαζόταν μόνο.
05
07

ΛΟΓΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΒΙΟΙ; Mε αφορμή την τελευταία σύγκληση της ΚΕΑ

Από το λόγο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στην ΚΕΑ και το κείμενο των 8 προκύπτει μία κύρια αντίφαση για το τι είδους μετασχηματισμό προτείνουν να συντελεστεί στο πολιτικό υποκείμενο που ήταν μέχρι πρόσφατα γνωστό ως Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Τα επιχειρήματα για την ανάγκη μιας νέας κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας συνάδουν με αυτά της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας όταν επρόκειτο να εγκαταλείψει την κεϋνσιανή στρατηγική κοινωνικού κράτους και προστασίας της εργασίας, και συγκλίνουν σε μία πολιτική «τρίτου δρόμου» που θυμίζει εξαιρετικά τη «θεωρία» του Γκίντενς, μέντορα του Μπλερ. Η επίκληση τον κοσμοϊστορικών αλλαγών στον παγκόσμιο καπιταλισμό εν όψει της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, η ταξική συνεργασία μεταξύ επιχειρηματιών, του κόσμου της εργασίας, και του πλήθους των κατακερματισμένων κοινωνικών μερίδων (!) και η ανάγκη ενός κόμματος της πληθυντικής αριστεράς, που περιλαμβάνει επίσης κάθε μορφής κινήματα, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του λόγου που εκφωνείται. Η αντίφαση όμως προκύπτει όταν ο λόγος αυτός πρέπει να συμπεριλάβει και προγραμματικές θέσεις που θα εκφράζουν το γενικό κοινωνικό συμφέρον. Επειδή οι καπιταλιστικές κρίσεις την τελευταία δεκαετία συν την κρίση της πανδημίας που επικάθεται σ’ αυτές, μεταφέρουν τα βάρη στον κόσμο της εξασφαλισμένης εργασίας αλλά παράλληλα δημιουργούν ένα τεράστιο κοινωνικό στρώμα με επισφάλεια, ανεργία, φτωχοποίηση, μετανάστευση, προσφυγιά, νεολαία με αβέβαιες προοπτικές και μέλλον. Όμως ο κοινός αυτός λόγος δεν συμπεριλαμβάνει τα παραπάνω σε ενιαίο σύνολο θυμάτων της κυρίας αντίθεσης κεφαλαίου-εργασία, αλλά ως ένα συνονθύλευμα επιμέρους κοινωνικών κατηγοριών που συλλήβδην υπάρχουν για να δώσουν περιεχόμενο στην πληθυντική αριστερά.  Αναγκάζονται όμως να καταφύγουν σε προτάσεις υπεράσπισης του κόσμου της εργασίας και όλων των θυμάτων της κρίσης που συνάδουν σε πολλά σημεία με τον πυρήνα και τις πολιτικές της Αριστεράς. Συνακόλουθα, η εισήγηση του προέδρου αλλά και των 8 περιλαμβάνει αρκετές αναφορές που προσιδιάζουν στον αριστερό λόγο. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα για ποιον ακριβώς λόγο γίνεται τόση φασαρία να αποστασιοποιηθεί ένα κόμμα από αυτό που υποτίθεται ότι το χαρακτήριζε μέχρι τώρα ως πολιτικό υποκείμενο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η απάντηση αποτελεί το κλειδί για να διατυπωθεί μία ξεκάθαρη θέση στα επίδικα ζητήματα, δηλ. το ερώτημα της ανασυγκρότησης του κόμματος, της διεύρυνσης των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, και τελικά το ερώτημα του μετασχηματισμού. Οι αντιφατικές τοποθετήσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και οι μετεωρίσεις μεταξύ Αριστεράς και Κέντρου πηγάζουν πιθανόν από τις τραυματικές εμπειρίες μετά την ανάληψη της κυβέρνησης το 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ριζοσπαστικό αριστερό του πρόγραμμα και να προσαρμοστεί στις μνημονιακές  πολιτικές, ελπίζοντας  πώς υπερασπιζόμενος εν μέρει την εργασία θα του αναγνωριζόταν η «φιλότιμη προσπάθεια» και θα του δινόταν η δυνατότητα να συνεχίσει την πολιτική του. Το πράγμα μοιάζει σαν η δέσμευση στις ριζοσπαστικές απαντήσεις και λύσεις μίας αριστερής διαχείρισης να αποτελούν "άχθος αρούρης",  ασήκωτο βάρος, όταν ο διεθνής, ο ευρωπαϊκός, και εγχώριος συσχετισμός είναι δυσμενής ενώ η κοινωνική συνεργασία και «ειρήνη» για την αντιμετώπιση των μεγάλων καπιταλιστικών αντιθέσεων, κατά τη ρητορική τους τα μείζονα « εθνικά ζητήματα»,  είναι διαχειρίσιμα και αποτελούν μία εύκολη υπόθεση. Μία τέτοια όμως θεώρηση  σε διαφοροποιεί ελάχιστα από το αντίπαλο πολιτικό στρατόπεδο: τα κόμματα-καρτέλ δεν έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, αλλά μπορούν να εναλλάσσονται στην εξουσία ικανοποιώντας στο μέτρο του δυνατού τα συμφέροντα του εκάστοτε στελεχικού τους δυναμικού με πελατειακά κριτήρια.  Εν κατακλείδι, θυμίζω ότι η Ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να υπάρχει μόνο ως διακριτό πολιτικό υποκείμενο δρώντας στα πλαίσια του Ιδεολογικού Πολιτικού Μηχανισμού του Κράτους εφόσον και μόνον οργανώνει τη δράση της, με τις αντίστοιχες συγκρούσεις, σε δύο μέτωπα: το καπιταλιστικό σύστημα και το αστικό κράτος μη ξεχνώντας ποτέ ότι αυτό δρα ως ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης για να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του. 
05
07

Η φιλοξενία του κιτς και η ανθρωπιά

Οι φιέστες υποδοχής του, ζεστού μεν λίγου δε, χρήματος στα αεροδρόμια όπου καταφθάνουν οι αλλοδαποί τουρίστες, δεν είναι παρά ένα μικρό δείγμα του σύγχρονου πολιτισμού της ασχημοσύνης: εκείνου που καθορίζεται από την υπαναχώρηση της τέχνης, ως μοχλού ανατροπής, τροφοδοτείται από τη μαζική παραγωγή πολιτισμικών υποπροϊόντων και, κυρίως, αναπαράγει, χαϊδολογώντας, τις πιο αδηφάγες πλευρές του ανθρώπινου όντος. Πέρα από τα ευτράπελα της συγκυρίας (πτήσεις από “απαγορευμένες” χώρες κ.ο.κ.), τα βιολιά και τα λαούτα γίνονταν δωράκι στον πελάτη, προσδίδοντας στην κουλτούρα που εκπροσωπούν έναν χυδαία αγοραίο χαρακτήρα. Η περιβόητη “ελληνική φιλοξενία” έχει ήδη μετατραπεί σε μια υπόθεση στυγνής ανταλλαγής, μια υπόθεση συμφέροντος. Οι “ξένοι με τα φράγκα” αξίζουν τις χορδές και τα όργανα, σε αντιδιαστολή με τους κατατρεγμένους που φτάνουν στα ίδια μέρη, οι οποίοι διώκονται, επαναπροωθούνται ή θαλασσοπνίγονται.
05
07

Νίκος Παρασκευόπουλος: Το θεσμικό πλεονέκτημα της Αριστεράς

Οποιος θέλει να θυμώσει τους μεν, αναφέρεται στην κυβέρνηση των «αρίστων». Οποιος τους δε, στο «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς». Πριν διανοηθούμε συμψηφισμούς, όμως, χρειάζεται να προσέξουμε τα γεγονότα. Το άρθρο δεν ισοπεδώνει, ίσα ίσα προσπαθεί να διακρίνει και να τονίσει μια υπεροχή. Υπάρχει, βέβαια, εδώ η παραλλαγή «θεσμικό» πλεονέκτημα αντί «ηθικού». Σημαντική η διαφορά: Οσα θα αναφερθούν προκύπτουν πάντως από γνωστά γεγονότα, καθόλου απόρρητα ή χρωματισμένα, που είναι δεκτικά απάντησης χωρίς ρευστές ηθικολογίες αλλά με επιχειρήματα. Αν υπάρχουν, βέβαια.
03
07

Όλγα Μπαλαούρα: Ο μεγάλος περίπατος της κρίσης του χώρου

Στην Ελλάδα μάθαμε πως, με την απουσία ενεργητικής ρύθμισης και παράλληλης κοινωνικής πολιτικής που να συνεπικουρεί το σχεδιασμό, τα αποτελέσματα τέτοιων παρεμβάσεων τα αποφασίζει τελικά η αγορά, με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις στο χώρο και τον ίδιο το σχεδιασμό. Μάθαμε όμως και πως, με το να αφήνουμε τους χώρους στην τύχη τους, αργά ή γρήγορα η υποτίμησή τους θα δημιουργήσει ευκαιρίες για απρόβλεπτες κερδοσκοπικές επενδύσεις στο μέλλον. Καθώς η ανταλλακτική αξία του χώρου συνήθως εκτιμάται περισσότερο από την ίδια την αξία της χρήσης, χρειάζονται παρεμβάσεις που να ρυθμίζουν κοινωνικά το χώρο και να δίνουν έμφαση στην αξία της λειτουργίας του. Η βιωσιμότητα της μίξης και της πολυλειτουργικότητας της Αθήνας δεν είναι μόνο στοίχημα για την ενίσχυση της τοπικής ιδιαιτερότητας ως εμπορεύσιμο προϊόν ή ως πολιτισμική αναπαράσταση∙ είναι στοίχημα για μια πόλη που θέλει να είναι παραγωγική. Αυτό απαιτεί μέτρα ενεργητικής δημόσιας πολιτικής που θα απαντούν στις τοπικές ιδιαιτερότητες και οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται στο κέντρο, με την προστασία του εμπορίου και των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Απαιτεί όμως και ρύθμιση των τιμών και αξιών γης για αυτούς που κατοικούν στις περιοχές αυτές. Στα ζητούμενα είναι η έμφαση στην αξία της κατοικίας ως κοινωνικό αγαθό που προστατεύεται, η συντήρηση του κτιριακού αποθέματος, η προσβασιμότητα μέσω ενός αναβαθμισμένου ποιοτικά και σε πλήθος δικτύου Μέσων Μαζικής Μεταφοράς και η αναβάθμιση του αστικού (φωτισμός, πεζοδρόμια, παγκάκια) και κοινωνικού (σχολεία, δημοτικές υπηρεσίες, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας) εξοπλισμού με έργα που θα εξυπηρετούν τη λειτουργία του δημόσιου χώρου για την καθημερινότητα των πολιτών. Ο αντίκτυπος των αστικών παρεμβάσεων στην αύξηση των τιμών της γης, ακόμη και υπό το πρίσμα των καλύτερων προθέσεων, είναι πλέον οικουμενικός. Η απάντηση σε αυτά τα ζητήματα είναι σύνθετη και απαιτεί την κινητοποίηση όχι μόνο των μηχανισμών σχεδιασμού και της διοίκησης αλλά και την εμπλοκή των υποκειμένων που ζουν και δρουν σε περιοχές που επιδέχονται τέτοιου είδους αναπλάσεις. Η πολιτική για το κέντρο της Αθήνας χρειάζεται μια γενναία δημόσια δημοκρατική διαβούλευση και την εμπλοκή της κοινωνίας στην αντιμετώπιση της κρίσης και στην αναδιαμόρφωση του χώρου. Σε αυτό το πλαίσιο η καταγραφή των πρόσφατων μεταλλαγών του κέντρου είναι επείγουσα, όπως επείγουσα είναι και η επικαιροποίηση του θεσμικού εργαλείου που θα εστιάσει στα κρίσιμα σημεία ενδιαφέροντος μιας τέτοιας πολιτικής.
03
07

Η «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς» στις Πανελλαδικές εξετάσεις

Χωρίς τις ρυθμιστικές αρχές της δημοκρατίας, η αγορά θα κατέρρεε λόγω των αυτοματισμών της. Ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός αδιαφορεί για το ότι όσοι έχουν χαμηλή αγοραστική δύναμη αδυνατούν να εξασφαλίσουν αναγκαία για τη ζωή τους αγαθά και υπηρεσίες. Η πρόσφατη πανδημία το ανέδειξε εκ νέου αυτό και, εάν δεν ληφθούν μέτρα προστασίας των δημοσίων αγαθών και ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, θα το αναδείξει και με πιο επώδυνο τρόπο. Να, όμως, που και αυτός ο πόνος τη φτώχεια θα πλήξει περισσότερο. Ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός αδιαφορεί για τους φτωχούς. Αυτή είναι η νέα μορφή ρατσισμού. Αδιαφορεί, όμως, και γι’ αυτό που ο ίδιος παράγει, δηλαδή πολύ υψηλή ανεργία, ανάγκες τις οποίες δεν μπορούν να καλύψουν οι οικονομικώς αδύναμοι και έναν πλανήτη που αργοπεθαίνει χάριν του μεγαλύτερου κέρδους. Ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός, που φιλοτέχνησε και προέβαλλε τον ιδεότυπο του «ορθολογικού» ανθρώπου ως του εγωιστή θηρευτή του ατομικού κέρδους και συμφέροντος, αδυνατεί να κατανοήσει τον δικό του ανορθολογισμό.