Macro

Ο στρατηγικός ρόλος της αυτοοργάνωσης των κινημάτων

Για το: Jean – Louis Laville et José Luis Coraggio, Les gauches du XXIe siècle, un dialogue Nord – Sud, Le Bord de l’Eau, Lormont, 2016

 

Το βιβλίο αυτό, που έχει δημοσιευτεί στα ισπανικά και τα γαλλικά, είναι μια σπάνια έκδοση, όπου συναντιούνται συγγραφείς που έχουν μελετήσει τόσο τις πολιτικές εκφράσεις της Αριστεράς όσο και τις μορφές συγκρότησης και οργάνωσης των κοινωνικών κινημάτων στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική. Οι δυο επιμελητές, που γράφουν την εισαγωγή και τα συμπεράσματα, συναντιούνται σε αυτό τον τόμο για να παρουσιάσουν, ο καθένας από τη δική του γεωγραφική θέση, την ανάγκη να σκύψει η Αριστερά πάνω στη συνύπαρξη πολλαπλών ριζοσπαστισμών, απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, και να δεχθεί ότι οι υπαρκτές μορφές οργάνωσης του κόσμου της εργασίας, πέρα από τον τομέα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, πρέπει να αποτελέσουν ένα προνομιακό πεδίο για την οικοδόμηση της κοινωνικής και πολιτικής βάσης της Αριστεράς. Σε αυτήν την ενδιαφέρουσα έκδοση συμμετέχουν με δικά τους κείμενα οι Boaventura de Sousa Santos, Ernesto Laclau, Carlos Monedero, Hilary Wainwright, Jordi Estivill, και πολλοί άλλοι.

“Eθνικο-λαϊκά” κινήματα

Ο José Luis Coraggio, γνώστης και παραγωγικός μελετητής της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας στη Λατινική Αμερική, παρουσιάζει ως “εθνικο-λαϊκά” κατά κύριο λόγο τα κινήματα τα οποία προσπάθησε να εκφράσει και να καθοδηγήσει η Αριστερά, καταλήγοντας να επηρεαστεί απ’ αυτά και μάλιστα να συμβιβαστεί μαζί τους, αλλά χωρίς να ελπίζει αναγκαστικά σε έναν συνολικό αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο “υπαρχηγός” του Evo Morales στη Βολιβία, ο García Linera, εξηγούσε, το 2006, ότι η οικονομία των οικογενειακών επιχειρήσεων, η κοινοτική οικονομία, έπρεπε να απαλλαγεί από την κυριαρχία του βιομηχανικού τομέα, στο πλαίσιο μιας ριζοσπαστικής αλλαγής των λειτουργιών της κοινωνίας και του κράτους, χωρίς όμως να σημαίνει αυτό ότι, κατά τις δεκαετίες που έρχονται, θα ανοίξει ο δρόμος προς τον σοσιαλισμό.

Η εθνικο-λαϊκή εκδοχή πολιτικής στρατηγικής δεν επιδιώκει μη καπιταλιστικούς συστημικούς μετασχηματισμούς και υποστηρίζει μάλλον την ανάπτυξη εθνικών ρυθμισμένων καπιταλισμών, αποδυναμώνοντας τις κοινότητες και τα κινήματα, χάρη στις οποίες κατακτούν την εξουσία αυτά τα πολιτικά ρεύματα και διατηρώντας τον κυρίαρχο ρόλο του ηγέτη και των υπαρκτών ελίτ. Η προσπάθεια, όπως στη Βενεζουέλα, αλλά και το Εκουαδόρ, να ενισχυθούν οι ενδιάμεσες μορφές οργάνωσης της παραγωγής, αλλά και των τοπικών οικονομιών και πολιτικών συστημάτων, δυσκολεύτηκε να μεταβάλει τον συνολικό συσχετισμό δυνάμεων όπως επεδίωκε. Στο νέο σύνταγμα του Εκουαδόρ αναφερόταν ότι η λαϊκή αλληλέγγυα οικονομία αποτελεί έναν από τους άξονες της συγκρότησης του νέου οικονομικού συστήματος.

Ο κρίσιμος ρόλος του λαϊκού παράγοντα

Ο Coraggio παρουσιάζει μια μεθοδολογία, χωρίς να εγγυάται την επιτυχία της: “σε κάθε αριστερό σχέδιο ρήξης με τον παγκόσμιο καπιταλισμό χρειάζεται να αποτελεί ο λαός ένα πολιτικό υποκείμενο που συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με τον έλεγχο των στρατηγικών και της διαχείρισής τους”. Διαφορετικά, είναι εύκολο για τη Δεξιά, που ελέγχει σημαντικούς παραγωγικούς και χρηματοπιστωτικούς πόρους, καθώς και μέσα ενημέρωσης, να υπονομεύσει την κατάσταση της οικονομίας και των διεθνών σχέσεων και να δυσκολέψει τη ζωή των ανθρώπων. Οι δυνατότητες επομένως μεταβολής των συσχετισμών προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση και οι αποφάσεις και τα μέσα για τον επηρεασμό τους γεννούν τα πλέον κρίσιμα ερωτήματα. Και όλα στρέφονται γύρω από τη δυνατότητα του λαϊκού παράγοντα να αποτελέσει μια ενεργό πολιτική δύναμη, σε μια κατάσταση που απαιτεί ριζοσπαστικές παρεμβάσεις.

Ο Jean-Louis Laville, πολυγραφότατος και αυτός σχετικά με την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία στην Ευρώπη, θυμίζει αρχικά με διεξοδικό τρόπο το πώς η οργάνωση της παραγωγής στη βάση, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αντιμετωπίστηκε εχθρικά από την ανερχόμενη καπιταλιστική οικονομία, αλλά τελικά και από το οργανωμένο εργατικό κίνημα. Η αυτόνομη οργάνωση στη βάση της εργασίας συνυπήρχε εκείνη την εποχή με μορφές οργάνωσης της εκπαίδευσης των εργατών και του πολιτισμού με απεύθυνση στην εργατική τάξη, δραστηριότητες που δεν εξαφανίστηκαν, αλλά περιθωριοποιήθηκαν ή ενσωματώθηκαν στις δραστηριότητες των μεγάλων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Τελικά, κατά τη διάρκεια των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, κατά την ένδοξη τριακονταετία, οι πρωτοβουλίες για την οργάνωση μορφών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας ενσωματώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στο κοινωνικό κράτος, ενώ διατηρήθηκαν ως μορφές “φιλανθρωπίας” όταν πια υπερίσχυσε ο νεοφιλελευθερισμός.

Η “επιστροφή” της αλληλέγγυας οικονομίας

Επισημαίνει, βέβαια, ο Laville ότι κατά τα τελευταία χρόνια ενισχύθηκε με δημόσιες πολιτικές η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία σε τριάντα περίπου χώρες (ώς το 2016). Πρόκειται για εκδοχές θεσμοποίησης διάσπαρτων πρωτοβουλιών, που, όπως γνωρίζουμε από τις δικές μας εμπειρίες, δεν αποτελούν αναγκαστικά προνομιακά πεδία επέκτασης της παραγωγής και της απασχόλησης. Σε κοινωνίες όμως όπου έχει κυριαρχήσει ο νεοφιλελευθερισμός και έχουν ζήσει περιόδους οικονομικής κρίσης, η ενθάρρυνση πρωτοβουλιών από τη βάση της κοινωνίας μπορεί να καλύψει κενά παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών για τα λαϊκά στρώματα, αλλά και να αφήσει ένα πεδίο ελεύθερο για καινοτομίες στον τομέα της δημοκρατικής διαχείρισης παραγωγικών μονάδων. Αλλά, όπως ξέρουμε, στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν έχει πραγματικά υιοθετηθεί η μεθοδολογία που προκύπτει από τις εμπειρίες της Λατινικής Αμερικής, η οποία αποδίδει κορυφαία σημασία στις λαϊκές πρωτοβουλίες στη βάση της κοινωνίας, για την τιθάσευση της καταστροφικής ισχύος των ελίτ που ελέγχουν και αξιοποιούν τον τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας, σε όποια κατάσταση παρακμής κι αν βρίσκεται.

 

Ο Πέτρος Λινάρδος – Ρυλμόν είναι οικονομολόγος

Πηγή: Η Αυγή