ΣΥΡΙΖΑ

Πέρα από τη σοσιαλδημοκρατία

Κείμενο συμβολής στο διάλογο για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ

Η υπέρβαση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών δεν θα αποτελέσει μια εκδίκηση της σοσιαλδημοκρατίας, ενός είδους ιστορική αποκατάσταση. Γιατί, όσο κι αν είναι ιστορικής σημασίας η αριστερή στροφή της σοσιαλδημοκρατίας (όπου συμβαίνει), αυτή η τελευταία ελάχιστα έχει να πει για παγκόσμια προβλήματα που εμφανίστηκαν από τότε που η ίδια έχασε την ιδεολογική μάχη από το νεοφιλελευθερισμό, επειδή ακριβώς ποτέ δεν την έδωσε. Τώρα πλέον έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προβλήματα που γέννησε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και η κλιματική αλλαγή (που και αυτή είναι αποτέλεσμα του παραγωγικού μας μοντέλου). Από τη μια, η γιγάντωση των ανισοτήτων, η απομείωση των δικαιωμάτων, και η συντριβή των εθνικών ταυτοτήτων και, από την άλλη, η επικείμενη κατάρρευση του περιβάλλοντός μας έχουν επιβάλει κατεπείγοντα αιτήματα, τα οποία έχουν σπεύσει να αγκαλιάσουν οι πολιτικές οικογένειες της Αριστεράς, της Ακροδεξιάς, και της Οικολογίας, αντίστοιχα. Σε αυτό το νέο οικονομικό, πολιτισμικό, φυσικό, και πολιτικό περιβάλλον, η Αριστερά καλείται να επιστρατεύσει, εκτός από τις παραδοσιακές εκπροσωπήσεις της, τον ιδεολογικό πλούτο της, και την εμπειρία διακυβέρνησής της, την ικανότητά της να αντλεί από τη σκέψη του πλήθους, να σκέφτεται διαφορετικά, να εξελίσσεται, και να δρα τολμηρά, με το βλέμμα σταθερά προσηλωμένο σε όσα μας κάνουν άξιους να λεγόμαστε άνθρωποι και βαθιά πίστη στην επιτυχία του αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον. Φυσικά, στην προσπάθεια να ηττηθούν οι δυνάμεις της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς απαιτείται συστράτευση της Αριστεράς με την Πράσινη Οικολογία και την αντι-νεοφιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία.

Οι νεοφιλελεύθερες ιδέες, όσο διαχέονται στην καθημερινότητα των ανθρώπων, ταυτίζουν την καλή ζωή με και την επιτυχία με τον καταναλωτισμό και τον πλουτισμό για τους πολίτες, την εκμετάλλευση ευκαιριών και την ιδιωτικοποίηση δημοσίων αγαθών για τους επιχειρηματίες, καθώς και την ανάπτυξη για όλους. Όσο τα πάντα, όμως, είναι μετρήσιμα και συσσωρεύσιμα, θα οδηγούμαστε πάντα στην αύξηση των ανισοτήτων και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Ο απεγκλωβισμός της σκέψης και του φαντασιακού απαιτεί λόγο, ρητορική, αφήγημα επί εναλλακτικών πηγών νοήματος, απαιτεί άλλα πρότυπα στα σχολεία, απαιτεί άλλους δείκτες μέτρησης της αποτελεσματικότητας των πολιτικών, πέρα από το ΑΕΠ. Απαιτεί την τοποθέτηση αφενός της δημιουργικής εργασίας και αφετέρου του ελεύθερου χρόνου στο κέντρο της πολιτικής. Απαιτεί μια ζωή πέρα από τη μιζέρια της συσσώρευσης άχρηστων πραγμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να προστατεύσουμε και τα δημόσια αγαθά από περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις, καθώς και τις καταπατήσεις δασών και ρεμάτων από επιτήδειους και κερδοσκόπους.

Εάν οι πλούσιοι κήρυξαν τον πόλεμο στους εργαζομένους και τους ανέργους, επειδή αποφάσισαν ότι αυτός ο κόσμος δεν μας χωράει όλους και όλες πλέον, καθώς δεν υπάρχει κανένα όριο στην καταστροφή ανθρώπων και κοινωνιών και κανένα όριο στη δημιουργία ανθρώπινων αποβλήτων, τότε να προωθήσουμε το καθολικό εγγυημένο εισόδημα, για να πάψουν οι εργαζόμενοι να εκβιάζονται από τους εργοδότες τους (μισθούς πείνας ή πείνα), και να ενισχύσουμε με όλα τα μέσα τα Κοινά και το συνεταιριστικό μοντέλο παραγωγής, για να γίνει ορατό σε όλους και όλες ότι there is alternative. Αυτός ήταν, άλλωστε, και ο λόγος της διαίρεσης του αριστερού κινήματος σε κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες: η προοπτική χειραφέτησης των εργαζομένων. Ομοίως, στο ποσοστό που οι κερδισμένοι της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης συνεχίζουν να αδιαφορούν για την κλιματική κατάρρευση και να διαλύουν το φυσικό περιβάλλον, τότε δεν έχουμε λόγο, παράλληλα με τις σχετικές απαγορεύσεις, να μην τους επιβάλουμε υψηλή φορολόγηση, προκειμένου μέσω της κρατικής παρέμβασης να προστατεύσουμε τους εργαζομένους και να πραγματοποιήσουμε την ενεργειακή μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέσα στα στενά περιθώρια που έχουμε (2030 μείωση ρύπων κατά 50%, 2050 μείωση κατά 100%).

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, όμως, ανέδειξε και ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης: τις (κατά βάση εθνικές) ταυτότητες. Όσοι και όσες είδαν τις ταυτότητές τους να συντρίβονται από τη δημιουργία υπερεθνικών οργανισμών (όπως η ΕΕ), καθώς και τη συνακόλουθη αποεθνικοποίηση της δημόσιας ζωής, τροφοδότησαν σε κρίσιμο βαθμό ακροδεξιά μορφώματα και μια όλο και πιο αυταρχική Δεξιά που εναγκαλίστηκε τις πολιτικές ταυτότητας, προκειμένου να βρει νέα νομιμοποιητική βάση (αφού ο νεοφιλελευθερισμός δεν έπειθε πλέον, απλώς επιβάλλονταν). Η καθ’ ημάς Αριστερά, που πρωτοστατούσε στις πολιτικές ταυτότητας (ειδικά των μειονοτήτων) βρέθηκε λιποβαρής κατά την κυβερνητική της θητεία και γιατί αγνόησε την ταυτοτική μάχη που έδινε το δεξιό μπλοκ κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.Ο -σωστός, αλλά μονομερής- εναγκαλισμός με τον προοδευτικό κοσμοπολιτισμό αγνοεί τα ταυτοτικά αιτήματα των λαϊκών στρωμάτων, ενώ η παραχώρηση στους συντηρητικούς της δυνατότητας να προσδιορίζουν το περιεχόμενο του πατριωτισμού στρέφει κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας προς το μίσος για τους «άλλους». Η Αριστερά, σταθερά προσηλωμένη στις οικουμενικές ελευθερίες και δικαιώματα και χωρίς να υποκύπτει στο μισαλλόδοξο εθνικισμό, πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα «για ποιο πράγμα μπορεί να είναι περήφανος ένας Έλληνας και μια Ελληνίδα σήμερα»: Για μια δημοκρατία που μας εξασφαλίζει πολιτική συμμετοχή, κοινωνική προστασία, κοινωνικό μισθό, και μόρφωση. Για μια πατρίδα που όλοι και όλες μαζί προστατεύουμε από την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Για μια μεικτή οικονομία που βασίζεται στα κατά τόπους παραγωγικά συμπλέγματα που αυξάνουν την αλληλεπίδραση των τοπικών φορέων, επιχειρήσεων και εργαζομένων, και οικοδομούν συνεργασίες και κοινωνικό κεφάλαιο που συγκροτούν περιέχουσες τοπικές ταυτότητες.

Την περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όμως, αναδείχθηκε και ένα άλλο ζήτημα που αναδομεί το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο: το δημογραφικό/μεταναστευτικό. Τη στιγμή που οι δυτικές κοινωνίες παρακμάζουν δημογραφικά (και λόγω της επισφαλειοποίησης της εργασίας), οι χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου αυξάνουν συνεχώς τον πληθυσμό τους σε συνθήκες εγχώριων καταπιεστικών και εκμεταλλευτικών συνθηκών, με αποτέλεσμα πολλοί και πολλές να αναζητούν τρόπο μετανάστευσης ή πολιτικό άσυλο σε χώρες της Δύσης. Η Αριστερά σωστά έχει πρωτοστατήσει στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των κολασμένων αυτής της γης. Ωστόσο, αυτό δεν κατέστησε δυνατή την ανάσχεση της ανόδου της ξενοφοβίας από πλευράς μεγάλου μέρους των δυτικών κοινωνιών, της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης. Δεν θα καταπολεμηθεί αποτελεσματικά ο φόβος του άλλου, αν η Αριστερά δεν χτυπήσει ρητορικά τη Δεξιά εκεί που πονάει: το μεταναστευτικό δεν είναι πρόβλημα για την οικονομία και τη δημογραφία της ελληνικής κοινωνίας, αλλά λύση. Με 1,3 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, η Ελλάδα πεθαίνει δημογραφικά. Χρειαζόμαστε πολύ περισσότερους μετανάστες από όσους «φιλοξενεί» τώρα η χώρα, και μάλιστα ως ισότιμους πολίτες. Ειδικά, αν αναλογιστεί κανείς ότι η αγροτική οικονομία και ο οικοδομικός κλάδος εξαρτάται απόλυτα από την ύπαρξη ανθρώπινου δυναμικού από άλλες χώρες, τότε γίνεται σαφές ότι η πολιτική της Δεξιάς αντιστρατεύεται τα συμφέροντα της ελληνικής κοινωνίας. Και έτσι πρέπει να τίθεται το ζήτημα, επιθετικά, όχι αμυντικά.

Τέλος, ο νεοφιλελευθερισμός γιγάντωσε και ένα άλλο πρόβλημα: την κρίση αντιπροσώπευσης. Οι πολίτες όλο και περισσότερο δυσπιστούν έναντι των κυβερνήσεων, των πολιτικών, των κομμάτων και των συνδικάτων, καθώς οι μεν συνεχώς σπάνε μονομερώς το συμβόλαιο που «υπογράφουν» με τους εντολείς τους. Αυτός ο λόγος, μαζί με την ψηφιακή επανάσταση και τις δυνατότητες για άμεση, αδιαμεσολάβητη και οριζόντια επικοινωνία που πρόεφερε, έχει καταστήσει τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ανεπαρκείς, αν όχι προβληματικούς. Πλέον το πρόβλημα της αντιπροσώπευσης είναι η ίδια η αντιπροσώπευση. Στο πλαίσιο αυτό, τα αριστερά, οικολογικά, προοδευτικά και δημοκρατικά κόμματα δεν μπορούν να κινητοποιήσουν και να εμπλέξουν τους πολίτες παρά μόνο με τρόπο που θα εξασφαλίζει την άμεση και αδιαμεσολάβητη συμμετοχή τους, για να αποδεσμευθούμε από το διεφθαρμένο πελατειακό σύστημα διοίκησης. Πρόκειται σαφώς για στοιχείο άμεσης δημοκρατίας, όμως η Αριστερά πρέπει να κατανοήσει ότι ζούμε σε νέα εποχή πλέον, όπου η online διασύνδεση που εξασφαλίζουν οι ψηφιακές πλατφόρμες και η πρόσωπο με πρόσωπο ενσώματη διαβούλευση που φέρνουν πρακτικές όπως ο συμμετοχικός προϋπολογισμός είναι προϋποθέσεις για να κινητοποιηθεί η κοινωνία μαζικά, να αποτραπεί η κοινωνική βαρβαρότητα και η κλιματική κατάρρευση.

Αυτά τα τελευταία, όμως, δεν διασφαλίζονται μόνο με τη μέριμνα για κοινωνική και εργασιακή προστασία και ασφάλεια, αλλά με τολμηρές πολιτικές που θα υιοθετηθούν για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα. Και μια τέτοια προσπάθεια δεν μπορεί παρά να στηριχθεί στις νέες γενιές, την επινοητικότητα και την ενέργειά τους, και όχι σε εκλογικούς υπολογισμούς περί του εκλογικού βάρους των απόμαχων της ζωής.

 

Γιαννίκος Αδάμ, Δημοσιογράφος

Θεοδώρου Θανάσης, Κοινωνιολόγος

Κλαυδιανός Δημήτρης, Μουσικός – Εκπαιδευτικός

Κορφιάτης Γιώργος, Μηχανικός Ηλεκτρονικών Υπολογιστών

Μπέλλου Ελένη, Δημοσιογράφος

Παπανικολόπουλος Δημήτρης, Πολιτικός Επιστήμονας

Ρηγοπούλου Κωνσταντίνα, Πολιτικός Επιστήμονας

Ρόγγας Βασίλης, Πολιτικός Επιστήμονας

Πηγή: Η Αυγή