Η συνάντηση του Μίκη Θεοδωράκη με τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου
Ο Θεοδωράκης θα οργανωθεί στην ΕΠΟΝ, τη νεολαία του ΕΑΜ, το 1943 –μόλις δεκαοκτώ χρόνων και ήδη ταγμένος στη μουσική την οποία θα συνεχίσει να σπουδάζει– και πυροδοτημένος από το όραμα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης θα συνδέσει την προσωπική και καλλιτεχνική του μοίρα με τις περιπέτειες και την τραγωδία της ελληνικής Aριστεράς. Θα ζήσει τα Δεκεμβριανά του ‘44, τις απηνείς διώξεις του αυταρχικού κράτους και παρακράτους, την εμφύλια διαμάχη, δηλαδή, όπως εκδηλώθηκε στις μεγάλεις πόλεις και την Αθήνα, θα εκτοπιστεί πρώτα στην Ικαρία κι ύστερα στη Μακρόνησο, απ’ όπου θα μεταφερθεί βαριά τραυματισμένος σε στρατιωτικό νοσοκομείο […]. Όλα αυτά τα χρόνια δεν θα σταματήσει στιγμή να γράφει συμφωνική μουσική και να μελοποιεί έργα, προπολεμικών, κυρίως, ποιητών. Το 1954 θα δώσει εξετάσεις στο ΙΚΥ για μια υποτροφία στο Παρίσι, την οποία και θα κερδίσει […]. Εκεί θα ζήσει πολύ δύσκολες οικονομικά στιγμές, αλλά θα είναι ιδιαίτερα παραγωγικός. Μουσική για μπαλέτο, θέατρο, κινηματογράφο, συμφωνικά έργα, προσωρινό φλερτ με το δωδεκαφθογγισμό. Όμως θα νιώθει σαν ψάρι έξω απ’ τα νερά του. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα, εγκαταλείποντας τη διεθνή καριέρα που ανοιγόταν μπροστά του –το 1959 είχε διακριθεί ως ο καλύτερος νέος συνθέτης της Ευρώπης– εκφράζοντας ανοιχτά τη βαθιά του ανάγκη «να απευθύνεται σε όλο το λαό και όχι στο περιορισμένο κοινό μιας ελίτ».
Θα μελοποιήσει το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου στο Παρίσι το 1958 –δύο χρόνια νωρίτερα από την κυκλοφορία του στην Ελλάδα– για να το τραγουδήσει σε συγκέντρωση με σκοπό τον έρανο για προεκλογική ενίσχυση της ΕΔΑ (το τυχαίο ως μορφή έκφρασης μιας αδήριτης ανάγκης;), χωρίς να είναι ακόμα κατασταλαγμένος για τον χαρακτήρα που θέλει να του προσδώσει. [Έχει όμως ήδη αποφασίσει] να στρέψει την προσοχή του στο λαϊκό τραγούδι με τους δικούς του όρους.
Ο Επιτάφιος θα γίνει ένας συνειδητός πειραματισμός, καθοριστικός για την επιβεβαίωση της ορθότητας της απόφασής του να επιστρέψει. Στέλνει το έργο στον Χατζιδάκι, ο οποίος το ενορχηστρώνει και το ηχογραφεί με την ερμηνεία της Νάνας Μούσχουρη. Θα κάνει αίσθηση αμέσως, όμως το αισθητικό αποτέλεσμα απέχει από τις βαθύτερες προσδοκίες του δημιουργού του. Έτσι θα ηχογραφηθεί ξανά, αυτή τη φορά με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση ως λαϊκού ψάλτη, τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι και λαϊκή ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη. Ένα ποίημα εμβληματικό για την Αριστερά και τα πέτρινα χρόνια της με τις εκατόμβες θυμάτων, ένα μοιρολόι γραμμένο σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο, όπως τα δημοτικά τραγούδια, ο Ερωτόκριτος, οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι και ταυτόχρονα ύμνος για την εργατική τάξη και τους αγώνες της, έγινε με τη σειρά του τραγούδι. Πρόκειται για μια σύζευξη που ανέδειξε το διττό χαρακτήρα του ποιητικού λόγου σε ατμόσφαιρα μουσικής «χαρμολύπης», λιτής, χωρίς περιττά αρμονικά κι ενορχηστρωτικά βάρη, με ρίζες στη βυζαντινή υμνωδία, το δημοτικό και το λαϊκό τραγούδι, αλλά με απρόσμενες για τους λαϊκούς μουσικούς αρμονικές αλλαγές και πτώσεις που τους ενθουσίαζαν και αποκάλυπταν τη βαθιά δυτική μουσική παιδεία του Θεοδωράκη. Οι εξαντλητικές πρόβες μεταβλήθηκαν σε ένα μουσικό πανηγύρι. Ο συνθέτης δίδασκε τον τραγουδιστή λέξη προς λέξη, φράση προς φράση, αναπνοή την αναπνοή –όπως θα κάνει και με όλους τους ερμηνευτές των έργων του– τον τρόπο ερμηνείας που οραματιζόταν. Ο Μπιθικώτσης, που ο Θεοδωράκης τον γνώριζε από τα χρόνια της Μακρονήσου και στην ουσία τον επέβαλε στη δισκογραφική εταιρία Columbia, έχοντας ήδη θητεύσει σε αυθεντικά λαϊκά τραγούδια, θα σφραγίσει με τη φωνή του –το εύρος, τους δραματικούς τόνους, την ποιότητα της χροιάς του, «ξύλινης σαν σήμαντρο»– το ύφος του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Θα αποδειχθεί η ιδανικότερη αντρική φωνή για το θεοδωρακικό μουσικό κόσμο, έχοντας την καθαρότητα και τη δύναμη ακατέργαστης ύλης, που μοιάζει σε κάθε τραγούδι να σμιλεύεται, αναδεικνύοντας απρόσμενα ποικίλματα και ημιτόνια. Γι’ αυτό θα μείνει άρρηκτα δεμένη μαζί του στη συλλογική μνήμη.