Macro

Γιώργος Κυρίτσης: Είμαστε αισιόδοξοι

«Έχουμε κάθε λόγο οι Έλληνες και οι Ελληνίδες να είμαστε πιο αισιόδοξοι για το μέλλον» δήλωσε ο πρωθυπουργός από την Τήνο ανήμερα της Παναγίας και ευλόγως δημιουργήθηκε η απορία σε ποιους ακριβώς αναφέρεται.
 
Μπορεί να αναφέρεται στους μισθωτούς και στους ανθρώπους του μεροκάματου, καθώς οι εφημερίδες, φερ’ ειπείν, γράφουν ότι η κυβέρνηση πρόκειται άμεσα να νομοθετήσει το «δικαίωμα» του εργαζόμενου να εργάζεται 13 ώρες την ημέρα. Το αρχικό σχέδιο, αυτό που προπαγάνδιζε ο αρμόδιος υπουργός Γεωργιάδης, ήταν «το δικαίωμα σε δύο οκτάωρα την ημέρα», μέχρι που κάποιος θυμήθηκε ότι υπάρχει υποχρεωτικό 11ωρο ξεκούρασης. Δεν πειράζει, θα το λύσουμε αυτό σε δεύτερη φάση. Φυσικά, αυτά τα ακούνε στις «γαλέρες» του τουρισμού και γελάνε, διότι είναι αυτονόητα. Κι όταν δεν είναι αυτονόητα, το αφεντικό, ο επιχειρηματίας έχει φίλους που ξέρουν και τα εξηγούν πειστικά.
 
Οι μισθωτοί, λοιπόν, βλέπουμε ότι έχουν λόγους να είναι αισιόδοξοι. Έχουν μάλιστα και πρόσθετο λόγο, αφού η κυβέρνηση φέρνει στη Βουλή και τις συμβάσεις μηδενικών ωρών. Πρόκειται για μια απολύτως απελευθερωτική για τον εργαζόμενο μορφή απασχόλησης, καθώς θα μπορεί το 13ωρό του να το δουλεύει σε όσες δουλειές κανονίζει κάθε μέρα γι’ αυτόν ο εργοδότης του. Καμία ρουτίνα. Καμία μέρα ίδια με την άλλη. Πλήρης ευελιξία. Τρεις ώρες καθαριότητα νοσοκομείου, έξι ώρες αποθήκη σούπερ μάρκετ και δύο διωράκια καθάρισμα δυο πολυκατοικίες και τέρμα. Αύριο πάλι. Αν έχει δουλειά.
 
Από κοντά βέβαια, αισιόδοξοι μπορούν να είναι και οι συνταξιούχοι μας, που πλέον θα μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται, με την περικοπή μικρότερου τμήματος της σύνταξης να λειτουργεί ως κίνητρο. Δυνητικά θα μπορούσε να εκλείψει το θλιβερό θέαμα νέοι άνθρωποι 68 και 70 χρόνων να τεμπελιάζουν στο καφενείο ή να περιφέρονται ασκόπως με τα εγγόνια τους. Και πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα κατάφατσα. Ο συνταξιούχος πρέπει να δουλέψει για να ζήσει, γιατί η σύνταξη τσοντάρει στο νοίκι των παιδιών του και πληρώνει τα Αγγλικά της εγγονής.
 
Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι. Μπορεί να χρειαστεί να δουλεύουμε δύο οκτάωρα κολλητά μέχρι τα 74, μπορεί να επαναφέρουμε την παιδική εργασία, κάποιες ήπιες μορφές δουλείας ίσως, πάντως ένα καρβέλι ψωμί θα υπάρχει στο τραπέζι μας. Δεν θα πεθάνουμε εξ ασιτίας, όπως στην Αφρική.
 
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όμως, δεν αναφερόταν μόνο στον λαουτζίκο. Αναφερόταν και στην πολύπαθη κοινωνική του τάξη, αναφερόταν στην τόσο κατατρεγμένη και φυλακισμένη στα δεσμά των κοινωνικών συμβάσεων του χθες επιχειρηματικότητα. Ναι, είμαστε αισιόδοξοι. Η Ελλάδα είναι Ελντοράντο. Με καινοτόμες λύσεις. Με τον επενδυτή να αποφασίζει ο ίδιος αν η επένδυσή του ανταποκρίνεται στη φέρουσα ικανότητα της περιοχής. Με την κυβέρνηση να μην ασχολείται με τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών. Τουναντίον, χρεώνεις ό,τι γουστάρεις και το κράτος-αρωγός σε επιδοτεί μέσω του κεντροαριστερού θεσμού των pass. Επίσης, στη χώρα μας, επί Μητσοτάκη, το κράτος δεν φυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν. Δεν πρόκειται να παρέμβει μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, δεν θα πει στον άλλον τι θα κάνει στο μαγαζί του ούτε θα επιτρέψει να δηλητηριαστεί η προσωπική σχέση του αφεντικού με τον υπάλληλό του με ελέγχους, συνδικαλισμούς και άλλα τέτοια, που παραπέμπουν στο χθες.
 
Αν δεν είναι αυτά λόγοι αισιοδοξίας, ποιοι είναι;
 
Ταυτόχρονα, επαναφέρουμε αρχές, αξίες και παραδόσεις που είχαν τις τελευταίες δεκαετίες παραμεριστεί μπροστά στη λαίλαπα της Μεταπολίτευσης. Η Ελλάδα του αύριο θα είναι η Ελλάδα του χθες. Η όμορφη Ελλάδα του ’50, που βλέπουμε στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Με την ευπρέπειά της, με τον σεβασμό στο κράτος, με τη χωροφυλακή της πανταχού παρούσα, με τα ήθη της τα αυστηρά τα ελληνοχριστιανικά, με τους χωματόδρομούς της, χωρίς νοσοκομεία και πολυτέλειες, με τη μαμή και το ξεμάτιασμα, με τη φτώχεια της πρώτα και κύρια. Είμαστε αισιόδοξοι ότι θα το καταφέρουμε.
 
Υπάρχουν βέβαια και οι μίζεροι, που δεν μπορούν να διαβάσουν θετικά τη συγκυρία και είναι απαισιόδοξοι. Που είναι προσκολλημένοι σε ένα ανούσιο παρελθόν, όπου ο πολίτης δεν μπορούσε να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα και να καθορίσει ο ίδιος τη ζωή του, να παλέψει, να ματώσει, να μην υπάρχουν αυτονόητα. Θέλουν να επανέλθουν οι εποχές που το κράτος πλήρωνε για την υγεία σου ή φρόντιζε να έχεις δουλειά και στέγη και σε σπούδαζε δωρεάν. Ψαλίδιζε κάθε δυνατότητα να σταθείς στα πόδια σου μόνος σου, να μπεις στον ανταγωνισμό και -ποιος ξέρει;- να τα κονομήσεις. Γιατί, οι άλλοι καλύτεροι είναι;
 
Μπορούν αυτοί οι τύποι να μας δημιουργήσουν πρόβλημα, μπορούν να ραγίσουν το γυαλί της αισιοδοξίας μας; Θα ασχοληθούμε μαζί τους όταν θα είναι σε θέση στην απαισιοδοξία της νόησης να αντιπαρατάξουν την αισιοδοξία της βούλησης.

Γιώργος Κυρίτσης