Χρειάζεται μια καθαρή εξήγηση με τον κόσμο που ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κριτική αποτίμηση που επιχειρεί ο συνεδριακός Απολογισμός είναι χρησιμότατη επεξεργασία. Η εκλαΐκευσή του, όμως, απαιτεί μια ειλικρινή παραδοχή των αδυναμιών, των αστοχιών και των λαθεμένων εκτιμήσεων, που έδιναν όχι μόνο στον κόσμο, αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ μια ανακριβή εικόνα της πραγματικότητας το 2015. Αυτό δεν περιγράφεται αυτό με τη λέξη «αυταπάτη», αλλά με την ανάγκη ολοκληρωμένης στρατηγικής.
Χρειάζεται να απαντηθεί με πειστικό τρόπο το εύλογο ερώτημα αν μια τέτοια παραδοχή, τελικά, μπορεί να σημαίνει όχι μόνο αθέτηση μιας υπόσχεσης, αλλά και εγκατάλειψη του ανέφικτου γα την ώρα στόχου. Ερώτημα που, αν μείνει αναπάντητο, οδηγεί σε μια καταστροφική παραδοχή, ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και όχι η τέχνη να επιμένεις να μετατρέψεις την κατάλληλη στιγμή το αρχικά ανέφικτο σε τελικά εφικτό.
Το κυριότερο, πάντως, και πιο πειστικό επιχείρημα είναι η υπεράσπιση του υπαρκτού έργου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρόκειται για εγχείρημα αντιφατικό προς την παραδοχή λαθών και αδυναμιών. Αντίθετα, μια τέτοια παραδοχή κάνει πιο πειστική την υπεράσπιση της θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, με κριτικό τρόπο και χωρίς αυταρέσκεια. Το απαραίτητο υλικό για την απόκρουση της δόλιας υπονόμευσης ότι τίποτα από αυτά που σας λένε δεν γίνεται, υπάρχει.
Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η έξοδος από τα μνημόνια έγινε με την προσοχή στραμμένη στα πιο ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας, με τη συγκρότηση μιας στοιχειώδους κοινωνικής πολιτικής σε ένα πεδίο λεηλατημένο από την κρίση και το νεοφιλελευθερισμό. Είναι και η αναστήλωση του ΕΣΥ από την κατάσταση φθοράς που είχε οδηγηθεί. Η γενίκευση της ελεύθερης πρόσβασης σ’ αυτό, ακόμα και των μη ασφαλισμένων. Είναι η διάσωση του δημόσιου χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού συστήματος με την ενοποίηση, παρόλα τα προβλήματα που την ακολουθούν.
Τις αναφέρουμε ενδεικτικά και μόνο, από ένα συγκεκριμένο πεδίο, ως πολιτικές επιλογές που μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν μέσα σε μνημονιακές συνθήκες, τις οποίες ακόμα διστάζουν να θίξουν στον πυρήνα τους, αναβάλλοντας διαρκώς τα αντιμεταρρυθμιστικά τους σχέδια. Άλλοι θα μπορούσαν ίσως να κάνουν περισσότερα, αλλά το δόγμα ότι «δεν γίνεται τίποτα», είναι απλώς δόγμα. Το διακινούν για να υπονομεύουν το αίσθημα εμπιστοσύνης στην πολιτική και στον εαυτό μας.
Αυτό το αίσθημα της διπλής εμπιστοσύνης ενισχύεται και με τον προσδιορισμό ενός «ορατού μακροπρόθεσμου στόχου». Δεν είναι μόνο η «συγκολλητική ουσία» σε ένα λεπτομερές και εξειδικευμένο πρόγραμμα. Είναι και η υπογραφή σε μια κοινωνική συμφωνία, η πυξίδα, που ενισχύει το αίσθημα της εμπιστοσύνης των πολιτών μπροστά σε ό,τι μπορεί να την υπονομεύσει, γιατί θα παρεμβληθούν εμπόδια, θα παρουσιαστούν απρόβλεπτες δυσκολίες, θα επιβληθούν άλλες προτεραιότητες. Ο ορατός μακροπρόθεσμος στόχος, το στρατηγικό σχέδιο που εμπεριέχει τα επιμέρους, ενισχύει την εμπιστοσύνη, υπενθυμίζοντας τη δέσμευση που έχει αναληφθεί, τη στιγμή ακριβώς που η πραγματοποίησή της αμφισβητείται.
Η εμπιστοσύνη σε ένα πολιτικό κόμμα, σε μια πολιτική παράταξη χρειάζεται κόπο και για να αποκτηθεί, και για να ανακτηθεί, και για να διατηρηθεί. Όταν επιδιώκεται, όμως, με ειλικρίνεια η καλλιέργειά της, μπορεί να μετατραπεί όχι μόνο σε σύνθημα, αλλά και σε αυτοπεποίθηση. Σε εμπιστοσύνη στη δύναμη όλων μας. Στη δύναμη των πολλών.