Μαρία Καραμεσίνη: Η «επόμενη μέρα» μετά την πανδημία: απειλές και προκλήσεις για τον κόσμο της εργασίας
Κατά τη φάση του lockdown, με το πρόσχημα των έκτακτων συνθηκών η κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε ακόμα περισσότερο καθιστώντας «νόμο» το διευθυντικό δικαίωμα. Έδωσε πλήρη και ανεξέλεγκτη ελευθερία στους εργοδότες να αποφασίζουν μονομερώς για την αναστολή συμβάσεων του προσωπικού και την εκ περιτροπής εργασία (άρα και τη μείωση των αποδοχών) στους πληττόμενους κλάδους, αποκλείοντας ή καταργώντας ακόμα και την υποχρέωση διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και καθιστώντας αδύνατο τον έλεγχο από την Επιθεώρηση Εργασίας. Στην τωρινή φάση επαναλειτουργίας της οικονομίας, συνεχίζει στην ίδια κατεύθυνση χωρίς να βρισκόμαστε σε έκτακτες συνθήκες. Με το νέο μηχανισμό κρατικής επιδότησης της διατήρησης των θέσεων εργασίας «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα που εμφανίζουν πτώση τζίρου τους προηγούμενους μήνες, δηλαδή στη συντριπτική πλειονότητα, οι εργοδότες έχουν πάλι δικαίωμα μονομερούς επιβολής εργασίας μειωμένου χρόνου εργασίας στο προσωπικό τους. Σε περιβάλλον ελεύθερων απολύσεων αυτό ισοδυναμεί με εκβιασμό. Όποιος εργαζόμενος αρνηθεί τη μείωση μισθού, κινδυνεύει να απολυθεί. Αντίθετα, στο γερμανικό μοντέλο η μείωση αποτελεί αντικείμενο υποχρεωτικής διαπραγμάτευσης και συμφωνίας με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στην επιχείρηση, όπως και η κατανομή της μείωσης του χρόνου εργασίας στο προσωπικό.
Εδώ κατά τη γνώμη μου βρίσκεται και η διαφορά της «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑΣ», του «SURE» α λα ελληνικά, από άλλους ανάλογους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς σε χώρες με ακόμα ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα. Η λογική του είναι μνημονιακή και απροκάλυπτα αντι-συνδικαλιστική και αντεργατική. Αγνοεί επιδεικτικά τα συνδικάτα και δίνει στους εργοδότες την απόλυτη εξουσία να επιβάλλουν χωρίς έλεγχο δυσμενείς μεταβολές των όρων εργασίας στους μισθωτούς στο όνομα της προστασίας της απασχόλησης. Στην πράξη εμπεδώνει την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων ως νέα κανονικότητα, για την εξυπηρέτηση του απώτερου στόχου: του ελέγχου της μεταβολής των μισθών, που αναγορεύονται σε καθοριστικό παράγοντα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα στηρίζεται στο χαμηλό εργατικό κόστος.
Οι τάσεις και απειλές της επόμενης μέρας δεν δημιουργούν μόνο ένα εκρηκτικό μείγμα για την ανάπτυξη εστιών κοινωνικής αντίδρασης και αντίστασης. Μειώνοντας τα εισοδήματα και τη ζήτηση, και σε συνδυασμό με την ανεπαρκή στήριξη των επιχειρήσεων, δρουν ανασταλτικά ως προς την ανάσχεση της ύφεσης και την έξοδο της οικονομίας από την κρίση της πανδημίας με τα λιγότερα δυνατά τραύματα.