Η γλυφοσάτη αποτελεί το βαρύ πυροβολικό της Monsanto, καθώς είναι το βασικό συστατικό του πιο κερδοφόρου μη επιλεκτικού ζιζανιοκτόνου της εταιρείας, η οποία έχει αναπτύξει, επίσης, γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, ανθεκτικούς στη δράση του, εξασφαλίζοντας μεγάλα κέρδη τόσο από την πώληση σπόρων όσο και από την πώληση κατάλληλων φυτοφαρμάκων για την καλλιέργειά τους. Η εν λόγω ουσία χρησιμοποιείται ευρέως στη γεωργία, αλλά και για ζιζανιοκτονία σε πάρκα, παιδικές χαρές και δημόσιους χώρους, ενώ η διείσδυσή της σε επεξεργασμένες τροφές και προϊόντα του πρωτογενούς αγροτικού τομέα είναι μεγάλη.
Το 2015 συσσωρευμένα επιστημονικά δεδομένα άρχισαν να τη συνδέουν με την εμφάνιση καρκίνου στον άνθρωπο. Ο Διεθνής Οργανισμός Ερευνών για τον Καρκίνο (IARC) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αναλύοντας τα επιστημονικά δεδομένα από προσβάσιμες στο κοινό έρευνες, ανεξάρτητες και αξιολογημένες από κριτές αντίστοιχου επιστημονικού αντικειμένου και αξίας, κατέταξε τη γλυφοσάτη στις πιθανές καρκινογόνες ουσίες. Αμέσως μετά η πολιτεία της Καλιφόρνιας απαγόρευσε τη χρήση της εντάσσοντάς την επίσης στον κατάλογο των καρκινογόνων, την ώρα που η εταιρεία αντιμετώπισε σειρά μηνύσεων για τις επιπτώσεις της στον ανθρώπινο οργανισμό.