Δανάη Κολτσίδα: «Εμείς ο λαός». Αλλά ποιοι είμαστε «εμείς»;
Οι συμπατριώτες μας που έχουν οργανώσει αλλού τη ζωή τους δεν «καίγονται» να ψηφίσουν για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Ενώ εκείνοι που πράγματι διατηρούν δεσμούς ή και οικονομικά συμφέροντα στη χώρα, πιθανόν θα επιλέξουν να ταξιδέψουν στην Ελλάδα, ώστε να συνδυάσουν την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος και με τη διεκπεραίωση άλλων υποθέσεών τους, τη συνάντηση με τους οικείους τους και ούτω καθεξής.
Όλη λοιπόν η πρόσφατη πρωτοβουλία, δεν είναι παρά ένας τακτικισμός. Που έχει στόχο να προστατέψει επικοινωνιακά την κυβέρνηση – που τόσο είχε επενδύσει στο θέμα αυτό – από τον κίνδυνο ενός φιάσκου. Γι’ αυτό εξάλλου και ο αρμόδιος υπουργός δεν συγκάλεσε τη Διακομματική Επιτροπή που προβλέπει ο νόμος, για να ενημερώσει τα κόμματα για την πορεία των αιτήσεων – και ενδεχομένως να θέσει υπόψη τους τον προβληματισμό του – αλλά επιχείρησε έναν επικοινωνιακό αιφνιδιασμό, σε αντίθεση με ό,τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα.
Μέχρι σήμερα η σχετική συζήτηση είχε πραγματοποιηθεί οργανωμένα και θεσμικά, ιδίως επί της προηγούμενης κυβέρνησης, και μάλιστα σε δύο επίπεδα. Πρώτον, στο πλαίσιο ειδικής επιτροπής που συστήθηκε με νόμο, με τη συμμετοχή επιστημόνων, στελεχών της διοίκησης, εκπροσώπων της Γ.Γ. Απόδημου Ελληνισμού, της Ε.Γ. Ιθαγένειας και του Συνηγόρου του Πολίτη, προερχόμενων από όλο το πολιτικό φάσμα, η οποία κατέληξε σε συγκεκριμένο και τεκμηριωμένο πόρισμα. Και δεύτερον, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης, σε δύο κοινοβουλευτικές θητείες και υπό διαφορετικές κυβερνήσεις. Συνεχίστηκε επίσης και πριν την ψήφιση του ισχύοντος ν. 4648/2019, ο οποίος αποτέλεσε προϊόν συζήτησης και αμοιβαίων συμβιβασμών στο πλαίσιο επάλληλων διακομματικών συναντήσεων και υπερψηφίστηκε από εντυπωσιακά ευρεία πλειοψηφία – σχεδόν ομοφωνία στη Βουλή.
Η τελευταία αυτή πρωτοβουλία, λοιπόν, όχι μόνο αδικεί τους συμπατριώτες μας στο εξωτερικό, τους οποίους εργαλειοποιεί με επικοινωνιακούς σκοπούς. Αλλά αναιρεί το προηγούμενο κεκτημένο συναίνεσης στο θέμα αυτό και δυναμιτίζει τη θεσμική και πολιτική εμπιστοσύνη.
Κυρίως, όμως, υπονομεύει τις προϋποθέσεις και τις βάσεις ενός ουσιαστικού διαλόγου που θα έπρεπε να κάνουμε ως κοινωνία – και μάλιστα στο ορόσημο των 200 χρόνων από την επανάσταση που αποτέλεσε την απαρχή της δημιουργίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Ενός διαλόγου που θα έπρεπε να συμπεριλάβει και ζητήματα γρήγορης και εύκολης απόδοσης ιθαγένειας στους ανθρώπους που ζουν στη χώρα μας και μοιράζονται τις τύχες μας, αλλά και άλλων τρόπων ουσιαστικής συμμετοχής των μεταναστών στην κοινωνική και πολιτική ζωή και πριν την απόδοση ιθαγένειας. Και φυσικά, το θέμα της διαμόρφωσης μιας σοβαρής πολιτικής για τη διασπορά και ουσιαστικών σχέσεων με αυτή.
Ένας τέτοιος διάλογος θα έπρεπε, παραφράζοντας το προοίμιο του αμερικανικού συντάγματος, να ξεκινήσει ως εξής : «Εμείς ο λαός». Αλλά ποιοι είμαστε «εμείς»;