Macro

Αννέτα Καββαδία: Υγεία. Ώστε «όλοι ίδιοι είναι»;

Στην πορεία προς τις εκλογές, μια σειρά από ζητήματα αναδεικνύονται ως επίδικα στον δημόσιο διάλογο και άλλα χάνονται μέσα στον προεκλογικό πυρετό και τις σκοπιμότητες όσων προσπαθούν να ορίσουν την ατζέντα της συζήτησης.
 
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το ζήτημα της Υγείας. Η κυβέρνηση, γνωρίζοντας τις καταστροφικές της επιδόσεις, επιδιώκει όχι μόνο να εκπαραθυρώσει κάθε διάλογο αναφορικά με το θέμα, αλλά έφτασε στο σημείο, με το γνωστό περισσό της θράσος, να υποσχεθεί καλύτερη δημόσια υγεία για την επόμενη τετραετία αν επανεκλεγεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
 
 
Ο ίδιος Μητσοτάκης που από βήματος Βουλής δεν δίστασε να ισχυριστεί ότι δεν έχει σημασία αν υπάρχουν αρκετές ΜΕΘ για τους ασθενείς κόβιντ και ότι θεραπεύονται εξίσου καλά και στα ράντζα στους διαδρόμους των νοσοκομείων όσοι προσβάλλονται από τον ιό. Ο ίδιος Μητσοτάκης που, επί των ημερών του, 37.000 συμπολίτες μας έχασαν τη ζωή τους, εξαιτίας της πανδημίας –αριθμός πολύ μεγαλύτερος από πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, αναλογικά με τον πληθυσμό μας– για να μην αναφερθούμε σε όσους έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία τους (long covid). Ο ίδιος Μητσοτάκης που βέβαια δεν ευθύνεται για την πανδημία, αλλά είναι σίγουρα υπεύθυνος για την ανεπαρκή διαχείρισή της.
 
 
Η κρίση ευκαιρία για λίγους
 
 
Από την αρχή της κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ζήτησε μέτρα προστασίας στις δημόσιες συγκοινωνίες, στους χώρους εργασίας, στα σχολεία, καθώς και προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή στις δομές υγείας. Ζήτησε μέτρα ώστε να προστατευτούν οι ηλικιωμένοι και οι πιο ευάλωτοι, κοινωνικά και οικονομικά. Αντιθέτως, η πολιτική της κυβέρνησης βασίστηκε στην «ατομική ευθύνη». Και όταν καθυστερημένα, και εντελώς υποκριτικά, προσπάθησε να επιδείξει κάποια δράση, βρεθήκαμε μπροστά στις μάσκες-αλεξίπτωτα και στις απευθείας σκανδαλώδεις αναθέσεις εκατομμυρίων ευρώ σε ημέτερους –αναθέσεις που συνεχίστηκαν και μετά, κάνοντας την κρίση ευκαιρία για συγκεκριμένους κύκλους.
 
Δεν ήταν, όμως, μόνο η πανδημία που έδειξε τα όρια της πολιτικής της ΝΔ στον χώρο της υγείας. Ήταν επίσης η εγκατάλειψη των δομών πρωτοβάθμιας υγείας, των ΤΟΜΥ που είχε σχεδιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ και είχε ξεκινήσει την υλοποίηση τους, δομές που έμειναν στα χαρτιά και χωρίς υγειονομικούς επί ΝΔ, με αποτέλεσμα η χώρα μας να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη στις δαπάνες για την πρόληψη. Ήταν η ιδιωτικοποίηση νοσοκομειακών μονάδων, όπως πρόσφατα το Ογκολογικό Παίδων. Ήταν η εξουθένωση των γιατρών, όλα αυτά τα χρόνια, με συνεχείς υπερωρίες, πολλές από αυτές απλήρωτες ή πληρωμένες με υποκριτικά χειροκροτήματα στα μπαλκόνια και χημικά εναντίον τους, όταν έπαιρναν μέρος σε κινητοποιήσεις. Είναι η πρόσφατη εγκύκλιος του υπ. Υγείας, που τελικά κατόπιν των αντιδράσεων αποσύρθηκε αλλά, ούτε λίγο ούτε πολύ, ζητούσε από τους νοσοκομειακούς γιατρούς να κάνουν εφημερίες άλλης ειδικότητας από τη δική τους –δηλαδή θα πήγαινες σε νοσοκομείο για ορθοπεδικό πρόβλημα και θα σε εξέταζε γυναικολόγος! Είναι οι προδιαγεγραμμένες επιλογές–ανακοινώσεις της ΝΔ για το μέλλον, αν επανεκλεγούν. Ο κ. Πλεύρης υπήρξε, άλλωστε, σαφέστατος όταν υποστήριξε ότι πρέπει τα νοσοκομεία να γίνουν Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, αποσιωπώντας τους κινδύνους από μια τέτοια απαράδεκτη επιλογή, αφού μια τέτοια εξέλιξη θα αυξήσει τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες στις υπηρεσίες που παρέχονται μεταξύ των νοσοκομείων της Επικράτειας, ανισότητες που κάπως περιορίζονται από την ενιαία δημόσια διοίκηση των νοσοκομείων –αν και βέβαια πολλά πρέπει να γίνουν στον τομέα αυτό.
 
Πλείστα όσα τα παραδείγματα που καταδεικνύουν την επιλογή της ΝΔ να αφήσει ανοχύρωτο και συνεχώς υπονομευόμενο το ΕΣΥ και τον δημόσιο δωρεάν χαρακτήρα του. Όχι τυχαία, όχι από ανικανότητα, όχι επειδή «δεν γίνεται αλλιώς». Αλλά επειδή, συνειδητά, το κυβερνών κόμμα έχει ως στρατηγικό στόχο την ιδιωτικοποίηση του αγαθού της υγείας, την παράδοση της υγείας των πολιτών σε μεγάλες κλινικές, σε ιατρικά κέντρα, σε ιδιώτες. Αυτό είναι το σχέδιό της και δεν σταμάτησε να το υπηρετεί βήμα-βήμα αυτά τα 4 χρόνια.
 
 
Υπάρχει άλλος δρόμος
 
 
Στον αντίποδα, στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, προβλέπεται η ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα του ΕΣΥ. Υπάρχει η δέσμευση για μηχανισμό αυτόματης και μόνιμης κάλυψης των κενών λόγω συνταξιοδότησης, μονιμοποίηση των συμβασιούχων, 15.000 στοχευμένες προσλήψεις σε βάθος 4ετίας, εισαγωγικός μισθός 2.000 ευρώ καθαρά στους γιατρούς, δέσμη κινήτρων για την προσέλκυση ιατρικού δυναμικού στο ΕΣΥ, με ειδική μέριμνα για τις δυσπρόσιτες/νησιωτικές περιοχές, αλλά και για τις ειδικότητες σε έλλειψη και τα άγονα τμήματα και κλινικές σε όλη τη χώρα. Δέσμευση για ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης στην Πρωτοβάθμια Υγεία και στον θεσμό του οικογενειακού γιατρού, με προτεραιότητα την ενίσχυση των δημόσιων δομών (ΚΥ-ΤΟΜΥ-ΠΙ) και τη συγκρότηση 380 ΤΟΜΥ σε όλη τη χώρα, ενίσχυση των προϋπολογισμών του ΕΣΥ και του ΕΟΠΥΥ, με τελικό στόχο τη σύγκλιση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο στις δημόσιες δαπάνες υγείας (7,5% του ΑΕΠ).
 
Η σύγκριση των προγραμμάτων, αλλά και τα δείγματα γραφής που έδωσαν και τα δύο κόμματα στο διάστημα που κυβέρνησαν, καταδεικνύουν τις τεράστιες διαφορές και καταρρίπτουν, και εδώ, το αφήγημα του «όλοι ίδιοι είναι». Και στο ζήτημα της υγείας, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, η αντιπαράθεση του στρατηγικού σχεδίου, αλλά και των επιμέρους στόχων πρέπει να φτάσει στους πολίτες. Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας. Και καμία ψήφος δεν περισσεύει.

Αννέτα Καββαδία