Εφημερίδα Εποχή

15
10

Κωστής Καρπόζηλος: Στη νέα συνθήκη, ο πολιτικός ριζοσπαστισμός πρέπει να αναζητήσει διεξόδους

Τα κινήματα έχουν να αναμετρηθούν με μια δυσκολία: η ενσώματη παρουσία στο δρόμο είναι υπό αίρεση. Και όχι μόνο αυτό, αλλά συχνά ο δημόσιος χώρος καταλαμβάνεται από αντιδραστικά κινήματα που στρέφονται κατά των υγειονομικών μέτρων προτάσσοντας το δικαίωμα της επιλογής ή διάφορες συνωμοσιολογικές αρλούμπες. Στη νέα αυτή συνθήκη, ο πολιτικός ριζοσπαστισμός πρέπει να αναζητήσει διεξόδους σε μορφές δράσης που ξεφεύγουν από την τυπολογία που κουβαλάμε στο κεφάλι μας. Οι ψηφιακές και αόρατες μορφές συλλογικής διεκδίκησης είναι μία ελπιδοφόρα εξέλιξη. Ας σταματήσουμε να λέμε “πρέπει να εκμεταλλευτούμε την τεχνολογία” λες και είμαστε για πρώτη φορά μπροστά σε έναν υπολογιστή. Ο ψηφιακός κόσμος είναι η πραγματικότητα. Ή είναι και αυτός μια πραγματικότητα. Χιλιάδες έφηβοι στις ΗΠΑ διέλυσαν ψηφιακά μια συγκέντρωση του Τράμπ πολύ πιο αποτελεσματικά από την όποια διαδήλωση. Να είμαστε λοιπόν ανοιχτοί στο ψηφιακό αντάρτικο, στις διεκδικήσεις για τα κοινά, στην ανάδυση μορφών συλλογικής δράσης που μας εκπλήσσουν. Σκέφτομαι αυτό που συνέβη πρόσφατα σε μεγάλους βιομηχανικούς χώρους της βόρειας Ελλάδας με τα δεκάδες κρούσματα του κορονοϊού. Εκτός από την παρέμβαση εκεί που είναι η καρδιά του προβλήματος -δηλαδή το κατά πόσο τηρούνται οι κανόνες υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους εργασίας- δεν θα μπορούσε η Αριστερά να πρωταγωνιστήσει σε έναν δικό της εποπτικό μηχανισμό που να συλλέγει καταγγελίες και αιτήματα, να στέλνει ανθρώπους, να παρέχει τεχνογνωσία δράσης σε αυτήν την εξαιρετικά δύσκολη συνθήκη; Και αυτός ο μηχανισμός δεν θα μπορούσε να είναι και ψηφιακός; Να μετατραπεί δηλαδή σε ένα διαρκές, ανοιχτό και δυναμικό παρατηρητήριο και επιτελείο γύρω από ένα κρίσιμο πεδίο όπου θα κριθεί το ποιος τελικά πληρώνει το κόστος της πανδημίας.
06
10

Μιχάλης Σπουρδαλάκης: Η κατάσταση εξαίρεσης πάει στα άκρα την κυβερνητική πολιτική

Η πανδημία αλλάζει τον κόσμο μας. Η μετα-covid19 εποχή θα είναι μια διαφορετική εποχή. Οι πολιτικές δυνάμεις και τα συστήματα κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης προετοιμάζονται μπροστά σε αυτή την προοπτική. Είναι σαφές ότι οι συντηρητικές δυνάμεις παγκοσμίως, αλλά και στη χώρα μας, εκμεταλλεύονται αυτή την ιδιαίτερη κρίση, και επιλέγουν να βαθύνουν και να επεκτείνουν την «κατάσταση εξαίρεσης». Κατάσταση η οποία συστηματικά υποβαθμίζει τα δικαιώματα, αμφισβητεί έμπρακτα το κοινωνικό, το φιλελεύθερο και το δημοκρατικό κεκτημένο. Ταυτόχρονα, εκχωρούνται πολιτικές ευθύνες σε «ειδικούς», που αυτή τη φορά δεν είναι οικονομολόγοι αλλά γιατροί. Η βιοπολιτική στις δόξες της. Αυτές οι συντηρητικές και όχι σπάνια αντιδραστικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται αριστοτεχνικά την απογοήτευση, την αποστράτευση, την έλλειψη εναλλακτικών κινημάτων, τη –σε μεγάλο βαθμό- απουσία ισχυρών αντίρροπων πολιτικών δυνάμεων. Η «κρίση ως ευκαιρία» -που λέει και το σύνθημα- είναι για εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που δεν «πονάνε» τις υποτελείς τάξεις, που αγνοούν επιδεικτικά την όξυνση της κλιματικής κρίσης, που στέργουν τις ακραίες εκφράσεις και ρατσισμού και σεξισμού. Η «ιστορία» με τη γνωστή της «πονηριά» αναδεικνύει με τον πλέον δραματικό τρόπο την αναγκαιότητα, εκείνου που αποτελούσε στρατηγικό στόχο της θεωρίας της ανανεωτικής ριζοσπαστικής αριστεράς: την συνθετική και χωρίς αναγωγισμούς αντιμετώπισης των ταξικών ανισοτήτων, του σεξισμού και του περιβάλλοντος. Υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ότι η πανδημία συνδέεται με την περιβαλλοντική κρίση, ή ότι αυτή αναδεικνύει τις γυναίκες όχι μόνο ως το αφανές «προλεταριάτο» (νοσοκομεία, εργάτριες στη σίτιση κά) αλλά και τα κατ’ εξοχήν θύματα της αυξημένης οικογενειακής βίας κατά τον εγκλεισμό. Η Αριστερά που έβλεπε αυτούς τους τρεις μεγάλους πυλώνες της ανανέωσης και της προοπτικής του αριστερού κινήματος, που προσβλέπει στο ριζικό, κοινωνικό μετασχηματισμό, θα έπρεπε να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει, διότι παρασυρμένη από το συσχετισμό δύναμης και από οργανωτικές της αδυναμίες, δεν μπορεί να παρέμβει ουσιαστικά. Έτσι, παραμένει σε μια κριτική διαχείρισης ή σε μια κριτική της ανικανότητας όσων εκμεταλλεύονται την κρίση ως τη δική τους ευκαιρία.
02
10

Εντουάρντο Παζ Ράντα: «Σε αυτές τις εκλογές διακυβεύονται οι προοπτικές της Βολιβίας»

Ο Λουίς Άρσε, ο επιτυχημένος υπουργός Οικονομίας της κυβέρνησης του Έβο Μοράλες, στα δεκατρία χρόνια ως υπουργός, κατάφερε να φτάσει την οικονομία της Βολιβίας σε επίπεδα ρεκόρ ανάπτυξης, με μέσο όρο 5% εν μέσω της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της εθνικοποίησης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, της ανάκαμψης των στρατηγικών εταιρειών που ιδιωτικοποιήθηκαν από το νεοφιλελευθερισμό, επίσης της εκβιομηχάνισης, των επενδύσεων σε δρόμους, σχολεία, νοσοκομεία, αθλητισμό και εθνική ολοκλήρωση και της αναδιανομής του πλούτου. Προτείνει την έξοδο από την τρέχουσα κρίση με βάση την ενεργή παρουσία του κράτους στην οικονομία, τις δημόσιες επενδύσεις σε τομείς που δημιουργούν θέσεις εργασίας, την προσωρινή αναστολή του εξωτερικού χρέους και την εκβιομηχάνιση του φυσικού αερίου, του σιδήρου και του λιθίου, των τελευταίων στρατηγικών πόρων μεγάλης διεθνούς σημασίας. Μαζί του είναι ο Νταβίντ Τσοκεουάνκα, που ήταν υπουργός Εξωτερικών του Έβο Μοράλες, και ξεχώρισε για την προώθηση της διπλωματίας των λαών, των δικαιωμάτων των αυτόχθονων πληθυσμών και της Μητέρας Γης στον ΟΗΕ, και την προοδευτική ολοκλήρωση της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής. Ο Λουίς Άρσε είναι ένας σοσιαλιστής, αριστερός οικονομολόγος, αφοσιωμένος στα λαϊκά κινήματα, υπέρμαχος της κυριαρχίας της χώρας απέναντι στις ιμπεριαλιστικές πολιτικές παρέμβασης, και υποστηρίζεται από στρατηγικές συμμαχίες με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της Central Obrera Boliviana, τα αγροτικά και αυτόχθονα κινήματα, τις λαϊκές γυναικείες οργανώσεις σε όλη την χώρα, και τους κατοίκους της υπαίθρου και των πόλεων.
29
09

Δημήτρης Τζανακόπουλος: Το μεγάλο επίδικο της εποχής είναι το πρόσημο που θα πάρει η κοινωνική δυσαρέσκεια

Κόμμα κοινωνικού μετασχηματισμού και όχι κόμμα απλής εναλλαγής στην εξουσία σημαίνει ότι εμείς θέλουμε την κυβέρνηση, αγωνιζόμαστε για την κυβέρνηση και θα ξαναπάρουμε την κυβέρνηση, για να αλλάξουμε την κοινωνία και όχι για να διαχειριστούμε την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Το ίδιο θέλουν ανομολόγητα ή ομολογημένα και οι νεοφιλελεύθεροι. Κάθε μέρα με την πολιτική τους αλλάζουν την κοινωνία. Μειώνουν μισθούς, διαλύουν το κοινωνικό κράτος, διαβρώνουν τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλάζουν τις ιδέες της κοινωνίας για το δημόσιο χώρο, για τα δημόσια αγαθά, αλλάζουν τις κοινωνικές και οικονομικές δομές. Δεν πρέπει να θέλει το ίδιο και η Αριστερά, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση; Να επιχειρήσει να αλλάξει την κοινωνία διά της πολιτικής; Τι θα έπρεπε δηλαδή να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ; Να διαχειριστεί απλώς την καταστροφή του νεοφιλελευθερισμού; Θέλουμε την κυβέρνηση για να αλλάξουμε τις οικονομικές προτεραιότητες, την οργάνωση της παραγωγής και το πλαίσιο εργασίας, να οικοδομήσουμε κοινωνικό κράτος, να διευρύνουμε και όχι να περιορίσουμε τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δικαιώματα και πολλά πολλά άλλα. Εξάλλου πολιτική σημαίνει να μετασχηματίζεις τη συγκυρία, δηλαδή το συσχετισμό δύναμης στη μια ή στην άλλη κατεύθυνση. Άρα νομίζω είπα το αυτονόητο.
23
09

Ένα αριστερό σχέδιο για την οικονομία θα έχει αιχμές, δεν μπορεί να αρέσει σ’ όλους

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής που έχει εφαρμόσει μέχρι στιγμής η ΝΔ είναι ότι στηρίζεται σε εργαλεία που δεν παρέχουν ζεστό χρήμα στην αγορά, αλλά δημιουργούν δάνεια και υποχρεώσεις. Οι αναστολές φόρων και εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, η επιστρεπτέα προκαταβολή, αλλά και άλλα, είναι χρήματα που θα ζητηθούν πίσω από τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Δημιουργούνται έτσι μία νέα γενιά χρεών σε επιχειρήσεις που μόλις είχαν αρχίσει να ανακάμπτουν από την χρηματοπιστωτική κρίση και τα χρόνια των μνημονίων και πλέον αντιμετωπίζουν δυσχέρειες λόγο της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Παράλληλα, από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση κάνει ελάχιστα πράγματα για να στηρίξει το εισόδημα των εργαζομένων, αλλά και τις θέσεις εργασίας. Δημιουργείται έτσι ένα περιβάλλον όπου, από τη μια πλευρά, έχουμε αυτά που περιγράψατε παραπάνω και, από την άλλη, το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται. Άρα, υπονομεύονται οι προοπτικές ανάκαμψης και εντείνονται οι υφεσιακές πιέσεις. Προφανώς μια πολιτική που θα ανακόψει αυτές τις τάσεις στην αγορά, θα πρέπει να έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό την στήριξη των επιχειρήσεων χωρίς να δημιουργεί νέα χρέη, άρα χρήματα που δεν θα έχουν μορφή δανεικών. Παράλληλα, στήριξη του εισοδήματος των εργαζομένων, αναλαμβάνοντας το κράτος το κόστος, αλλά και προστασία των θέσεων εργασίας. (...) Η αριστερά αν θέλει να είναι κοινωνικά χρήσιμη, οφείλει να καταθέσει μια εναλλακτική πρόταση, η οποία θα λαμβάνει υπόψιν ότι ο κόσμος δεν θα είναι ίδιος μετά την επιδημία. Που θα ενσωματώνει προτάσεις για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και την τάχιστη αναστροφή της κλιματικής κρίσης, αλλά δεν θα θεωρεί ότι ένα new green deal και η ψηφιοποίηση της οικονομίας αρκούν για την αντιστροφή της κρίσης. Ένα σχέδιο που θα έχει συγκεκριμένα μέτρα για τη μείωση των ανισοτήτων όλων των ειδών, εισοδήματος, πλούτου, κλπ. Και ένα τέτοιο σχέδιο έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό: Πρέπει να έχει αιχμές, δεν μπορεί να αρέσει σε όλους. Ένα τέτοιο σχέδιο πρέπει να θέτει σαφείς προτεραιότητες, να μιλάει για παράδειγμα και για το φορολογικό σύστημα που θέλουμε. Και η αριστερή απάντηση στην κρίση δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να είναι οι οριζόντιες φοροελαφρύνσεις ή ότι θα πληρώνει φόρους μόνο το πλουσιότερο 1%. Η αριστερή απάντηση στην κρίση δεν μπορεί παρά να προτάσσει το ότι η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη, αλλά προϋπόθεσή της. Αυτό όμως σημαίνει ότι ένα τέτοιο σχέδιο οφείλει, τη στιγμή που θα καταρτίζεται, να γίνεται και ηγεμονικό στην κοινωνία, γιατί αλλιώς θα είναι ανεφάρμοστο. Και αυτό απαιτεί πολύ σκληρή δουλεία. Η αριστερά πρέπει να μελετήσει ποια κομμάτια του αφηγήματός της είναι αντιδημοφιλή, όχι για να τα αποσιωπήσει, αλλά αντιθέτως για να τα ζυμώσει στον κόσμο, να τα καταστήσει ηγεμονικά. Με το λόγο της, την πρακτική της, με αντιπαραδείγματα. Έτσι θα μπορέσει να μια τέτοια πρόταση όχι απλά να καταρτιστεί, αλλά και να εφαρμοστεί.
19
09

Γιώργος Πλειός: Τα ριάλιτι ως (μη) πραγματικότητα #1

Σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να εκφραζόμαστε όλοι, ελεύθερα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν μας βάζει κανείς φρένο. Αυτή λοιπόν η κρίση που υπάρχει και στις κοινωνικές μας σχέσεις, απέναντι στους θεσμούς, οδηγεί τους ανθρώπους προς τα πίσω. Έτσι, υιοθετούνται τέτοιες, ας πούμε, αρχαϊκές αντιλήψεις και για τα φύλα, τις ηλικίες…. Και δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχει επικοινωνία τέτοιων αντιλήψεων με τους ακροδεξιούς οι οποίοι θεωρούν ότι πρέπει η γυναίκα να κάθεται στο σπίτι. (...) Για να καταλάβουμε την τηλεόραση πρέπει να βγούμε έξω από αυτή και να δούμε την κοινωνία, τις οικογένειες, τα σχολεία, τους χώρους εργασίας. Ο κόσμος δεν αντιδρά γιατί έχει δεχτεί σωρεία τέτοιων περιστατικών, δεν πιστεύει ότι είναι εύκολο να αλλάξουμε γιατί κανείς δεν προσπάθησε σοβαρά να αλλάξουμε. (...) Ουσιαστικά εκεί κατατείνει ο σεξισμός και ο ρατσισμός. Στην ανισότητα των δικαιωμάτων. Υπάρχει μια οπισθοδρόμηση. Ο σεξισμός και ο ρατσισμός είναι ιδεολογικά όπλα που νομιμοποιούν και δικαιολογούν την εκμετάλλευση. Έχει να κάνει με την ισορροπία του κοινωνικού συστήματος. Δεν υπάρχει όραμα και γι’ αυτό προσπαθούμε να κρατηθούμε από κάτι που στο παρελθόν έδινε νόημα στη ζωή μας.
16
09

Μποαβεντούρα Ντε Σόουζα Σάντος: Για μια μετα-καπιταλιστική, μετα-αποικιοκρατική και μετα-πατριαρχική κοινωνία

Oι συνέπειες της τρέχουσας κρίσης εξαρτώνται βασικά από την πολιτική. Η πολιτική θα αποφασίσει εάν θα μάθουμε ή όχι από τα μαθήματα που η πανδημία προσπαθεί να μας διδάξει. Έτσι, η πολιτική έχει και πάλι σημασία, και έχει τεράστια σημασία. Ένα σενάριο που μπορούμε να σκεφτούμε είναι ότι τίποτα δεν αλλάζει. Είναι μια αφήγηση που λέει ότι η πανδημία έχει ήδη λυθεί, τα εμβόλια υπάρχουν, και όλα θα επανέλθουν στο φυσιολογικό. Φυσικά, το λεγόμενο φυσιολογικό είναι μια κόλαση για την πλειονότητα του πληθυσμού στον κόσμο. Αυτή θα είναι η ηγεμονική αφήγηση. Το πρόβλημα είναι ότι οι χώρες καθίστανται περισσότερο χρεωμένες προκειμένου να ανταποκριθούν στην πανδημία. Εάν δεν υπάρχουν μέτρα, για παράδειγμα, στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, τότε οι λαοί αυτών των χωρών πρέπει να πληρώσουν αυτά τα χρέη. Προκειμένου να τα πληρώσουν, οι κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να κάνουν ότι έκαναν τα τελευταία 30 χρόνια: περικοπές στις κοινωνικές υπηρεσίες, στις δημόσιες υπηρεσίες, στην πρόνοια. Αλλά το έκαναν όλο αυτό, και πολλές χώρες αντιμετώπισαν ήδη μεγάλες κοινωνικές διαμαρτυρίες, από τη Χιλή έως την Κολομβία, την Τυνησία, το Λίβανο, κλπ. Με δεδομένο αυτές τις συγκρούσεις, μπορούν τα κράτη να συνεχίζουν να εφαρμόζουν την ίδια νεοφιλελεύθερη συνταγή; Δεν το νομίζω. Αν το κάνουν, πρέπει να είναι όλο και πιο καταπιεστικά. Θα διατηρηθεί η δημοκρατία; Πιστεύω ότι η δημοκρατία θα υποστεί μια θανατηφόρα κρίση. Έχω γράψει ότι οι δημοκρατίες διατρέχουν τον κίνδυνο να πεθάνουν δημοκρατικά εκλέγοντας αντιδημοκράτες στις κύριες θέσεις. Ο Τραμπ και ο Μπολσονάρο είναι αντιδημοκράτες, δεσποτικοί πολιτικοί με δημοκρατικές μεταμφιέσεις. Εάν συνεχίσουμε να εκλέγουμε αυτούς τους τύπους ανθρώπων, οι δημοκρατίες θα πεθάνουν. Πιστεύω ότι στο μέλλον, αν τίποτα δεν αλλάξει, η καταστολή θα είναι όλο και πιο έντονη, και δεν νομίζω ότι θα περιοριστεί εντός του δημοκρατικού πλαισίου. Πιθανότατα θα εισέλθουμε σε μια περίοδο υβριδικών καθεστώτων με στοιχεία δημοκρατικής ζωής και δικτατορίας μαζί. Αυτή είναι η ιδέα ενός σεναρίου στο οποίο ο νεοφιλελευθερισμός θα συνεχιστεί, αλλά θα γίνεται όλο και λιγότερο συμβατός με τη δημοκρατία.
15
09

Χάρις Ματσούκα: Σαφώς υπάρχει ευθύνη της κυβέρνησης για την έξαρση

Εξαρχής υπάρχει η πρόθεση από την κυβέρνηση να μοιραστεί η πίτα και στον ιδιωτικό τομέα. Από την αρχή της πανδημίας θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί δομές με μεγάλη δυναμική ελέγχων, με συμφέροντες για το ελληνικό δημόσιο όρους. Δεν έγινε αυτό. Αντίθετα. Με το ΕΚΕΑ έκανε σύμβαση για 1.000 ελέγχους την ημέρα, δηλαδή 30.000 το μήνα, ενώ η δυναμική του είναι τριπλάσια, από 2.400 έως 3.500 την ημέρα, με βάση τον μοριακό αναλυτή που έχουν. Ωστόσο, τα αντιδραστήρια που πήρε ήταν για 1.000 δείγματα την ημέρα και δεν φρόντισε να πάρει παραπάνω. Σαφώς υπάρχει μια γενικότερη στενότητα διάθεσης αφού οι εταιρείες που τα παράγουν προμηθεύουν όλο τον κόσμο, αλλά η ελληνική πολιτεία θα μπορούσε να πιέσει για να πάρει περισσότερα, ειδικά αν κατηύθυνε εκεί τα περισσότερα δείγματα, ώστε να εξασφάλιζε και καλύτερη τιμή. Επέλεξε να μην το κάνει, για λόγους που πια φαίνονται περίτρανα από όταν έδειξε αδυναμία το ΕΚΕΑ να εξυπηρετήσει. Είμαι περίεργη να δω τώρα που το ΕΚΕΑ επαναλειτουργεί, εάν τα νοσοκομεία που είχαν δωρεάν συνεργασία με το Κέντρο θα επανέλθουν ή θα συνεχίσουν στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω καθυστερεί περισσότερο. Από την εμπειρία μου στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα, το ΕΚΕΑ στέλνει μέσα στο επόμενο τρίωρο ηλεκτρονικά τις απαντήσεις, ενώ τα ιδιωτικά εργαστήρια κάνουν δύο τουλάχιστον εργάσιμες μέρες. (...) Υπάρχει στην κοινωνία μια αμφισβήτηση –και δεν αναφέρομαι στους συνωμοσιολόγους και αρνητές της πανδημίας- εξαιτίας της αντιφατικής πολιτικής της κυβέρνησης. Όταν ο πολίτης βλέπει ότι στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς κρατούνται κενές θέσεις, για να μην κάθεται ο ένας δίπλα στον άλλον και ταυτόχρονα επιβάτες κρέμονται σαν τα τσαμπιά από τους διαδρόμους, θα αναπτύξει δυσπιστία στα μέτρα που παίρνονται. Ομοίως, όταν πέφτει ξύλο στις πλατείες της Κυψέλης και της Αγίας Παρασκευής και όχι στην Ομόνοια ή όταν τη μια ορίζεται υποχρεωτική η μάσκα και την άλλη όχι, με αντιφατικές δηλώσεις, τότε κλονίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών που αντιλαμβάνεται τα μέτρα προστασίας ως επικοινωνιακή διαδικασία.
15
09

Δημήτρης Σερεμέτης: «Εάν δεν υπάρξει δημιουργικό κλίμα, δεν θα ξεμπλοκάρουν τα πράγματα»

Ένα στοιχείο που πρέπει να εντοπίσουμε: η ηγεσία αυτών των μεγάλων θεσμών – οργανισμών που δρουν στην ΕΕ, βγαίνει από την απόλυτη δογματική προσήλωση στη λιτότητα. Κλονίζεται επιτέλους εκείνη η δαιμονική θεωρία ότι η λιτότητα προετοιμάζει την ανάπτυξη. Νομίζω ότι άρχισε και κάτι θετικό θα βγει από αυτό το πράγμα. Τώρα αν αυτό αρκεί για να ελπίσουμε ότι θα καλυφθούν οι ανάγκες της ευρωπαϊκής κοινωνίας είναι μεγάλο ερώτημα. Δεν είναι μόνο οι επιπτώσεις από την πανδημία. Η όξυνση του μεταναστευτικού, η άνοδος της ακροδεξιάς σε μεγάλες χώρες της Ευρώπης, η επάνοδος του νεοσυντηρητισμού, αποτελούν διαστάσεις του ευρωπαϊκού προβλήματος που περιπλέκουν τη διαδρομή προς την ευρωπαϊκή ανάκαμψη. Πώς να είναι, λοιπόν, κανείς αισιόδοξος; Δεν είναι η εποχή κατάλληλη για να δημιουργηθεί μια νέα ευρωπαϊκή αντίληψη που να εγγυάται έναν ανοικτό και δημιουργικό ορίζοντα. Ο Ντράγκι υποστήριζε, εντούτοις, ότι σήμερα υπάρχουν όμοιες συνθήκες – και ανάγκες – μ’ αυτές μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και απαιτούν παρόμοια μέτρα, πρόγραμμα συνολικής ανάπτυξης κτλ. Ναι, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζονται και οι αντίστοιχες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αυτές υπήρχαν, είχαν ήδη διαμορφωθεί μέσα από την πατριωτική, την αντιστασιακή και αντιναζιστική δράση. Τώρα, ποιες δυνάμεις θα ανοίξουν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες αυτόν τον δρόμο; Είναι τιμητικό για τον Ντράγκι που ανοίγει αυτήν τη συζήτηση, αλλά σε ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις θα στηριχθεί η υλοποίηση; Απ’ όλους τους τωρινούς ευρωπαίους ηγέτες, αυτός που δείχνει ικανός να αντιληφθεί κάποιες απ’ αυτές τις πτυχές του προβλήματος είναι ίσως μόνον η κ. Μέρκελ. Αλλά είναι απερχόμενη. Όπως και μειοψηφία, ως και στο κόμμα της …
12
09

Τζον Χόλογουεϊ: «Ο φόβος που προκαλούν οι κυβερνώμενοι στους κυβερνώντες δεν πρέπει να υποτιμάται»

Πιστεύω ότι η εξάρτηση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής από την επέκταση του χρέους αυξάνεται σε τεράστιο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι ο καπιταλισμός θα είναι όλο και πιο εύθραυστος, ασταθής, και βίαιος. Θα συνεχίσει να παγιδεύεται σε αυτό που αποκαλούν «διαρκή οικονομική στασιμότητα», με χαμηλή ανάπτυξη. Αυτό σημαίνει εντατικοποίηση του ανταγωνισμού και των συγκρούσεων μεταξύ των κρατών, με την πιθανότητα να επωάζεται στο παρασκήνιο ένας μεγάλος πόλεμος. Φανταστείτε μια κατάσταση χίλιες φορές χειρότερη από αυτήν της δεκαετίας του 1930, με την ελπίδα να κάνετε λάθος. Το κεφάλαιο δυσκολεύεται να διαχειριστεί την κρίση επειδή είναι παγιδευμένο. Η επέκταση του χρέους σημαίνει ότι η συσσώρευση κεφαλαίου είναι  ολοένα και πιο πλασματική, και βασίζεται όλο και περισσότερο στην πρόβλεψη υπεραξίας που δεν έχει παραχθεί. Η βασική αποτυχία του κεφαλαίου ως συστήματος κυριαρχίας είναι ότι δεν καταφέρνει να μας εκμεταλλευτεί επαρκώς για να εξασφαλίσει τη δική του αναπαραγωγή. Για να επιλύσει την κρίση του πρέπει να μας αντιμετωπίσει πολύ πιο άγρια, αλλά φοβάται ότι θα χάσει.