Το ζήτημα της διεύρυνσης της επιρροής ενός κόμματος, μιας κυβέρνησης, η καλλιέργεια πιθανών μελλοντικών συμμαχιών κ.τ.λ δεν υπήρξε ποτέ ζήτημα «πολιτικής τοπογραφίας», όπως φαίνεται να θεωρούν πολιτικές δυνάμεις παραδοσιακά. Θα ήταν κρίμα να το πιστεύει αυτό —έχει δώσει αφορμές— ένα κόμμα της ανανεωτικής αριστεράς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, όταν έχει κάνει το μείζον θεσμικό βήμα που είναι η θέσπιση της απλής αναλογικής, δηλαδή διασφαλίσει τα συμμαχικά σχήματα, ως άποψή του. Ασφαλώς, βρήκε αυτιά κλειστά και έτοιμες επιλογές, ποιος δεν το βλέπει αυτό; Όμως αν ελέγχεται σε κάτι είναι το κατά πόσον με υπομονή και ευελιξία εργάστηκε, αποφεύγοντας τον άγονο μανιχαϊσμό, την αχρείαστη πόλωση και αντιπαράθεση, την φροντίδα να ηγεμονεύσει η ποιότητα στην επικοινωνιακή του πολιτική, η επιχειρηματολογημένη πειστικότητά της.
Ακόμα είναι απαραίτητες οι προσπάθειες επαφής με τους διανοούμενους, επιστήμονες, καλλιτέχνες και ακτιβιστές, που, κάνοντας αποδεκτή την ενδεχόμενη κριτική τους, να γονιμοποιείτε η πολιτική του κόμματος και της κυβέρνησης με αυτήν. Πρόκειται για μια αντίληψη ηγεμονίας που δεν χρειάζεται, αλλά παρακάμπτει το σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί», διότι αυτό δεν εκφράζει την εμβέλεια, το εύρος της πολιτικής μας. Όπως είπε ο σύντροφος Άλκης Ρήγος στην ΚΕ ένα τέτοιο σχήμα δεν θα χωρούσε ασφαλώς τις εξελίξεις, τις τοποθετήσεις και τις ανακατατάξεις για το Μακεδονικό.