Η ιδεολογία ως γλώσσα
Η υποδοχή στα ελληνικά ενός έργου του Τέοντορ Αντόρνο έχει πάντα κάτι το αναζωογονητικό: σπανίζει στη φιλοσοφική γραμματεία που διαθέτουμε στα καθ’ ημάς (τη μεταφρασμένη και πολύ περισσότερο την πρωτότυπη) αυτός ο συνδυασμός αυστηρότητας και ανεμελιάς, όπου η περίφημη «εργασία της έννοιας» έρχεται και σμίγει, σαν να ήταν αιώνιο και μόνο προσωρινά χωρισμένο ζευγάρι, με τη φρεσκάδα μιας αστραπιαίας κοινωνιολογικής ματιάς που δεν διστάζει να αναγάγει, για παράδειγμα, τις πιο αφηρημένες εκφράσεις της νόησης στις «αγροτικές συνθήκες» ή στην «απλή εμπορευματική οικονομία» – όπως κάνει η Αργκό της αυθεντικότητας για τα πιο φτηνά από τα σύγχρονα «αποβράσματα του ρομαντισμού» τα οποία συνθέτουν ό,τι ο Αντόρνο ονομάζει εν έτει 1964 «γερμανική ιδεολογία». Ο κακόηχος χαρακτηρισμός «μπάσταρδος» θα ήταν ίσως ο πιο ταιριαστός και τιμητικός για τον τύπο σκέψης και γραφής που διακονεί με συνέπεια η αντορνική κριτική θεωρία, αναμφίβολα η πιο καθαρόαιμη μορφή φιλοσοφικού μοντερνισμού που έχει εμφανιστεί μέχρι σήμερα: μορφή που αδιάκοπα υπονομεύει την ταυτότητά της, μπολιάζοντας τις αναπόφευκτα νεκρωτικές έννοιές της με τη ζωή του πνεύματος, ενώ την ίδια στιγμή χαλιναγωγεί αμείλικτα αυτή την τελευταία για να μην εκπέσει στην ψευδή αμεσότητα.