Γιώργος Καράμπελας

02
10

Διαλεκτικές εικόνες και οφθαλμαπάτες

ΤΖΟΡΤΖΙΟ ΑΓΚΑΜΠΕΝ. Μέσα χωρίς σκοπό Σημειώσεις για την πολιτική & Τι είναι μια διάταξη. Μετάφραση: Αθηνά Παπαναγιώτου-Θάνος Ζαρταλούδης. Νήσος, 2020. Σελ. 148 Αν υποθέσουμε ότι έχει κάποια αξία η απονομή παράσημων στο πεδίο του στοχασμού, ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν θα έθετε ισχυρή υποψηφιότητα για τον χαρακτηρισμό του σημαντικότερου εν ζωή φιλοσόφου: έχοντας ανδρωθεί στο μεγάλο κίνημα της ιταλικής Αυτονομίας τη δεκαετία του 1970, αλλά μπολιάζοντας με μια ανυποχώρητη «μεταφυσική» ματιά τον ετερόδοξο μαρξισμό αυτού του κινήματος, κατέληξε στην ωριμότητά του, τη δεκαετία του 1990, να οργανώσει τη σκέψη του σε ένα γιγάντιο οικοδόμημα που, είκοσι χρόνια και τουλάχιστον δέκα βιβλία αργότερα, υπό τον γενικό τίτλο Homo Sacer, αποτελεί, αν όχι το κορυφαίο, πάντως ένα απαράμιλλο φιλοσοφικό επίτευγμα της εποχής μας. Ταυτόχρονα, τα χρόνια της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης γύρω στο 2010 και, πολύ πιο πρόσφατα, τις μέρες της φετινής πανδημίας, ο Αγκάμπεν είδε το απατηλό φως της μαζικής δημοσιότητας να λούζει τις αμφιλεγόμενες επικαιρικές πολιτικές του τοποθετήσεις, πότε αναφορικά με το ιδεώδες μιας «λατινικής αυτοκρατορίας του Νότου» ως αντίπαλου δέους ενάντια στον νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό Βορρά, και πότε αναφορικά με τη νόσο COVID-19 ως όπλο των κρατούντων για τη βιοπολιτική καθυπόταξη των λαών. Τα κείμενα του μικρού τόμου Μέσα χωρίς σκοπό, γραμμένα ως επί το πλείστον την εποχή που γεννιόταν το σχέδιο του Homo Sacer, σκιαγραφούν κάτι σαν μικρή γενεαλογία ενός πνεύματος που γονιμοποίησε όσο κανένα τη σύγχρονη πολιτική σκέψη, προτείνοντας ή αναδιατυπώνοντας έννοιες όπως ο homo sacer, η γυμνή ζωή, η κατάσταση εξαίρεσης, η μορφή-ζωής, η χειρονομία, το στρατόπεδο, η αστυνομία, οι οποίες ανταποκρίνονται ιδανικά στις προδιαγραφές αυτού που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (βασική πηγή έμπνευσης του Αγκάμπεν, μαζί με τον Χάιντεγκερ, την Αρεντ, τον Φουκό, τον Ντεμπόρ, τον Ντελέζ, αλλά και τον Κάφκα), ονόμαζε «διαλεκτική εικόνα»: κατασκευές στο μεταίχμιο διαχωρισμένων τομέων του νοητού, των οποίων η αντιστικτική σύνθεση, ένα απαιτητικό διανοητικό μοντάζ αλλοτριωμένων και συχνά απωθημένων στοιχείων, φέρνει αναπάντεχα στην επιφάνεια βαθύτερες όψεις του πραγματικού – με τους όρους του Αγκάμπεν, αποκαλύπτει μια «ουσία» ή ένα έμβιο ον που ασφυκτιά μέσα σε επιβεβλημένες «διατάξεις», αλλά απελευθερώνεται από την εργασία ενός «υποκειμένου» το οποίο προκύπτει ακριβώς από την «αναμέτρηση» ουσιών και διατάξεων (σελ. 138).
28
02

Η ιδεολογία ως γλώσσα

Η υποδοχή στα ελληνικά ενός έργου του Τέοντορ Αντόρνο έχει πάντα κάτι το αναζωογονητικό: σπανίζει στη φιλοσοφική γραμματεία που διαθέτουμε στα καθ’ ημάς (τη μεταφρασμένη και πολύ περισσότερο την πρωτότυπη) αυτός ο συνδυασμός αυστηρότητας και ανεμελιάς, όπου η περίφημη «εργασία της έννοιας» έρχεται και σμίγει, σαν να ήταν αιώνιο και μόνο προσωρινά χωρισμένο ζευγάρι, με τη φρεσκάδα μιας αστραπιαίας κοινωνιολογικής ματιάς που δεν διστάζει να αναγάγει, για παράδειγμα, τις πιο αφηρημένες εκφράσεις της νόησης στις «αγροτικές συνθήκες» ή στην «απλή εμπορευματική οικονομία» – όπως κάνει η Αργκό της αυθεντικότητας για τα πιο φτηνά από τα σύγχρονα «αποβράσματα του ρομαντισμού» τα οποία συνθέτουν ό,τι ο Αντόρνο ονομάζει εν έτει 1964 «γερμανική ιδεολογία». Ο κακόηχος χαρακτηρισμός «μπάσταρδος» θα ήταν ίσως ο πιο ταιριαστός και τιμητικός για τον τύπο σκέψης και γραφής που διακονεί με συνέπεια η αντορνική κριτική θεωρία, αναμφίβολα η πιο καθαρόαιμη μορφή φιλοσοφικού μοντερνισμού που έχει εμφανιστεί μέχρι σήμερα: μορφή που αδιάκοπα υπονομεύει την ταυτότητά της, μπολιάζοντας τις αναπόφευκτα νεκρωτικές έννοιές της με τη ζωή του πνεύματος, ενώ την ίδια στιγμή χαλιναγωγεί αμείλικτα αυτή την τελευταία για να μην εκπέσει στην ψευδή αμεσότητα.
09
09

Σημειώσεις για την κατάργηση της τέχνης

Οπως ξέρουμε, σε αυτή τη μεγάλη τάση της εποχής της τεχνικής αναπαραγωγιμότητας των έργων τέχνης, ο Μπένγιαμιν είχε αντιπαραθέσει, από τη σκοπιά του «κομμουνισμού» την «πολιτικοποίηση της τέχνης». Και το ίδιο φαίνεται να κάνει και ο Ρανσιέρ, αφήνοντας να διαφανεί μέσα από τις γραμμές μία τουλάχιστον εκδοχή ή κατεύθυνση, η πιο ριζοσπαστική, αυτής της αντίρροπης εξωαισθητικής διαδικασίας: η κατάργηση της ίδιας της τέχνης, της οποίας η τελετουργική, λατρευτική και θρησκευτική καταγωγή παραμένει ζωντανή σαν «αύρα» που ρίχνει τον ιδεολογικό πέπλο της και συγκαλύπτει αμετάκλητα όλη τη συγκρουσιακή πραγματικότητα.