Macro

Μαζική κουλτούρα ή λαϊκός μοντερνισμός;

Το αργότερο από την εποχή των αναλύσεων της πρώτης γενιάς της Σχολής της Φρανκφούρτης για την πολιτιστική βιομηχανία, η αντιπαράθεση υψηλής τέχνης και μαζικής κουλτούρας καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις αισθητικές και πολιτικές στάσεις στον ύστερο καπιταλισμό: υπέρ της υψηλής τέχνης τάσσεται μια διανοητική ελίτ ριζοσπαστών ή/και παραδοσιοκρατών που επιθυμούν να αποκοπούν επωφελώς από το καλλιτεχνικό παρόν μας, ενώ υπέρ της μαζικής κουλτούρας μια φιλολαϊκή/λαϊκιστική ορθοδοξία που, μέσω της αποδοχής ενός εξωγενούς τετελεσμένου στα πολιτιστικά πράγματα, επιδιώκει να εξασφαλίσει τη συνεχιζόμενη συμμετοχή/συνενοχή των μαζών σε αυτά.

Θεωρητικοί όπως ο Φρέντρικ Τζέιμσον και ο, εκ των μαθητών του, Μαρκ Φίσερ προσπάθησαν κατά καιρούς να μεσολαβήσουν διαλεκτικά στο δίλημμα, μέσω ενός κριτικού μεταμοντερνισμού, ενός ύστερου μοντερνισμού ή, όπως εισηγείται ο Φίσερ στην εξαιρετική αυτή συλλογή ορισμένων από τα πιο αντιπροσωπευτικά του κείμενα, ενός λαϊκού μοντερνισμού (σελ. 47) που αντιδιαστέλλει την επινοητική συμβολή της εργατικής τάξης στην εμπορική κουλτούρα της δεκαετίας του 1970, κυρίως, από τον «καπιταλιστικό ρεαλισμό», το ολοπαγές πολιτισμικό και ψυχοσυναισθηματικό πλαίσιο του θριαμβευτή νεοφιλελευθερισμού.

Ουδέν καινόν στον 21ο αιώνα, είναι η διάγνωση του Φίσερ για τα μέινστριμ πολιτιστικά προϊόντα τού σήμερα, με πρώτο και κύριο θύμα την εμπορική μουσική, στην οποία όλα τέλειωσαν όταν η δεκαετία του ’70 επαναλήφθηκε για πρώτη φορά από τα κακέκτυπα, κατά Φίσερ, της δεκαετίας του ’90 (η δεύτερη και ατέρμονη επανάληψη τούτης της ιστορίας διεξάγεται πλέον στο YouTube, σαρκάζει ο συγγραφέας). Εκτοτε, «η τεχνολογία έχει αποσυνδεθεί από την πολιτισμική μορφή», έχει εξαφανιστεί σταδιακά «ο ήχος της τεχνολογικής ρήξης» και «ο βασικότερος τρόπος με τον οποίο η τεχνολογία κάνει πια αισθητή την πολιτισμική παρουσία της είναι οι τομείς της διανομής και της κατανάλωσης» (σελ. 136), όπου σήμα κατατεθέν είναι «η αίσθηση μιας ψηφιακά αναβαθμισμένης κανονικότητας – μιας διεστραμμένης αλλά υπερ-κοινότοπης κανονικότητας, από την οποία έχει αφαιρεθεί κάθε ελάττωμα» (σελ. 146).

Εχει αδιαμφισβήτητη αξία και γενικευσιμότητα αυτή η διαπίστωση, την οποία ο Φίσερ δεν δίστασε να επεκτείνει στην ίδια την κατάθλιψη που τον οδήγησε στην αυτοκτονία, θεωρώντας την ατομική παθολογία μία από τις πολλές ιδιωτικοποιημένες μορφές άγχους που παράγει ο διψασμένος για υγιή αποδοτικότητα επικοινωνιακός καπιταλισμός. Ταυτόχρονα, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα γιατί να ψάχνει κανείς στην κυρίαρχη «πολιτισμική μορφή» ένα δυναμικό ανανέωσης της λαϊκής αντίστασης και δημιουργικότητας, μια αναβίωση της ταξικής πάλης ακόμα ακόμα, σε μια αντιστροφή της σχέσης βάσης-εποικοδομήματος που χαρακτήρισε τις δυτικές κοινωνίες τις δεκαετίες αμέσως πριν από την επιβολή της θατσερικής ΤΙΝΑ, υπό το κράτος της οποίας πέρασε όλη του την εφηβεία ο Φίσερ, με σάουντρακ τις ακουστικές αναμνήσεις του πρόσφατου παρελθόντος.

Μια πιθανή απάντηση είναι η επιμονή σε μια χειραφετησιακή ιδέα της τεχνολογίας που θυμίζει τα μεσοπολεμικά γραπτά του Βάλτερ Μπένγιαμιν για τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο, όταν η κριτική πλειοψηφία του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών, διά χειρός Αντόρνο, επέκρινε αυτόν τον πρότυπο αυτόχειρα φιλόσοφο της κουλτούρας για τα δίδυμα αμαρτήματα του θετικισμού και της μαγείας. Πού βασίζεται μια τέτοια πίστη στην τεχνολογική απελευθέρωση των παραγωγικών πολιτιστικών δυνάμεων, από την οποία ελπίζεται να προκληθεί ή, έστω, να τροφοδοτηθεί η κοινωνική επανάσταση; Στην περίπτωση του Φίσερ, μπορούμε να το δούμε σαν αντίρροπη τάση στον «μαγικό βολονταρισμό», ο οποίος, σαν «αυθόρμητη ιδεολογία της εποχής μας», πρεσβεύει ότι ο κόσμος για τον οποίο έχουμε γίνει κατά μόνας υπευθυνοποιημένοι αλλάζει επίσης κατ’ ιδίαν, με τη βοήθεια εξειδικευμένων θεραπευτών ή συμβούλων (σελ. 70).

Σε αυτό το πρίσμα, η τεχνολογική κουλτούρα είναι μεν αλλοτριωμένη, υπεξαιρεμένη, αλλά συγχρόνως ανώνυμη, συλλογική και ενδεχομένως πιο διαθέσιμη για άδηλες ριζοσπαστικές χρήσεις απ’ όσο αντιλαμβάνονται οι κύριοι και κάτοχοί της. Δεν αποκλείεται να είναι έτσι – υπό τον όρο ωστόσο η τεχνολογία να βυθιστεί στα ενδότερα, στη χρονικότητα του παρελθόντος στην οποία δικαιολογημένα εμμένει ο Φίσερ, εκεί όπου το βαθύτερο μέσα γίνεται η πιο αποτελεσματική διαφυγή από το ασφυκτικό έξω. Μια νέα τεχνολογία του εαυτού, καλλιέργεια μιας τέχνης της μνήμης ενάντια στον παροντισμό της κυριαρχίας: ένα σχέδιο ζωής κι ένα καθήκον για το μέλλον, σε πείσμα της ακύρωσής του.

Επιμέλεια:Μισέλ Φάις

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ