Πρέπει να πιστέψουμε οι ίδιοι στα όσα ωραία λέμε για τον ηγετικό μας ρόλο στα Βαλκάνια. Να κατανοήσουμε πως το εθνικό μας συμφέρον και ο ρόλος του ηγέτη είναι να βοηθούμε τις χώρες αυτές στον ευρωπαϊκό τους δρόμο, να στηρίζουμε τις δημοκρατικές τους δυνάμεις ενάντια στον αυταρχισμό, τη διαφθορά και τον εθνικισμό, να σεβόμαστε τους πολίτες τους. Δεν είναι να αυτοαναγορευόμαστε σε κλειδοκράτορες της Ευρώπης, να αναζητούμε την παραμικρή αφορμή για να κραδαίνουμε βέτο και απειλές, να καταδικάζουμε -και ορθά- κάθε αλυτρωτισμό εκεί, αλλά να «κατανοούμε» και να ανεχόμαστε τον αλυτρωτισμό εδώ, όταν στρέφεται εναντίον τους.(...)
Ολόκληρη η ευρωπαϊκή ιστορία, απώτερη και πρόσφατη, διδάσκει πως η υποχώρηση στην ακροδεξιά ιδεολογία, η υιοθέτηση της ατζέντας της, οδηγεί στο δυνάμωμα και όχι στην εξασθένησή των εχθρών της δημοκρατίας. Όσοι δε στην Ελλάδα εργαλειοποιούν σήμερα τον εθνικισμό, υπολογίζοντας πως αυτά θα ξεχαστούν όταν πετύχουν τον κομματικό τους στόχο, παίζουν εν ου παικτοίς, διότι αναπαράγουν την οπισθοδρόμηση, διαδίδουν ένα επικίνδυνο δηλητήριο, και νομιμοποιούν ακραίες πολιτικές και ιδεολογίες με τη σφραγίδα δημοκρατικών κομμάτων.
Η στάση, λοιπόν, απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών σηματοδοτεί το πού και με ποιους θα συμπαραταχθεί η χώρα μας και οι δημοκρατικές πολιτικές της δυνάμεις στην μεγάλη σύγκρουση που διεξάγεται σήμερα διεθνώς και ιδιαίτερα στην Ευρώπη: με τις δυνάμεις της εθνικής αναδίπλωσης, των εθνικών και κοινωνικών εγωισμών και του μίσους, της διάλυσης της Ευρώπης, ή με όσες αποβλέπουν σε κοινωνίες ανοικτές και αλληλέγγυες στο πλαίσιο μιας προοδευτικής Ευρώπης.
Στις κρίσιμες εθνικές και ευρωπαϊκές αναμετρήσεις που βρίσκονται μπροστά μας, έχει ζωτική σημασία η χώρα μας να παραμείνει στο ευρύτερο ευρωπαϊκό προοδευτικό στρατόπεδο. Για τη δημοκρατική της ανάπτυξη, για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή μας, για το μέλλον της Ευρώπης. Η λύση του Μακεδονικού είναι αναπόσπαστο τμήμα αυτού του αγώνα.