Εδώ και καιρό ακούγονται από αρμόδια κομματικά χείλη πως είναι νωρίς για διαπραγματεύσεις με την Τουρκία με κατάληξη τη Χάγη. Για τις Πρέσπες σχεδόν μόνο πως πετύχαμε να ελέγχουμε εμείς αντί για την Τουρκία τον εναέριο χώρο της Βόρειας Μακεδονίας, λες και αυτή είναι η κύρια αξία της συμφωνίας. Τα προβληματικά και εν πολλοίς άχρηστα σχήματα με Τραμπ και Νεντανιάχου παρουσιάζονται ως η μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Συχνά θα έλεγε κανείς πως μιλά όχι ο αριστερός ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το «βαθύ κράτος» των υπουργείων Εξωτερικών και Αμυνας ή το «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ.
Θέλω ακόμη να ελπίζω πως δεν υπάρχει κεντρική επιλογή το κόμμα να επιστρέψει στην ασφαλή αντιπολιτευτική πεπατημένη: να αποφεύγουμε τις κακοτοπιές και την κατηγορία για μειοδοσίες στα «εθνικά», να εμφανιζόμαστε πιο «πατριώτες» από την κυβέρνηση και, στους δυσανασχετούντες, να ψιθυρίζουμε πως βοηθούμε έτσι τη διαπραγματευτική θέση της χώρας. Μόνο που με αυτή τη στρατηγική, το Μακεδονικό έμενε άλυτο επί δεκαετίες, στα δε ελληνο-τουρκικά και το Κυπριακό έχουμε παγιδευτεί όχι μόνο σε πλήρες αδιέξοδο, αλλά σε άμεσο κίνδυνο ανάφλεξης.
Οσοι υποστηρίζουμε την ανάγκη μιας στροφής στην τουρκική πολιτική μας, ούτε υποτιμούμε την επιθετικότητα του Ερντογάν ούτε βέβαια πρεσβεύουμε την παραίτηση από νόμιμα εθνικά συμφέροντα. Προκρίνουμε απλά μια ψύχραιμη πολιτική, χωρίς λεονταρισμούς, που να αναγνωρίζει πως η μέχρι σήμερα «εθνική» γραμμή έχει αποτύχει παταγωδώς, πως οι πολιτισμένοι λαοί συζητούν τις διαφορές τους και πως υπάρχουν αμοιβαία συμφέροντες συμβιβασμοί. Δεν χρειάζεται νομίζω να εξηγήσω και γιατί μια βαλκανική πολιτική που βλέπει τη μεγάλη εικόνα και υποστηρίζει ολόψυχα τη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή προσχώρηση των βορείων γειτόνων μας είναι προτιμότερη από τη μίζερη λογική των βέτο.
Συμπέρασμα: κατά τη γνώμη μου, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να «πιάσει το νήμα» της εξωτερικής πολιτικής από τις Πρέσπες και όχι από το Κραν Μοντανά, τον East Med ή το Βουκουρέστι. Αν τελικά έπραττε το αντίθετο, θα ήταν λυπηρό και, κυρίως, μέγα λάθος.