Macro

Σωτήρης Βαλντέν: Επικίνδυνη η πεπατημένη, πιο επικίνδυνη η φυγή προς τα μπρος

Η εικόνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο τέλος του 2022 είναι κακή. Ευτυχώς άλλη κρίση, όπως αυτή του καλοκαιριού 2020, δεν έχει υπάρξει, αλλά και κανένα βήμα δεν σημειώθηκε για την επίλυση των διαφορών, ούτε φαίνεται να υπάρχει προοπτική για κάποια πρόοδο.
 
Τουρκία και Ελλάδα βρίσκονται σε προεκλογικές περιόδους. Πρωταρχικό μέλημα των κυβερνήσεων και αντιπολιτεύσεων και στις δύο χώρες είναι η διατήρηση και η κατάκτηση, αντίστοιχα, της εξουσίας. Στον στόχο αυτό υποτάσσονται τα πάντα, μαζί και η εξωτερική πολιτική, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις. Ως συνήθως, το αποτέλεσμα είναι η έξαρση του εθνικισμού.
 
 
 
Η επικίνδυνη κλιμάκωσης της Τουρκίας
 
Η Άγκυρα έχει κλιμακώσει επικίνδυνα την επιθετική ρητορική κατά της Ελλάδας. Η τουρκική ηγεσία αμφισβητεί πλέον συστηματικά την κυριαρχία νησιών μας, διασυνδέοντάς την με την αποστρατιωτικοποίησή τους. Εκστομίζει καθημερινά ευθείες απειλές για στρατιωτική επίθεση («θα έρθουμε ξαφνικά μια νύχτα»). Πρόκειται για νέα ποιότητα, πρωτοφανή για σχέσεις μεταξύ συμμάχων, αντίθετη σε κάθε έννοια ειρηνικής συμβίωσης. Ακόμη και αν δεν πάρουμε τα λόγια αυτά της μετρητοίς, δημιουργούν κλίμα και δεν μπορούν να αγνοηθούν. Δεν γνωρίζουμε εξάλλου σε ποιο βαθμό αποτελούν απλά προεκλογικές πομφόλυγες ή αντανακλούν και πραγματικές προθέσεις.
 
Ο πόλεμος της Ουκρανίας δημιουργεί κακό προηγούμενο ως προς τη δυνατότητα πολέμων στην ήπειρό μας. Βέβαια, ενόσω διαρκεί, η δημιουργία ενός νέου μετώπου στην Ευρώπη, και μάλιστα ανάμεσα σε μέλη του ΝΑΤΟ, δυσχεραίνεται. Αμερικανοί και Ευρωπαίοι θα ασκήσουν τεράστια πίεση για να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όμως η συμπεριφορά του Ερντογάν είναι απρόβλεπτη και δεν ελέγχεται πάντα από τη Δύση.
 
Η Τουρκία σχοινοβατεί ανάμεσα σε Δύση και Ρωσία. Καθώς πρώτη μέριμνα της Δύσης είναι η Άγκυρα να μην προσεγγίσει τη Μόσχα, η διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας ενισχύθηκε θεαματικά διεθνώς. Δεν είναι όμως σαφές ως πού είναι διατεθειμένη να πάει, αν και εικάζεται πως δύσκολα θα αποκοπεί οριστικά από τη Δύση. Ούτε είναι σαφές ποιες είναι οι «κόκκινες γραμμές» της Δύσης απέναντί της.
 
 
 
Μεγαλόφωνη προπαγάνδα από την ελληνική κυβέρνηση
 
Από την πλευρά μας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφεύγει μέχρι στιγμής να μιμηθεί την Άγκυρα στη λεκτική κλιμάκωση, επιδεικνύοντας επ’ αυτού αυτοσυγκράτηση. Προφανώς δεν θέλει να οδηγηθούμε σε σύγκρουση. Γι’ αυτό και, παραμερίζοντας κάποιους αρχικούς πειρασμούς, η κυβέρνηση φαίνεται να αξιοποιεί άλλα θέματα (π.χ. την «Κιβωτό του Κόσμου») για να μετατοπίσει την ατζέντα από αυτά που την ενοχλούν. Διαφημίζει και νέες σεισμολογικές έρευνες για εσωτερική κατανάλωση, αλλά μάλλον σε «ασφαλείς» θαλάσσιες περιοχές.
 
Ωστόσο, πέραν των παραπάνω, η κυβέρνηση δεν μετακινείται ούτε σπιθαμή από την πεπατημένη δεκαετιών, που έχει συμβάλει καίρια στα σημερινά αδιέξοδα με την γείτονα. Η πολιτική της συνοψίζεται στην εμμονή σε μαξιμαλιστικές θέσεις, σε μαζικούς εξοπλισμούς και στην επιδίωξη απομόνωσης της Τουρκίας, όλα δε μεγαλόφωνα και συνοδεία πομπώδους προπαγάνδας. Προσπάθεια διαλόγου με την Άγκυρα στην ουσία καμιά, με πρόσχημα το «ένα και μοναδικό θέμα» προς συζήτηση και το «δεν συζητάμε το παράλογο» (που λίγο απέχει από το «δεν συζητάμε με πειρατές» του Σαμαρά). Δηλαδή, «παίζουμε τις κουμπάρες», όπως είχε εύστοχα παρατηρήσει προ καιρού ο πρωθυπουργός, αλλά μάλλον στοχεύοντας τότε τους Τούρκους. Για τον κ. Μητσοτάκη, η προσκόλληση στην πεπατημένη φαίνεται αναγκαστική για να διατηρεί την συνοχή του κόμματος και του ακροατηρίου του.
 
 
 
Η διεθνής κοινότητα
 
Και όμως, με την πάροδο του χρόνου και με την αβεβαιότητα ως προς τις προθέσεις και τις επόμενες κινήσεις της Άγκυρας, η ανεπάρκεια και η επικινδυνότητα αυτής της πολιτικής γίνεται όλο και πιο φανερή. Δεν μπορούμε να στηριζόμαστε επ’ άπειρον στο δόγμα της «μη λύσης» και στην πεποίθηση πως η Τουρκία δεν θα καταφύγει σε τυχοδιωκτισμούς.
 
Η συνεχής επίκληση του διεθνούς δικαίου, με ταυτόχρονη όμως άρνηση του διαλόγου και εμμονή σε μαξιμαλιστικές θέσεις, συμβάλλει στην ένταση με την γείτονα και διευκολύνει μια επιθετική της στάση, ενώ δεν αποτελεί πειστικό αφήγημα διεθνώς. Ειδικότερα, η διεθνής κοινότητα, ενώ ασφαλώς καταδικάζει τις τουρκικές απειλές και την αμφισβήτηση της κυριαρχίας των νησιών μας, δεν κατανοεί την άρνηση διαλόγου και ακόμη λιγότερο προσπάθειες αποκλεισμού της Τουρκίας από την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο ή την άρνηση του αυτοπροσδιορισμού της μειονότητας στη Θράκη. Αλλά και η ερμηνεία του διεθνούς δικαίου δεν αποτελεί ελληνική αποκλειστικότητα.
 
Η απομόνωση και «περικύκλωση» της Τουρκίας, που αποτελούν την πεμπτουσία των επιδιώξεων της διπλωματίας μας, διαψεύδονται πανηγυρικά (στάση χωρών Μέσης Ανατολής και Αφρικής, East Med, κυρώσεις ΕΕ), γιατί απλούστατα παραγνωρίζουν το βάρος της γείτονος. Η Τουρκία ουδέποτε βρισκόταν σε ισχυρότερη διεθνή θέση και βέβαια η δική μας θέση δεν ενισχύεται όταν επενδύουμε στη ρήξη της με τη Δύση, την ώρα που όλοι οι άλλοι αγωνίζονται να την αποφύγουν. Εξάλλου κινήσεις όπως η πρόσφατη οπερετική επίσκεψη Δένδια στη Λιβύη (με την απίστευτη άρνηση να συναντήσει την ομόλογό του στη χώρα που τον υποδεχόταν), τείνουν προς το γελοίο. Το ίδιο και η προπαγάνδα που εμφανίζει τον Ερντογάν απομονωμένο, την ώρα που βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς διπλωματίας. Ούτε προωθούνται οι θέσεις μας όταν διατυμπανίζουμε ανά τον κόσμο την επιδίωξή μας να αποτραπεί η πώληση όπλων στην Άγκυρα.
 
Η ενίσχυση της αμυντικής μας ικανότητας είναι δυστυχώς αναγκαία υπό τις παρούσες συνθήκες, όχι πάντως με στόχο την υπεροπλία. Όμως θα μπορούσε να γίνεται χωρίς επικοινωνιακές τυμπανοκρουσίες. Και παράλληλα με πρωτοβουλίες για διάλογο και θετικές κινήσεις.
 
 
 
Επιτακτική ανάγκη η αλλαγή κατεύθυνσης
 
Συνοψίζοντας: στις σημερινές συνθήκες σαφώς αυξημένης επιθετικότητας της Τουρκίας και μεγαλύτερης αβεβαιότητας για τις επόμενες κινήσεις της, η παραδοσιακή αδιάλλακτη γραμμή μας δεν αποδίδει και εμπεριέχει περισσότερους κινδύνους να οδηγηθούμε σε ρήξη. Η ομηρεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη στους εθνικιστές την καθηλώνει σε μια επικίνδυνη προσκόλληση στην πεπατημένη. Η ανάγκη για αλλαγή κατεύθυνσης γίνεται επιτακτική. Μια αρχή θα ήταν, παράλληλα με την αντίκρουση των τουρκικών απειλών, ευελιξία ως προς την έναρξη διαλόγου, μαζί λ.χ. με μια δήλωση πως δεν αποσκοπούμε στον αποκλεισμό της Τουρκίας από τις θάλασσες ή την αναγνώριση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού της μειονότητας, όπως επιβάλλει και το διεθνές δίκαιο.
 
 
 
Η ευθύνη της αντιπολίτευσης
 
Εδώ έρχεται η ευθύνη και της αντιπολίτευσης. Κατά τη γνώμη μου, πέρα από την αυτονόητη εθνική ενότητα απέναντι στις απειλές και τις όποιες επιθετικές ενέργειες της Άγκυρας, η αντιπολίτευση θα έπρεπε να πιέζει την κυβέρνηση να εγκαταλείψει τους αδιέξοδους μαξιμαλισμούς και να επιζητεί σοβαρά τον διάλογο. Και βέβαια να απορρίπτει τη φυγή προς τα μπρος που προωθούν οι εθνικιστές με ενέργειες που θα αύξαιναν την ένταση. Με άλλα λόγια, κριτική στην κυβέρνηση από τα «αριστερά», όχι από τα «δεξιά», από αντιεθνικιστικές, όχι εθνικιστικές θέσεις.
 
Πολύ φοβάμαι πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει τον αντίθετο δρόμο: αυτό δείχνουν τα περί «κόκκινης γραμμής» για τις έρευνες στην διεκδικούμενη από μας ΑΟΖ, η απαίτηση για προκαταβολικές ευρωπαϊκές κυρώσεις, κυρίως όμως τα περί επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια, θέση που είχε διατυπωθεί προ διετίας, στη συνέχεια ξεχάστηκε, και ανασύρθηκε πάλι πρόσφατα. Τα επιχειρήματα που την συνοδεύουν για να υποβαθμίσουν την επικινδυνότητα μιας τέτοιας κίνησης και να την εμφανίσουν ως προπομπό διαλόγου δεν πείθουν. Η προτεινόμενη επέκταση στα 12 μίλια τίποτε δεν θα προσέφερε πέραν του να ικανοποιήσει το θυμικό κάποιων, θα αύξαινε όμως περιττά την ένταση με την Τουρκία. Η πρόταση φαίνεται δυστυχώς να αποτελεί προεκλογική ρητορική, ας ελπίσουμε εκ του ασφαλούς, στο βαθμό που η κυβέρνηση δεν φαίνεται να την εισακούει. Καθώς όμως οι εσωτερικοί συσχετισμοί στη ΝΔ δεν είναι δεδομένοι και η εθνικιστική πίεση μεγάλη, η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα μπορούσε να συμβάλει και σε επικίνδυνες εξελίξεις. Και βέβαια, στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ κληθεί σύντομα να κυβερνήσει, θα χρειαστεί να καταφύγει σε «κωλοτούμπα», όπως ο Μητσοτάκης στο μακεδονικό.
 
Ο Σωτήρης Βαλντέν διδάσκει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ.