Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επικεντρώνει τη στρατηγική του στα χαμηλά και μεσαία στρώματα. Φαίνεται και στην προγραμματική αντιπολίτευση που ασκούμε, από το συνολικό πρόγραμμα του κόμματος και την πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης, μέχρι τα πιο ειδικά προγράμματα για το ιδιωτικό χρέος, τη δημόσια υγεία κλπ. Η προτεραιότητά μας βέβαια είναι και παραμένει ο κόσμος της εργασίας, γι’ αυτό και δίνουμε πολύ μεγάλη βαρύτητα στις ανατροπές που φέρνει η ΝΔ στα εργασιακά, γιατί έχει αποφασίσει –και υπηρετεί με μεγάλη συνέπεια– το στόχο της υποτίμησης της αξίας της εργασίας, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει το 2014. Ο οικονομικός σχηματισμός, όμως, στην Ελλάδα είναι τέτοιος που ένα μεγάλο μέρος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, παραδοσιακά κατατασσόμενη στη μεσαία τάξη, δεν παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της κλασικής διάκρισης κεφαλαίου – εργασίας. Και η πανδημική κρίση το ανέδειξε αυτό με πολύ έντονο τρόπο. Διαμορφώθηκε, δηλαδή, ένα ενιαίο μέτωπο εργαζομένων και μικρομεσαίων επαγγελματιών, ως προς τις ανάγκες τους, την πίεση που δέχονταν από την πολιτική της κυβέρνησης και ως προς τα αιτήματά τους, τελικά, για οικονομική στήριξη, ώστε να διατηρηθούν και οι θέσεις εργασίας, χωρίς επιδείνωση των όρων τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μάχη τώρα για τα εργασιακά, οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες είναι στην πλειονότητά τους στο πλευρό των εργαζομένων. Διαμορφώνεται μια κοινωνική συμμαχία, την οποία το πολιτικό σχέδιο της ΝΔ βάλλει ευθέως. Συνοπτικά αυτό το σχέδιο λέει: υποτίμηση της αξίας της εργασίας και εκκαθάριση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, ώστε να προσελκυστούν επενδύσεις στη βάση του μειωμένου εργατικού κόστους, για να αυξηθεί, υποτίθεται, ο πλούτος και να λυθούν τα προβλήματα. Αυτό το μοντέλο έχει δοκιμαστεί και έχει αποδειχθεί και κοινωνικά καταστροφικό και οικονομικά αποτυχημένο. (...)
Ο πυρήνας του είναι η υποτίμηση της αξίας της εργασίας και αποτελεί συνέχεια του σχεδίου που υλοποιεί εδώ και καιρό η ΝΔ, τόσο σ’ αυτή τη διακυβέρνηση όσο και στην προηγούμενή της. Είναι το πιο σφοδρό χτύπημα, αλλά δεν είναι το μόνο. Αν το δούμε συνολικά, από το 2000 επικρατούν οι πολιτικές της απορρύθμισης, που στόχο έχουν την υποβάθμιση του ορίου των αναγκών της εργατικής τάξης. Αυτές οι πολιτικές κυριάρχησαν και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, σε διαφορετικές ταχύτητες. Στη χώρα μας επιταχύνθηκαν ιδιαίτερα από το 2010 και έπειτα. Υπηρετήθηκαν και από την ΝΔ και από το ΠΑΣΟΚ. Το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ ανέκοψε αυτή την τάση και αυτό αποτελεί σημείο καμπής. Η ΝΔ όταν επανεξελέγη, ξανάπιασε το νήμα από εκεί που το άφησε το 2014, προσθέτοντας τώρα την κατάργηση του 8ωρου, τη μείωση κόστους υπερωριών, εν γένει του εργατικού κόστους, διευκολύνοντας τις απολύσεις, οδηγώντας στη μείωση των μισθών. Αυτές οι επιλογές δεν υποβαθμίζουν μόνο τους νυν εργαζόμενους, αλλά την εργασία συνολικά, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα και στους ανέργους. Ο εργοδότης στο εξής θα προτιμά να εξαντλεί το υπάρχον προσωπικό παρά να προσλαμβάνει νέο. Πρόβλημα θα προκαλέσει και στο καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, αφού προωθώντας το μοντέλο της πολύ φθηνής εργασίας, θα οδηγήσει τους νέους ανθρώπους σε αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό, αναζωπυρώνοντας το brain drain.