Όπως ήταν επόμενο, η εισβολή ήταν σοβαρό πλήγμα για τα δυτικά Κομμουνιστικά Κόμματα, ιδιαίτερα τα δύο μεγαλύτερα, το ιταλικό και το γαλλικό. Προσπαθώντας να ενισχύσουν την εκλογική και την κοινωνική τους απήχηση, αλλά και την επιρροή στον προοδευτικό κόσμο των χωρών τους, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι κομμουνιστές είχαν ανάγκη να μιλούν ολοένα και περισσότερο για ειρηνική μετάβαση σε έναν σοσιαλισμό όπου όλες οι δημοκρατικές ελευθερίες θα είναι απόλυτα κατοχυρωμένες. Μπροστά σε αυτή την ανάγκη, η εισβολή δεν ήταν υπερασπίσιμη. Στην ίδια γραμμή ήταν και το ισπανικό Κ.Κ., που φιλοδοξούσε να διαδραματίσει εθνικό ρόλο σε ένα σχέδιο μετάβασης της Ισπανίας από τον φρανκισμό στη δημοκρατία. Έτσι, η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία είναι κατά κάποιον τρόπο το ορόσημο δημιουργίας του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, που, τη δεκαετία του '70, έπειτα από πολλές προσπάθειες σύνθεσης, θα έκοβε οριστικά τους δεσμούς του με την ΕΣΣΔ και θα διακήρυττε ότι «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός, ή δεν θα υπάρξει». Την εισβολή καταδίκασαν επίσης τα Κ.Κ. της Αυστρίας, του Βελγίου, της Βρετανίας, της Δανίας, της Ελβετίας, της Ολλανδίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας, η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση καθώς και τα κόμματα της Αυστραλίας, της Ιαπωνίας, του Καναδά, του Μαρόκου και του Μεξικού. Με εντελώς διαφορετικό σκεπτικό, καταδίκασαν επίσης οι κυβερνήσεις της Αλβανίας και της Κίνας.