Macro

Τραμπ εναντίον όλων

Αντιμετωπίζει βαρύτατες κατηγορίες και έχει απέναντί του τον Τύπο, τη Δικαιοσύνη και μια μεγάλη μερίδα του πολιτικού κατεστημένου. Παρ’ όλα αυτά δείχνει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Ίσως επειδή με την καμπάνια του περί εναλλακτικών γεγονότων, fake news και κυνήγια μαγισσών θόλωσε τόσο τα νερά ώστε το όριο μεταξύ αλήθειας και ψέματος να έχει γίνει πιο δυσδιάκριτο από ποτέ για την αμερικανική κοινή γνώμη.

Στη θέση του ένας άλλος Πρόεδρος των ΗΠΑ θα κρυβόταν ή θα βομβάρδιζε ήδη κάποια μακρινή χώρα. Ωστόσο ο Τραμπ εμφανίστηκε την περασμένη Πέμπτη απτόητος μπροστά στις κάμερες. Αποπέμψτε με και οι αγορές θα γκρεμιστούν, απείλησε. Αναφέρθηκε έτσι ο ίδιος σε ένα ενδεχόμενο που έπειτα από τις τελευταίες εξελίξεις εξετάζεται πια ανοιχτά. Τουλάχιστον από τον Τύπο.

Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά όταν στα μέσα της εβδομάδας η αμερικανική προεδρία δεχόταν δύο συντριπτικά πλήγματα; Ο πρώην δικηγόρος του Τραμπ Μάικλ Κοέν ενέπλεξε τον σημερινό ένοικο του Λευκού Οίκου στην υπόθεση Στόρμι Ντάνιελς, ενώ ο πρώην επικεφαλής της προεκλογικής του εκστρατείας Πολ Μάναφορντ καταδικάστηκε για οκτώ αδικήματα.

Δεν ήταν τόσο η καταδίκη και η απαγγελία κατηγοριών εναντίον βασικών συνεργατών του που κόστισαν στον Τραμπ. Ήταν η δημόσια ομολογία του Κοέν ενώπιον του δικαστηρίου. Με τρεμάμενη φωνή, ο δικηγόρος ομολόγησε ότι σε δύο από αυτές -την πληρωμή χρηματικών ποσών στο πρώην μοντέλο του «Playboy» Κάρεν Μακγντούγκαλ και την πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς- έδρασε “σε συντονισμό και έπειτα από εντολή υποψηφίου για ομοσπονδιακό αξίωμα”.

Ο Κοέν πλήρωσε 130.000 δολάρια τις παραμονές των αμερικανικών εκλογών στη Στόρμι Ντάνιελς προκειμένου να εξαγοράσει τη σιωπή της για τις σχέσεις της με τον Τραμπ. Η πληρωμή μεταμφιέστηκε σε αμοιβή για νομικές υπηρεσίες προς τον Κοέν. Στην περίπτωση της Μακντούγκαλ, ο Κοέν πλήρωσε 150.000 δολάρια προκειμένου το περιοδικό «National Enquirer» να “θάψει” το ρεπορτάζ για τη σχέση της με τον Τραμπ.

Ο εισαγγελέας Ρόμπερτ Κουζάμι δεν άφησε περιθώρια αμφιβολιών για την ερμηνεία που δίνει σε όλα αυτά η αμερικανική Δικαιοσύνη. Όπως τόνισε, ο δικηγόρος “πλήρωσε χρήματα για να εξασφαλίσει τη σιωπή δύο γυναικών οι οποίες διέθεταν πληροφορίες που θα μπορούσαν να αποβούν επιζήμιες για την προεκλογική εκστρατεία του υποψηφίου στις εκλογές του 2016”. Από τη στιγμή που οι πληρωμές έγιναν προκειμένου να επηρεαστεί το εκλογικό αποτέλεσμα, υπάρχει παραβίαση του νόμιμου ορίου για τη χρηματοδότηση των υποψηφίων.

Εκείνο όμως που θα πρέπει να προβληματίζει περισσότερο τον Τραμπ δεν είναι τόσο η επικείμενη καταδίκη του πρώην συνεργάτη του αλλά τα όσα εκείνος είναι διατεθειμένος να ομολογήσει στους ανακριτές του FBI σε σχέση με την υπόθεση της ρωσικής εμπλοκής στις τελευταίες εκλογές.

Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε την Τετάρτη ο δικηγόρος του Κοέν, ο πελάτης του συνεργάζεται με τις ανακριτικές αρχές και είναι διατεθειμένος “να πει όσα γνωρίζει για τον Ντόναλντ Τραμπ”. Πρόσθεσε ότι ο Κοέν γνωρίζει κατά πόσο ο Τραμπ ήξερε προκαταβολικά για την κυβερνοεπίθεση που έπληξε την προεκλογική του αντίπαλο, Χίλαρι Κλίντον.

Φέρεται επίσης να διαθέτει πληροφορίες από πρώτο χέρι για μια συνάντηση στη Νέα Υόρκη τον Ιούνιο του 2016 μεταξύ στελεχών της προεκλογικής καμπάνιας του Τραμπ και μιας “ρωσικής αποστολής” που υποσχόταν ότι διαθέτει πληροφορίες που μπορούσαν να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Καταλαβαίνει επομένως κανείς ότι η έρευνα του ειδικού ανακριτή Ρόμπερτ Μιούλερ κυκλώνει όλο και περισσότερο τον Τραμπ.

Δεν ξαφνιάζει επομένως το γεγονός ότι η λέξη “αποπομπή” αναφέρεται πια σε κάθε ρεπορτάζ του αμερικανικού Τύπου για την υπόθεση. Απουσιάζει όμως ακόμη από τις δηλώσεις των Δημοκρατικών. Γιατί; Ίσως επειδή η όλη συζήτηση είναι άνευ περιεχομένου από τη στιγμή που το κόμμα δεν ελέγχει τα δύο νομοθετικά σώματα του Κογκρέσου, κάτι που βέβαια μπορεί να αλλάξει μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου.

Η ηγεσία των Δημοκρατικών δείχνει να μην ξεχνά την επίδραση που είχε στην αμερικανική κοινή γνώμη η προσπάθεια για την αποπομπή του Μπιλ Κλίντον πριν από 20 χρόνια. Οι ενδιάμεσες εκλογές του 1998, αντί να οδηγήσουν σε θρίαμβο των Ρεπουμπλικάνων, κατέληξαν σε μια ανέλπιστη επιτυχία των αντιπάλων τους.

Το μόνο που πέτυχε τελικά η δίωξη του Κλίντον από τον ειδικό εισαγγελέα Κένεθ Σταρ ήταν να συσπειρώσει τους Δημοκρατικούς. Αυτός ο φόβος υπάρχει και σήμερα για τον σκληρό πυρήνα των υποστηρικτών του Τραμπ που θα μπορούσαν να προσέλθουν μαζικά στις κάλπες τον Νοέμβριο για να στηρίξουν τον πρόεδρό τους.

Όπως άλλωστε επισημαίνει εύστοχα το «Huffington Post», το επίσημο προφίλ του Ντόναλντ Τραμπ στο Twitter ακολουθούν σήμερα 54 εκατομμύρια άτομα. Την εφημερίδα «New York Times» ακολουθούν 42 εκατομμύρια χρήστες του Ίντερνετ. Κάποτε οι πρόεδροι των ΗΠΑ είχαν ανάγκη τον Τύπο για να επικοινωνούν με την εκλογική τους βάση. Τώρα ο Τραμπ «ενημερώνει» ο ίδιος τους ψηφοφόρους του.

Και το πιο ανησυχητικό είναι ότι η εκστρατεία του εναντίον του Τύπου φαίνεται να αποδίδει. Όπως αποκαλύπτουν αρκετές έρευνες, σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί έχουν πειστεί ότι πρόκειται πράγματι για “κυνήγι μαγισσών” και πως τα αμερικανικά ΜΜΕ μεταδίδουν “Fake News” παραπληροφορώντας συστηματικά την κοινή γνώμη για τον Τραμπ και την πολιτική του.

Αν τελικά η κοινή γνώμη δεν συγκινείται και οι Δημοκρατικοί παραμένουν απρόθυμοι, ποιος τελικά θα μπορούσε να απειλήσει τον Τραμπ; Ίσως οι ίδιοι οι Ρεπουμπλικάνοι. Ο κομματικός μηχανισμός και οι βαρόνοι του κόμματος συσπειρώνονται σήμερα γύρω του ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι τον επικρίνουν ανοιχτά δεν θα είναι υποψήφιοι σε αυτές.

Αν όμως οι εκλογές του Νοεμβρίου οδηγήσουν σε συντριπτική ήττα και η έρευνα του FBI συνεχίσει να παράγει όλο και περισσότερα επιβαρυντικά στοιχεία και μάρτυρες κατηγορίας για τον Τραμπ, οι συσχετισμοί ενδέχεται να αλλάξουν. Και πολλοί Ρεπουμπλικάνοι να πειστούν τότε ότι θα ήταν καλύτερα να ξεφορτωθούν τον ούτως ή άλλως “αντισυστημικό” Τραμπ παρά να βουλιάξουν μαζί του.

Μιχάλης Τρίκκας

Πηγή: Η Αυγή