Το περιβόητο σχέδιο Πισσαρίδη είναι αντίγραφο όλων εκείνων που έχουν συντελεστεί στη Βρετανία ήδη από τη δεκαετία του ‘80, αλλά και αλλού, προκαλώντας όχι φυσικά ευδαιμονία στους από κάτω αλλά φτώχεια και δυστυχία, αφού ο παραγόμενος πλούτος δεν διαμοιράστηκε ποτέ.
Ο ελληνική κυβέρνηση του σήμερα, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις βρετανικές, και της Θάτσερ τότε και του Τζόνσον τώρα. Ούτε σε σκληρότητα ούτε σε γελοιότητα. Ένα πολιτικοοικονομικό μοντέλο ενός ακόμα “άριστου” νομπελίστα, βραβευμένου από τους άλλους “άριστους” του καπιταλισμού, παρουσιάζεται ως σωτηριώδες, την ώρα που ο αυταρχισμός περισσεύει. Το ολοκληρωτικό κράτος, στην πιο εκχυδαϊσμένη εκδοχή του, άπονο κι εκδικητικό, αφήνει τον Δημήτρη Κουφοντίνα να αργοπεθαίνει, διεκδικώντας όχι αποφυλάκιση, ούτε καν άδειες, αλλά το δικαίωμα να επιστρέψει στον Κορυδαλλό, στην ειδική πτέρυγα που έφτιαξε ο τότε αλλά και νυν αρμόδιος υπουργός, ο Μ. Χρυσοχοϊδης, για τους καταδικασμένους της 17Ν. Το υποτιθέμενο, κράτος δικαίου, ποδοπατιέται, με την αλαζονεία του νικητή επί των ηττημένων.
Δεν είναι, προφανώς, μοναχά η περίπτωση Κουφοντίνα. Είναι και οι ξυλοδαρμοί των φοιτητών, η εισχώρηση της αστυνόμευσης στη δημόσια σφαίρα, ο τρόπος διαχείρισης της υπόθεσης Λιγνάδη και των συν αυτώ, ακόμα και ο τρόπος διαχείρισης της πανδημίας. Είναι μια μεγάλη, ξεκάθαρα πολιτική, φορτισμένη ιδεολογικά, ατζέντα. Αυτή με την οποία θα συνεχίσουν να κάνουν κουμάντο, ακόμα και πάνω σε πτώματα. Το έκανε η Θάτσερ, γιατί όχι και οι εγχώριοι δεξιοί μιμητές;
Πώς νοηματοδοτείς εν τέλει τη δημοκρατία σε μια κοινωνία δομημένη στην ανισότητα, χωρά πολλή κουβέντα. Και αν θεωρείς το κράτος τσιφλίκι σου και δίκιο το δίκιο της τάξης σου, τότε μπορείς να μετράς νίκες προσωρινές, κινδυνεύεις όμως να χορεύουν στον τάφο σου. Όπως σ΄ εκείνον της Θάτσερ.