Πριν από δύο χρόνια ήμουν πολύ πιο αισιόδοξος για το μέλλον των ευρωπαϊκών πολιτικών μετανάστευσης και ασύλου. Τότε είχαμε πραγματικά ένα ευρωπαϊκό όραμα, που τώρα δεν υφίσταται. Τώρα έχουμε την αποκαθήλωση αυτού του οράματος. Έχουμε μια μετατόπιση από τη διαχείριση στην αποτροπή, και αυτό δεν έχει να κάνει με το μεταναστευτικό φαινόμενο και τις ροές αυτές καθεαυτές, γιατί οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν, ανεξάρτητα από το πώς τις προσεγγίζουμε ως αριστεροί και αριστερές και τη συμβατότητά τους με τη συνθήκη της Γενεύης, περιόρισαν δραστικά τις ροές στις χώρες του Σένγκεν. Η μετατόπιση σχετίζεται με τους φανταστικούς πόνους που έχει ένας ασθενής. Με τον τρόπο, δηλαδή, που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες προσπάθησαν με συντηρητικούς και ακροδεξιούς τρόπους να απαντήσουν σε κάτι που για αυτές ήταν αδιανόητο, δηλαδή το 1,6 εκατ. πρόσφυγες που ήρθαν το 2015-2016. Σήμερα δεν υφίστανται αυτοί οι αριθμοί, άρα δεν έχει κανένα νόημα να παίρνουν όλο και πιο σκληρά μέτρα. Ο λόγος που συνεχίζουν, είναι μάλλον εκδικητικός – τιμωρητικός προς τις δημοκρατικές – φιλελεύθερες ελίτ σε Γερμανία και Γαλλία, που δεν ακολούθησαν εξαρχής την αποτρεπτική πολιτική. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η πεποίθηση ότι ο έλεγχος του μεταναστευτικού μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τη σαλαμοποίηση των διαδικασιών ασύλου, που έγινε με το κλείσιμο της βαλκανικής οδού. Στην ουσία σήμερα έχουμε τη συνέχεια αυτής της πολιτικής, που φέρει ξεκάθαρα το ακροδεξιό αποτύπωμα των κυβερνήσεων της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Αυστρίας.