Συνεντεύξεις

Βασίλης Τσιάνος: Αποκαθήλωση του ευρωπαϊκού οράματος για το άσυλο

Τη συνέντευξη πήρε η Τζέλα Αλιπράντη

Η καγκελάριος Μέρκελ ήρθε αρχικά σε συμφωνία με τον υπουργό Ζεεχόφερ για τα κλειστά κέντρα προσφύγων στα σύνορα. Μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει η υποχώρησή της στο μεταναστευτικό ζήτημα, προκειμένου να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα της κυβέρνησής της;
Θεωρώ ότι η Μέρκελ έχει κάνει τα τελευταία δύο χρόνια μια σειρά από συμβιβασμούς όσον αφορά τις πολιτικές ασύλου και έχει φθάσει στο maximum της ανοχής της. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι ουσιαστικά έδειξε στον Ζεεχόφερ την κόκκινη κάρτα την προηγούμενη εβδομάδα και του γνωστοποίησε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει αυτό το καθεστώς εκβιασμού σε επιμέρους ζητήματα. Ήταν πολύ κοντά, δηλαδή, να του ζητήσει την αποχώρησή του και υπήρξαν σενάρια ακόμα και διάσπασης των Χριστανοδημοκρατών από τους Χριστιανοκοινωνιστές. Μην ξεχνάμε ότι στη Μέρκελ λείπουν μόνο δύο ψήφοι στο κοινοβούλιο για να λειτουργεί αυτόνομα από τους Χριστιανοκοινωνιστές, τις οποίες θα μπορούσε να τις πάρει από τους Πράσινους ή ακόμα θα μπορούσε να έχει κυβέρνηση με ψήφο ανοχής στο κοινοβούλιο.

Ο άλλος εταίρος της κυβέρνησης, το SPD, φάνηκε να πιέζει στο ζήτημα από την αντίθετη πλευρά.
Το SPD στο μόνο πράγμα που διαφωνούσε ουσιαστικά στο νέο συμβιβασμό γύρω από το άσυλο είχε σχέση με τα κλειστά κέντρα στα σύνορα με την Αυστρία. Ο συμβιβασμός που προκύπτει, είναι να υπάρξουν τρία κλειστά κέντρα στα βαυαρικά σύνορα με την Αυστρία, όπου θα μένουν οι πρόσφυγες το maximum δύο μέρες. Αυτό είναι ένα σενάριο που φαίνεται να δέχεται το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Η Linke τι στάση κρατάει στο ζήτημα, επηρεάζει καθόλου θετικά;
O ρόλος της Linke αυτή τη στιγμή στη Γερμανία είναι τρομαχτικά αντιφατικός. Στο τελευταίο συνέδριο του κόμματος της Αριστεράς είδαμε τις δύο διαφορετικές στάσεις, η μία της Σάρα Βάγκενκνεχτ, που είναι εκπρόσωπος του κόμματος στη Βουλή, και η άλλη της Κάτια Κίπινγκ, της προέδρου του κόμματος. Υπάρχει, δηλαδή, μια τεράστια σύγκρουση μεταξύ ηγεσίας και κοινοβουλευτικής ομάδας. Η συζήτηση κυμαίνεται γύρω από το ζήτημα της διατήρησης του όρου «ανοιχτά σύνορα» στο πρόγραμμα του κόμματος ή όχι. Η Βάγκενκνεχτ αντιτίθεται στα ανοιχτά σύνορα, σε αντίθεση με την ηγεσία του κόμματος. Για μένα, η Βάγκενκνεχτ προσπαθεί με μια εθνολαϊκιστική διάθεση να θέσει ζητήματα κοινωνικής πολιτικής εις βάρος του μεταναστευτικού, χωρίς να συμπεριλαμβάνει το ζήτημα της ευρωπαϊκής εμβάθυνσης του καθεστώτος ασύλου, ενώ η Κίπινγκ προσπαθεί να αναπτύξει την ήδη υπάρχουσα φιλοευρωπαϊκή στάση της στις πολιτικές ασύλου. Με λίγη ατυχία, θα μπορούσε να υπάρξει μέχρι και διάσπαση. (Μην ξεχνάμε επίσης ότι η Linke έχασε μισό εκατ. ψηφοφόρους προς όφελος του ακροδεξιού κόμματος της AfD).

Από τη διαχείριση στην αποτροπή

Η ακροδεξιά μετατόπιση που παρατηρείται στη γερμανική πολιτική για το προσφυγικό, παρατηρείται και σε όλη την Ευρώπη. Πώς οδηγηθήκαμε σε αυτό το σημείο; Πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση κατά τη γνώμη σου;
Πριν από δύο χρόνια ήμουν πολύ πιο αισιόδοξος για το μέλλον των ευρωπαϊκών πολιτικών μετανάστευσης και ασύλου. Τότε είχαμε πραγματικά ένα ευρωπαϊκό όραμα, που τώρα δεν υφίσταται. Τώρα έχουμε την αποκαθήλωση αυτού του οράματος. Έχουμε μια μετατόπιση από τη διαχείριση στην αποτροπή, και αυτό δεν έχει να κάνει με το μεταναστευτικό φαινόμενο και τις ροές αυτές καθεαυτές, γιατί οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν, ανεξάρτητα από το πώς τις προσεγγίζουμε ως αριστεροί και αριστερές και τη συμβατότητά τους με τη συνθήκη της Γενεύης, περιόρισαν δραστικά τις ροές στις χώρες του Σένγκεν. Η μετατόπιση σχετίζεται με τους φανταστικούς πόνους που έχει ένας ασθενής. Με τον τρόπο, δηλαδή, που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες προσπάθησαν με συντηρητικούς και ακροδεξιούς τρόπους να απαντήσουν σε κάτι που για αυτές ήταν αδιανόητο, δηλαδή το 1,6 εκατ. πρόσφυγες που ήρθαν το 2015-2016. Σήμερα δεν υφίστανται αυτοί οι αριθμοί, άρα δεν έχει κανένα νόημα να παίρνουν όλο και πιο σκληρά μέτρα. Ο λόγος που συνεχίζουν, είναι μάλλον εκδικητικός – τιμωρητικός προς τις δημοκρατικές – φιλελεύθερες ελίτ σε Γερμανία και Γαλλία, που δεν ακολούθησαν εξαρχής την αποτρεπτική πολιτική. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η πεποίθηση ότι ο έλεγχος του μεταναστευτικού μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τη σαλαμοποίηση των διαδικασιών ασύλου, που έγινε με το κλείσιμο της βαλκανικής οδού. Στην ουσία σήμερα έχουμε τη συνέχεια αυτής της πολιτικής, που φέρει ξεκάθαρα το ακροδεξιό αποτύπωμα των κυβερνήσεων της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Αυστρίας.

Οι διμερείς συμφωνίες που κλείνει τώρα η Γερμανία, με την Ελλάδα και την Ισπανία αρχικά, τι διαφορά έχουν από το κανονισμό του Δουβλίνου; Μπορεί να το υποκαταστήσουν και τι θα σημαίνει αυτό για την Ευρώπη;
Εδώ και τρία χρόνια τουλάχιστον μιλάμε για το τέλος του Δουβλίνου II και III, είμαστε στη μετα-Δουβλίνο εποχή. Όσον αφορά την αναγκαιότητα να τελειώσει αυτός ο κανονισμός υπάρχει μία κοινή συναίνεση, τόσο στο δημοκρατικό χώρο, όσο και στον ακροδεξιό και το νεο-δεξιό χώρο. Κανείς δεν θέλει το Δουβλίνο, αλλά προϋπόθεση για αυτό ήταν η λειτουργία ενός πραγματικά ενοποιημένου καθεστώτος ευρωπαϊκού ασύλου. Στο βαθμό που αυτό δεν υφίσταται αυτή τη στιγμή, και ούτε θα υπάρξει τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει να ζήσουμε με ένα Δουβλίνο-ζόμπι, που δεν θα λειτουργεί, αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να λειτουργήσει, γιατί δεν θα έχουμε τίποτα άλλο εξαιτίας της μετατόπισης προς τα δεξιά. Οι αποφάσεις της προηγούμενης εβδομάδας προσπαθούν να συνδιαμορφώσουν αυτό το μεταβατικό κλίμα, προβλέποντας διακρατικές συμφωνίες και κέντρα ασύλου στις χώρες του Μάγκρεμπ κτλ. Όλα αυτά είναι προτάσεις που προσπαθούν να απαντήσουν στη δυσλειτουργία του Δουβλίνου, αντανακλούν, δηλαδή, τη βαθιά δομική κρίση που έχει η Ευρώπη στο ζήτημα του ασύλου. Να θυμίσουμε ότι ο κανονισμός του Δουβλίνου δημιουργήθηκε μόνο και μόνο για να «προστατευτεί» η Γερμανία και η Αυστρία από την τότε μεγάλη βαλκανική κρίση μετανάστευσης. Το κακό είναι ότι οι προτάσεις είναι η ατζέντα της ακροδεξιάς, που θέτει συνεχώς το ζήτημα ελέγχου των εξωτερικών συνόρων του Σένγκεν, παρότι δεν υφίσταται ως θέμα όντως.

Στόχος της ακροδεξιάς οι ήδη αφιχθέντες

 

Γιατί συνεχίζουν, όμως, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να ικανοποιούν την ακροδεξιά ατζέντα, αφού έχει φανεί πολλάκις στο παρελθόν ότι δεν σταματάς την άνοδό της με αυτή τη μέθοδο;
Δεν θεωρώ ότι η Γερμανία, η Γαλλία και η Σουηδία συνεχίζουν αυτή την τακτική, αν εξαιρέσεις τη μεγάλη κρίση με τον Ζεεχόφερ που έχει να κάνει με τις εκλογές της Βαυαρίας, όπου εκεί ναι, ικανοποιούν τα αιτήματα της ακροδεξιάς, και η οποία δηλώνει ότι είναι πολύ χαρούμενη με τον υπουργό που εφαρμόζει τις θέσεις της. Ένα κομμάτι της δεξιάς στη Γερμανία πιστεύει πως πρέπει να επαναφέρει ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της ακροδεξιάς στη μεγάλη πολυκατοικία των Χριστιανοκοινωνιστών και των Χριστιανοδημοκρατικών, ενώ ένα άλλο κομμάτι δεν το θεωρεί αναγκαίο. Στην Αυστρία, από την άλλη, δεν έχουμε μία απλά συντηρητική κυβέρνηση, σε αυτή συμμετέχουν νεοφασιστικά κόμματα και τώρα θα προεδρεύει της ΕΕ. Αυτά είναι μια τεράστια συζήτηση που αφορούν γενικά τον πολιτικό προσανατολισμό του συντηρητικού μπλοκ στην Ευρώπη. Συμφωνώ ότι είναι μια εντελώς λάθος τακτική, αλλά οι Χριστιανοκοινωνιστές θεωρούν πως θα ήταν τραγική η απώλεια ψήφων γύρω στο 10% από την AfD. Να σημειώσουμε ότι ενώ η μεγάλη μάζα των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών έχει απορροφηθεί στην Ευρώπη ή έχει εγκλωβιστεί στην Τουρκία μετά την κοινή δήλωση και δεν τίθεται θέμα μεγάλων ροών, η ακροδεξιά αρνείται να το δεχθεί αυτό, όχι γιατί ενδιαφέρεται τόσο για τα σύνορα, αλλά γιατί θέλει μέσω αυτού να πιέσει στη διαχείριση των ήδη αφιχθέντων προσφύγων-μεταναστών.

Πηγή: Η Εποχή