Αναδημοσιεύσεις

02
10

Εντουάρντο Παζ Ράντα: «Σε αυτές τις εκλογές διακυβεύονται οι προοπτικές της Βολιβίας»

Ο Λουίς Άρσε, ο επιτυχημένος υπουργός Οικονομίας της κυβέρνησης του Έβο Μοράλες, στα δεκατρία χρόνια ως υπουργός, κατάφερε να φτάσει την οικονομία της Βολιβίας σε επίπεδα ρεκόρ ανάπτυξης, με μέσο όρο 5% εν μέσω της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της εθνικοποίησης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, της ανάκαμψης των στρατηγικών εταιρειών που ιδιωτικοποιήθηκαν από το νεοφιλελευθερισμό, επίσης της εκβιομηχάνισης, των επενδύσεων σε δρόμους, σχολεία, νοσοκομεία, αθλητισμό και εθνική ολοκλήρωση και της αναδιανομής του πλούτου. Προτείνει την έξοδο από την τρέχουσα κρίση με βάση την ενεργή παρουσία του κράτους στην οικονομία, τις δημόσιες επενδύσεις σε τομείς που δημιουργούν θέσεις εργασίας, την προσωρινή αναστολή του εξωτερικού χρέους και την εκβιομηχάνιση του φυσικού αερίου, του σιδήρου και του λιθίου, των τελευταίων στρατηγικών πόρων μεγάλης διεθνούς σημασίας. Μαζί του είναι ο Νταβίντ Τσοκεουάνκα, που ήταν υπουργός Εξωτερικών του Έβο Μοράλες, και ξεχώρισε για την προώθηση της διπλωματίας των λαών, των δικαιωμάτων των αυτόχθονων πληθυσμών και της Μητέρας Γης στον ΟΗΕ, και την προοδευτική ολοκλήρωση της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής. Ο Λουίς Άρσε είναι ένας σοσιαλιστής, αριστερός οικονομολόγος, αφοσιωμένος στα λαϊκά κινήματα, υπέρμαχος της κυριαρχίας της χώρας απέναντι στις ιμπεριαλιστικές πολιτικές παρέμβασης, και υποστηρίζεται από στρατηγικές συμμαχίες με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της Central Obrera Boliviana, τα αγροτικά και αυτόχθονα κινήματα, τις λαϊκές γυναικείες οργανώσεις σε όλη την χώρα, και τους κατοίκους της υπαίθρου και των πόλεων.
02
10

Διαλεκτικές εικόνες και οφθαλμαπάτες

ΤΖΟΡΤΖΙΟ ΑΓΚΑΜΠΕΝ. Μέσα χωρίς σκοπό Σημειώσεις για την πολιτική & Τι είναι μια διάταξη. Μετάφραση: Αθηνά Παπαναγιώτου-Θάνος Ζαρταλούδης. Νήσος, 2020. Σελ. 148 Αν υποθέσουμε ότι έχει κάποια αξία η απονομή παράσημων στο πεδίο του στοχασμού, ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν θα έθετε ισχυρή υποψηφιότητα για τον χαρακτηρισμό του σημαντικότερου εν ζωή φιλοσόφου: έχοντας ανδρωθεί στο μεγάλο κίνημα της ιταλικής Αυτονομίας τη δεκαετία του 1970, αλλά μπολιάζοντας με μια ανυποχώρητη «μεταφυσική» ματιά τον ετερόδοξο μαρξισμό αυτού του κινήματος, κατέληξε στην ωριμότητά του, τη δεκαετία του 1990, να οργανώσει τη σκέψη του σε ένα γιγάντιο οικοδόμημα που, είκοσι χρόνια και τουλάχιστον δέκα βιβλία αργότερα, υπό τον γενικό τίτλο Homo Sacer, αποτελεί, αν όχι το κορυφαίο, πάντως ένα απαράμιλλο φιλοσοφικό επίτευγμα της εποχής μας. Ταυτόχρονα, τα χρόνια της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης γύρω στο 2010 και, πολύ πιο πρόσφατα, τις μέρες της φετινής πανδημίας, ο Αγκάμπεν είδε το απατηλό φως της μαζικής δημοσιότητας να λούζει τις αμφιλεγόμενες επικαιρικές πολιτικές του τοποθετήσεις, πότε αναφορικά με το ιδεώδες μιας «λατινικής αυτοκρατορίας του Νότου» ως αντίπαλου δέους ενάντια στον νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό Βορρά, και πότε αναφορικά με τη νόσο COVID-19 ως όπλο των κρατούντων για τη βιοπολιτική καθυπόταξη των λαών. Τα κείμενα του μικρού τόμου Μέσα χωρίς σκοπό, γραμμένα ως επί το πλείστον την εποχή που γεννιόταν το σχέδιο του Homo Sacer, σκιαγραφούν κάτι σαν μικρή γενεαλογία ενός πνεύματος που γονιμοποίησε όσο κανένα τη σύγχρονη πολιτική σκέψη, προτείνοντας ή αναδιατυπώνοντας έννοιες όπως ο homo sacer, η γυμνή ζωή, η κατάσταση εξαίρεσης, η μορφή-ζωής, η χειρονομία, το στρατόπεδο, η αστυνομία, οι οποίες ανταποκρίνονται ιδανικά στις προδιαγραφές αυτού που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (βασική πηγή έμπνευσης του Αγκάμπεν, μαζί με τον Χάιντεγκερ, την Αρεντ, τον Φουκό, τον Ντεμπόρ, τον Ντελέζ, αλλά και τον Κάφκα), ονόμαζε «διαλεκτική εικόνα»: κατασκευές στο μεταίχμιο διαχωρισμένων τομέων του νοητού, των οποίων η αντιστικτική σύνθεση, ένα απαιτητικό διανοητικό μοντάζ αλλοτριωμένων και συχνά απωθημένων στοιχείων, φέρνει αναπάντεχα στην επιφάνεια βαθύτερες όψεις του πραγματικού – με τους όρους του Αγκάμπεν, αποκαλύπτει μια «ουσία» ή ένα έμβιο ον που ασφυκτιά μέσα σε επιβεβλημένες «διατάξεις», αλλά απελευθερώνεται από την εργασία ενός «υποκειμένου» το οποίο προκύπτει ακριβώς από την «αναμέτρηση» ουσιών και διατάξεων (σελ. 138).
01
10

Ιδιωτικοποιήσεις και δημόσιο συμφέρον σε περιόδους κρίσης

Στην Ελλάδα η κυβέρνηση εργάζεται και προγραμματίζει με σθένος και νεοφιλελεύθερη περηφάνια νέες ιδιωτικοποιήσεις, ωσάν να μην ενημερώθηκε ποτέ για τη σχετική διεθνή εμπειρία. Οι δημόσιες υποδομές σε περιόδους κρίσης καθίστανται απαραίτητο εργαλείο για την προστασία του πληθυσμού. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για υγειονομική κρίση οι υπηρεσίες υγείας, ύδρευσης και αποχέτευσης, οι οδικές αρτηρίες, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, κ.α., καθίστανται νευραλγικά για τον περιορισμό της διασποράς και την υποστήριξη των κοινοτήτων. Στη χώρα μας, σύμφωνα με το αναθεωρημένο πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ, που πρόσφατα εγκρίθηκε από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής, είναι σε εξέλιξη διαγωνισμοί για περιφερειακά λιμάνια, Εγνατία Οδό, ΔΕΠΑ και Αττική Οδό. Οι αποκρατικοποιήσεις των ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, και του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ), καθυστέρησαν εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης, αλλά παραμένουν ο μεγάλος στόχος της κυβέρνησης που τέθηκε σε τροχιά ξανά μετά το lock down. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ιδιωτικοποίησης των περιφερειακών αεροδρομίων, η οποία θέτει ερωτήματα σχετικά με το που τίθεται τελικά το πολιτικό όριο για μία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο που προωθεί το Υπουργείο Μεταφορών, καταργούνται οι κρατικές αεροπορικές αρχές στην περιφέρεια και ο έλεγχος θα γίνεται από την κεντρική υπηρεσία της Αθήνας. Με αυτόν τον τρόπο, επηρεάζεται άμεσα η ασφάλεια των πτήσεων, τα δικαιώματα των επιβατών, αλλά και η περιφρούρηση της εθνικής ασφάλειας. Οι αερολιμενικοί με διαβαθμισμένη πρόσβαση σε χώρους των αεροδρομίων καταργούνται ως υπάλληλοι της εποπτικής αρχής και ο έλεγχος των 14 αεροδρομίων από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας και το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας (ΓΕΑ) περνάει στην ιδιωτική γερμανική εταιρεία Fraport. Ακόμα και σε περιόδους σύρραξης. Υπενθυμίζουμε ότι στην ίδια εταιρεία ανήκουν αεροδρόμια σε περιοχές όπως η Μυτιλήνη, η Σάμος, η Κως και η Ρόδος. Την ίδια στιγμή, και μετά τα “χειροκροτήματα” για το ΕΣΥ, η κυβέρνηση επανήλθε στο ολέθριο σχήμα των ΣΔΙΤ για την υγεία. Τη νεοφιλελεύθερη πανάκεια όπου το δημόσιο πληρώνει ακριβές υπηρεσίες σε ιδιώτες και αυτοί με τη σειρά τους εκμεταλλεύονται υποδομές και προσωπικό του δημοσίου σε τιμές εξευτελιστικές. Παρά τις σοβαρές ανάγκες η κυβέρνηση συνεχίζει να αφήνει τη δημόσια υγεία και την πρωτοβάθμια περίθαλψη να καταρρέουν. Παράλληλα, φαίνεται πως μεθοδεύει την ιδιωτικοποίηση, ξανά μέσω ΣΔΙΤ, όλου του Εξωτερικού Υδροδοτικού Συστήματος της Αττικής (ΕΥΣ), το οποίο περιλαμβάνει τα φράγματα και τους ταμιευτήρες Εύηνου, Μόρνου, Μαραθώνα, τη λίμνη Υλίκης, τις γεωτρήσεις Πάρνηθας και Βοιωτικού κάμπου, τα υδραγωγεία, τα δίκτυα μεταφοράς μήκους 400 χιλιομέτρων και τα αντλιοστάσια, που αποτελούν την κύρια υποδομή για την υδροδότηση του λεκανοπεδίου της Αθήνας.
01
10

Νίκος Βούτσης: Η κυβέρνηση στη στρατηγική του «πρόθυμου συμμάχου» με αφορμή την επίσκεψη Πομπέο

Αυτά που συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες με την εν κρυπτώ εφαρμογή της κυβέρνησης στην αυτονόητη εναρμόνιση με τη Συμφωνία των Πρεσπών είναι πρωτοφανή και θίγουν τη διεθνή υπόσταση της χώρας. Είναι προφανέστατο ότι έγινε εν κρυπτώ και παραβύστω μία συνάντηση κορυφαίων υπουργών στη Θεσσαλονίκη για συζήτηση διμερών θεμάτων. Κάτι παρόμοιο δεν έχει ξαναγίνει. Την ίδια ώρα που δεν έρχονται και δεν ξέρουμε αν και πότε θα έρθουν προς κύρωση οι τρεις συμφωνίες με τη Β. Μακεδονία, λόγω των εσωκομματικών προβλημάτων της ΝΔ, η κυβέρνηση με δημόσιο τρόπο σε συνεργασία με τον Δήμαρχο Αθηναίων δέχεται να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον κ. Γκουαϊδό της Βενεζουέλας, ο οποίος πλέον εγκαταλείπεται και από τους ένθερμους οπαδούς του πέραν του Ατλαντικού και να μιλήσουν για τη Δημοκρατία, αν είναι δυνατόν. Την ίδια ώρα επαναλαμβάνω ακολουθείται ένα «κρυφτούλι» με τη Β. Μακεδονία λόγω των εσωκομματικών προβλημάτων της ΝΔ. Αυτό είναι εντελώς απαράδεκτο. Επίσης να τονίσουμε ότι για τη συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον κ. Ζάεφ έγινε κάθε προσπάθεια είτε δια των ΜΜΕ είτε δια της προσωπικής ιστοσελίδας του πρωθυπουργού να περάσει στη σκιερή πλευρά των εξελίξεων. Ενώ είναι σαφές και κοινός τόπος, όπως είπε και η κα. Μπακογιάννη, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών προσδίδει μεγάλο πρόσθετο κεφάλαιο στη χώρα για τη σταθεροποίηση στην περιοχή. Θα έπρεπε λοιπόν η ΝΔ να αναλάβει το κόστος της αναπροσαρμογής της στρατηγικής της αφού είναι φανερό ότι σε αυτό το ζήτημα υπήρξε μία σαφής εξαπάτηση του ελληνικού λαού από πλευράς της ηγεσίας της ΝΔ.
01
10

Πάνος Σκουρλέτης: Δικαιολογημένη η αγανάκτηση των μαθητών απέναντι στα λάθη της κυβέρνησης για το άνοιγμα των σχολείων

[Η αναπλήρωση των ωρών των καταλήψεων] «είναι άλλη μια επιπόλαιη και άστοχη κίνηση του Υπουργείου Παιδείας, που αθροίζεται σε όλα τα προηγούμενα, αυτά που δεν έκανε τους προηγούμενους μήνες. Που δεν προετοιμάστηκε για το άνοιγμα των σχολείων, ενώ ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι θα είμαστε αντιμέτωποι με ένα δεύτερο  κύμα πανδημίας. Λιγότεροι καθηγητές, περισσότεροι μαθητές στις αίθουσες, όχι δωρεάν τεστ για τους καθηγητές και τους μαθητές, την εκπαιδευτική κοινότητα συνολικά. Εγκληματικά λάθη τα οποία τροφοδότησαν μία δικαιολογημένη αγανάκτηση στον μαθητικό κόσμο. Αντί, λοιπόν, τώρα να ανοίξουν ένα διάλογο με τους μαθητές και να τους πουν “βρε παιδιά ελάτε κάτω να δούμε ποιες είναι οι δυνατότητες, τι αφήσαμε κι εμείς και δεν κάναμε όλο το προηγούμενο διάστημα, ελάτε να δούμε τι θα γίνει, πως θα το αντιμετωπίσουμε από κοινού”, μπαίνουν σε μια αντιπαράθεση με τους μαθητές. Και προσπαθούν, για όλα αυτά τα παιδιά που στην πλειοψηφία τους λένε σωστά πράγματα, που τα λένε και οι οικογένειές τους, να πουν ότι είναι κατά της μάσκας...». […] «Δεν καταλαβαίνει η κυβέρνηση ότι αυτό που υποκινεί αυτή τη στιγμή την αναστάτωση στα σχολεία είναι η δική της ανοργανωσιά, οι δικές της αστοχίες και η έλλειψη προγραμματισμού»;
01
10

Αναζητώντας τον αριστερό ιδεότυπο

Ο αριστερός άνθρωπος, σε ένα περιβάλλον ιστορικής ασυνέχειας, μετά και την πτώση του τείχους, αδυνατεί να επανευφεύρει τον εαυτό του, φοβούμενος τη μαχητική εκδοχή του, και καταφάσκει σε σοσιαλδημοκρατικά ημίμετρα, πατώντας και στη βάρκα του αστισμού και στην ταπεινότερη του λαού, τούτο δεν είναι λύση. Η πολιτική παρρησία, με την οποία θα επαναπροσεγγιστούν όλα εκείνα τα παλαιά θέσφατα που ριζοσπαστικοποίησαν, σε όχι πολύ μακρινές εποχές, την κοινωνία, είναι, καταρχάς, αναγκαία για την καθεμιά και τον καθένα. Εάν δεν τοποθετηθούμε ξανά πέραν και των ιδεών του (αστικού) Διαφωτισμού, αν δεν μιλήσουμε ξανά, δίχως ηθικολογίες, για τις ιδέες εκείνες που έφερναν, όσες φορές την έφεραν, την αριστερά σε ηγεμονική θέση εντός της κοινωνίας, οι μάχες θα χάνονται. Και της γης οι κολασμένοι θα παραπαίουν, βυθιζόμενοι σε νέα ιδεολογικά σκοτάδια.
01
10

Συμβιβασμοί υπογραμμένοι με αίμα

Με σκληρή γλώσσα, συχνά με λεπτή ειρωνεία, ο Κλάους Μαν στήνει μια πολύ πλούσια τοιχογραφία μιας δύσκολης εποχής στην οποία άρχιζαν σιγά-σιγά να κυριαρχούν όλοι εκείνοι που, μεθυσμένοι από τη βίαιη εξουσία τους, πίστευαν πως «ποτέ δεν θα πάρουν εκδίκηση οι βασανισμένοι». Έχει έτσι τη δυνατότητα να μιλήσει για τον αναδυόμενο και διαρκώς πιο επιθετικό αντισημιτισμό, τη σχέση τέχνης και πολιτικής και ειδικότερα τη σχέση των Γερμανών διανοούμενων με το ναζιστικό καθεστώς, την ιστορική ευθύνη των συγγραφέων και των καλλιτεχνών, τον ρόλο των ΜΜΕ («τους δημοσιογράφους, που έγραφαν τις γνώμες και τις απόψεις τους καθ’ υπαγόρευσιν του υπουργείου Προπαγάνδας») και το μοντέλο του δημοσιογράφου-εκβιαστή που ο πλούτος του οφειλόταν «στα χρηματικά ποσά που εισέπραττε για όσα δεν δημοσίευε στη στήλη του», για τους δημοκρατικούς πολιτικούς που αγνοούν τον ναζισμό και «ορκίζονται ότι ο εχθρός βρίσκεται αριστερά» και για τους αστυνομικούς που ενώ «θέλουν να λέγονται σοσιαλιστές, δίνουν άδεια για πυρ εναντίον εργατών». Σκιαγραφεί, έτσι, εκείνη την άγρια εποχή όπου, ενώ «το απολυταρχικό καθεστώς του άγριου στρατοκρατικού καπιταλισμού συνέχιζε τη φρικτή του δράση» και ενώ «τα πτώματα μαζεύονταν σωρό», «οι ξένοι που περνούσαν μια βδομάδα στο Βερολίνο –Άγγλοι λόρδοι, Ούγγροι δημοσιογράφοι ή Ιταλοί υπουργοί– επαινούσαν την άψογη καθαριότητα και την τάξη […] έβλεπαν μόνο χαρούμενα πρόσωπα και έβγαζαν το συμπέρασμά τους: Όλοι αγαπούν τον Φύρερ». Μια εποχή όπου «η νέα γενιά της Γερμανίας μάθαινε ότι η λέξη “ειρηνιστής” είναι βρισιά· η νέα γενιά της Γερμανίας δεν είχε πια ανάγκη να διαβάζει Γκαίτε και Πλάτωνα». Κλάους Μαν «Μεφίστο» (μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Άγρα, 2020)
01
10

Επαιξαν κι… έχασαν

Η κρίση που προκάλεσε η πανδημία Covid-19 οδήγησε τον περασμένο Μάρτιο σε απώλειες δισεκατομμυρίων από τις αγορές τσακίζοντας πληθώρα επενδυτικών χαρτοφυλακίων ανά την υφήλιο. Παρότι τα χρηματιστήρια ανέκαμψαν γρήγορα στη συνέχεια, η Allianz Global Investors -η θυγατρική του γερμανικού κολοσσού που διαχειριζόταν τις επενδύσεις των αμερικανικών ταμείων- υποχρεώθηκε λόγω των τεράστιων ζημιών (έως και 95%) να κλείσει πάνω στην κρίση δύο από τα hedge funds της. Αποτέλεσμα ήταν οι αποταμιεύσεις πυροσβεστών, δασκάλων, φορτηγατζήδων και των λοιπών εργαζόμενων να γίνουν ατμός και τα Ταμεία τους να ξεκινήσουν από Ιούλιο μπαράζ αγωγών εναντίον της Αllianz διεκδικώντας αποζημιώσεις. Στις προσφυγές τους τα Ταμεία κατηγορούν τη γερμανική εταιρεία για παραπλάνηση και κακοδιαχείριση του επενδυτικού χαρτοφυλακίου. Ισχυρίζονται περίπου ότι ο διαχειριστής των κεφαλαίων τους ήταν… ατζαμής, αφού εν μέσω της κρίσης του κορονοϊού άλλαξε την επενδυτική του στρατηγική και μάλιστα χωρίς να πληροφορήσει τους πελάτες του. Στις αγωγές τους τα συνδικάτα υποστηρίζουν ότι η Allianz τούς υποσχέθηκε αποδόσεις ανεξαρτήτως αστάθειας και κατεύθυνσης της αγοράς καθώς και προστασία από τις ακραίες και ξαφνικές βουτιές των τιμών των μετοχών. Ισχυρίζονται ότι η Allianz παρέκκλινε από την επενδυτική της εντολή και προέβη σε αποφάσεις, ενώ η αγορά βυθιζόταν, οι οποίες οδήγησαν τα funds σε επιπλέον ζημιές. Και πιο συγκεκριμένα της καταλογίζουν ότι παρέκκλινε της στρατηγικής χρήσης των options (δικαιώματα αγοράς τίτλων) για προστασία από μια βραχυπρόθεσμη κατάρρευση της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Οι ισχυρισμοί αυτοί -για όσους ασχολούνται με το χρηματιστηριακό παίγνιο πολλά χρόνια και ειδικά τους… λύκους, τα τσακάλια και τα αιλουροειδή που τα κονομούν από αυτό, αποτελούν βέβαια… φούμαρα. Η Allianz Global Investors διεμήνυσε ενδεικτικά ότι όχι μόνο δεν απέκλινε από τη στρατηγική της, αλλά και ότι οι κατηγορίες των εναγόντων είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμες. «Οι ενάγοντες είναι επαγγελματίες επενδυτές και αγόρασαν αυτά τα hedge funds προσδοκώντας σε σημαντικές αποδόσεις και έχοντας γνώση των κινδύνων που συνεπάγονται αυτές» υπογράμμισε ο εκπρόσωπος της γερμανικής ασφαλιστικής. Πάντως, πέρα από τις ευθύνες ή μη που μπορεί να έχει η Allianz, μερίδιο για τη χασούρα των ασφαλισμένων έχουν αναμφίβολα τόσο οι διοικήσεις των Ταμείων όσο και η ομοσπονδιακή και οι πολιτειακές κυβερνήσεις. Μετά το κραχ του 2008 και τις αποκαλύψεις για τις κομπίνες των «λύκων» της Wall Street, όφειλαν να έχουν αναπροσαρμόσει τα συνταξιοδοτικά προγράμματα των εργαζόμενων μακριά από τον χρηματιστηριακό τζόγο και τα «αιλουροειδή» που τον λυμαίνονται.
30
09

Luciana Castellina: Για τη Ροσάνα

Η Ροσάνα Ροσάντα, η μεγαλύτερη σε ηλικία από την ομάδα που δημιούργησε το περιοδικό, υπήρξε –και έτσι ασφαλώς θα παραμείνει στη μνήμη μας– μια πρωταγωνιστική φυσιογνωμία του ιταλικού κομμουνισμού. Πρόλαβε να πάρει μέρος στην Αντίσταση, παρά τη νεαρή ηλικία της, όταν ήταν φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, λειτουργώντας ως σύνδεσμος των ανταρτών με το συνωμοτικό όνομα Μιράντα. Η σύνδεσή της με τους αντάρτες έγινε με τη βοήθεια του καθηγητή της στο Πανεπιστήμιο, του σπουδαίου κομμουνιστή φιλοσόφου Αντόνιο Μπάνφι. Αυτό έγινε το 1943, και από τότε η Ροσάνα έγινε μια στρατευμένη κομμουνίστρια. Χρησιμοποιώ τη λέξη «στρατευμένη» γιατί η Ροσάνα ήταν πάντα μια από τις σπάνιες μορφές εκλεπτυσμένων και εξαιρετικά καλλιεργημένων διανοουμένων, που όμως είχε διαθέσει ταυτόχρονα όλες της τις δυνάμεις της στην πολιτική δουλειά στη βάση, ως μέλος σε όλη τη δεκαετία του ’50 της γραμματείας της νομαρχιακής επιτροπής του PCI στο Μιλάνο, που είχε τους περισσότερους εργάτες από όλες τις οργανώσεις του κόμματος. Ήταν επιφορτισμένη με τη δουλειά στα εργοστάσια, με στόχο τη διαμόρφωση της νέας εργατικής τάξης, αλλά και με τη δουλειά στον τομέα του πολιτισμού, ως διευθύντρια του ιστορικού Μορφωτικού Ινστιτούτου του Μιλάνου. (...) Ήταν μια καλλιεργημένη μαρξίστρια, αλλά στα γραπτά της ενδιαφερόταν κυρίως για τα θέματα της τρέχουσας πολιτικής. Όταν ιδρύσαμε το Manifesto, μαζί με μια ομάδα παιδιών που δεν είχαν ιδέα για τον τρόπο που γίνεται η σύνταξη μιας εφημερίδας, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας που μέχρι τότε δεν είχε κάνει ποτέ τη δημοσιογράφο, βάλθηκε να μάθει αυτά που χρειάζονταν σαν σχολιαρόπαιδο, και στο τέλος η εφημερίδα έγινε η καθημερινή δουλειά της. Βέβαια, ακόμη και τα μικρά της χρονογραφήματα είχαν τη λάμψη της κουλτούρας της και συγκέντρωναν το σεβασμό όλων των σημαντικών διανοουμένων.
30
09

Προς τον σ. πρόεδρο και τους συντρόφους

Το κύριο ερώτημα που ταλανίζει εδώ και πολύ καιρό το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ είναι αν πρέπει να μείνει αριστερό κόμμα ή αν πρέπει να μετεξελιχθεί σε κεντροαριστερό κόμμα. Φρονώ ότι σε ιδεολογικό επίπεδο πρέπει να παραμείνει αριστερό, αλλά σε πολιτικό επίπεδο πρέπει να συμπεριλάβει όλο τον κεντροαριστερό χώρο. Οι αντιμαχόμενοι κάνουν από ένα λάθος ο καθείς. Οι μεν, οι οποίοι θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μετασχηματιστεί σε κεντροαριστερό κόμμα,  ξεχνούν α) ότι εκεί δεν κατοικοεδρεύουν ιδέες ικανές να λύσουν σύγχρονα προβλήματα (διευρυνόμενες και αντιπαραγωγικές ανισότητες, ασυμμετρία μεταξύ γνωσιακών προσόντων των εργαζομένων και «σκατοδουλειών»/shitjobs, κλιματική αλλαγή, αυξανόμενος αριθμός μεταναστών χωρίς ίσα δικαιώματα στις κοινωνίες υποδοχής, ασυμμετρία μεταξύ διαδικτυακής οριζοντιότητας και απαρχαιωμένης κάθετης πολιτικής δομής, ανάγκη για νέες ταυτίσεις και ταυτότητες σε έναν κατακερματισμένο εργασιακό και κοινωνικό χώρο, κ.λπ.) και β) ότι ο κεϋνσιανισμός που εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την έξοδο από τα μνημόνια, μπορεί να είναι χρήσιμος για την άμυνα της κοινωνίας, αλλά δεν μπορεί να ενθουσιάσει κανένα, και άρα να κινητοποιήσει κόσμο στον αγώνα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και τον αυταρχισμό, καθώς και να αναπτύξει νέα πολιτικά και πολιτιστικά οράματα. Οι δε, οι οποίοι θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να παραμείνει αριστερό κόμμα, παραγνωρίζουν τη σημασία των εξής δεδομένων: το σημαίνον «κέντρο» καθησυχάζει τους ανθρώπους α) που είναι μετριοπαθείς στις απόψεις τους, που προτιμούν να ακούν όλες τις πλευρές πριν αποφασίσουν, που ζυγίζουν υπέρ και κατά, που δεν πιστεύουν στις απόλυτες αλήθειες, β) που νοιώθουν πιο καλά με την ιδέα ότι αποτελούν κάποιον «μέσο όρο», ότι είναι «κανονικοί», ότι δεν είναι «ακραίοι», ότι αποτελούν τον κορμό της κοινωνίας, ότι δεν είναι σε πόλεμο με το άλλο μισό της, που σε τελική ανάλυση δεν θέλουν να σηκώσουν τα ψυχολογικά βάρη ενός συμβολικού εμφυλίου πολέμου, γ) που είναι ηλικιωμένοι και άρα αξιοδοτούν την ασφάλεια και τη σταθερότητα έναντι της ριζοσπαστικής ρητορικής που υπόσχεται, χωρίς να μπορεί να εγγυηθεί, γρήγορες και μεγάλες αλλαγές (και μην το ξεχνάμε: η ελληνική κοινωνία έχει γεράσει δημογραφικά και συνεχίζει να γερνάει). Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, θεωρώ πως καμία από τις  εκατέρωθεν πολιτικές εκτιμήσεις δεν πρέπει να εκφέρεται ωσάν να ήταν η πλέον σωστή, και ότι η αναγνώριση της μερικότητας των εν λόγω απόψεων θα έπρεπε να οδηγήσει σε μια ειλικρινή αλληλοκατανόηση και συνεννόηση. Ομοίως, όσον αφορά την επικείμενη διεύρυνση μέσω της Προοδευτικής Συμμαχίας, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι μόνο το ¼ περίπου του κοινωνικού σώματος ταυτίζεται με αμιγώς αριστερές αξίες, και άρα δεν επαρκεί για την εκλογική νίκη. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι μεγάλο μέρος των στελεχών του πάλαι ποτέ κραταιού κεντροαριστερού χώρου έχουν αποδειχθεί αριβίστες της πολιτικής και διεφθαρμένοι, και άρα η ηγεσία θα πρέπει να περιορίσει τις μεταγραφές που θυμίζουν πολιτικές συναλλαγές. Τα παθήματα της περασμένης δεκαετίας πρέπει να γίνουν μαθήματα.