Macro

ΤΟΥΡΚΙΑ: Πολιτική επικράτηση με κόστος

Πώς είναι δυνατόν μια χώρα να βρίσκεται σε οικονομική κρίση ενώ έχει τεράστια αποθέματα σε χρυσό (495,6 τόνοι) από κοιτάσματα τα οποία εκμεταλλεύεται προσελκύοντας το διεθνές εμπορικό ενδιαφέρον και με ετήσια ανάπτυξη που μόλις το πρώτο τετράμηνο του 2018 ξεπερνά το 7,4%.
Η τουρκική οικονομία πέρυσι αναδείχθηκε ως η ταχύτερα αναπτυσσόμενη, μεταξύ των οικονομιών του G20, ξεπερνώντας ακόμη και αυτή της Κίνας, που την ίδια περίοδο αναπτύχθηκε κατά 6,9%.
Ενώ όμως οι εντυπωσιακές επιδόσεις αποδίδονται εξ ολοκλήρου στον κατά τα άλλα αυταρχικό Ερντογάν, στον ίδιο αποδίδονται και οι ευθύνες για τις αιτίες που οδήγησαν τη χώρα σε νομισματική κρίση και που τάχιστα μπορεί να εξελιχθεί σε οικονομική κρίση. Ο υπέρμετρος δανεισμός, ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός, η διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και γενικά η απουσία ελέγχων είναι οι εσωτερικές παράμετροι που οδήγησαν στην κατρακύλα της τουρκικής λίρας. Είναι όμως μόνο θέμα «εσωτερικής» διαχείρισης η αιτία της πτώσης της τουρκικής λίρας;

Η Τουρκία εκτός από τις πολιτικές κρίσεις, τα πραξικοπήματα και το «βαθύ κράτος» που την πλήγωνε, κατάφερε να ξεπεράσει τρεις οικονομικές κρίσεις, που δημιουργήθηκαν επίσης λόγω στρεβλώσεων στην οικονομία και χαλάρωση των ελέγχων (1994-1999 και 2001). Τότε βέβαια, είχε τεράστιο δημόσιο χρέος και αναγκάστηκε να προσφύγει στο ΔΝΤ.
Από το 2003 με την άνοδο του Ερντογάν στην πρωθυπουργία και την αποπληρωμή του χρέους στο ΔΝΤ, η Τουρκία έζησε μια «χρυσή δεκαετία» με μέση ετήσια ανάπτυξη 5,4% που οδήγησε και στην πρώτη αναβάθμισή της, μετά το 1994, στην κατηγορία «investment-grade», δηλαδή σε «επενδυτικό προορισμό». Από τότε, οι αναπτυξιακοί δείκτες ακολούθησαν ανοδική πορεία και δημιούργησαν κλίμα ευφορίας.
Αυτήν την περίοδο, λίγες ήταν οι πολιτικές «φωνές» που προέβαλαν επιχειρήματα για αλλαγή του μείγματος οικονομικής πολιτικής. Διότι η επιχειρηματική ελίτ που στήριζε την αντιπολίτευση, διασκέδαζε και πλούτιζε από αυτή την οικονομική των χαμηλών επιτοκίων και την απουσία συναλλαγματικού ελέγχου. Από την πλευρά, δε, του κυβερνητικού AKP επίσης κώφευαν, λόγω του ότι τα περισσότερα στελέχη και πολλά μέλη του κόμματος, διατηρούσαν θέσεις σε επιχειρήσεις (ΝΠΙΔ) που συνεργάζονται με το δημόσιο ή επωφελούνται από αυτές.

Ένταση των διαφωνιών

Από τα μέσα όμως του 2013, οι εκφραζόμενες διαφωνίες από την αντιπολίτευση αυξήθηκαν, όχι τόσο για την οικονομική πολιτική, αλλά περισσότερο με προσωπικές αιχμές εναντίον του Ερντογάν και των πολιτικών επιλογών του, που στηρίζονταν από μια ισχυρή πλειοψηφία. Το ίδιο διάστημα αυξάνονται οι κοινωνικές διαμαρτυρίες (Μάιος 2013, Πάρκο Γκεζί), με αιχμή τη μειούμενη αγοραστική δύναμη των τούρκων πολιτών και τη συντηρητικοποίηση της χώρας, ενώ από το κυβερνητικό κόμμα και τον ίδιο τον Ερντογάν θεωρούνταν «υποκινούμενες».
Έτσι, ο Ερντογάν για να μετριάσει τις κατά μέτωπο αντιπαραθέσεις με την αντιπολίτευση αλλά και να σχεδιάσει την απαλλαγή της χώρας, από τους «υπονομευτές και τους τρομοκράτες», αποφασίζει να βάλει στο προσκήνιο τον Νταβούτογλου (2014-16) και τον Γιλντιρίμ (2016-18), ώστε να διαμοιράζονται τα αντιπολιτευόμενα πυρά. Το όραμά του να κάνει την Τουρκία «ηγέτιδα χώρα» μεταξύ των ισλαμικών χωρών στη Μέση Ανατολή, παραμένει αναλλοίωτο, ενώ ο δρόμος προς την κατεύθυνση αυτή, είναι η αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος στη χώρα: από προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία.
Ο σχεδιασμός αυτός, ο οποίος δεν είναι αρεστός σε ξένα κέντρα εξουσίας, σε συνδυασμό με τους στόχους της εσωτερικής αντιπολίτευσης για την ανατροπή του, οδηγούν συντεταγμένα, στην απόπειρα για πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016, απόπειρα που για «τυχαίους» λόγους αποτυγχάνει. Έκτοτε, ο Ερντογάν, ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι η οικονομία «θερμαίνεται», αποφασίζει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να βάλει τέλος στη διαφθορά και στη σπατάλη, «εξυγιαίνοντας» το διαχειριστικό μηχανισμό του κράτους από μέλη και στελέχη του ΑΚΡ, πρώην συνεργάτες του (και νυν οπαδούς του Γκιουλέν).

Το σχέδιο «εξυγίανσης»

Για να υλοποιήσει το σχέδιο εξυγίανσης ελέγχει την πολιτική έκφραση στην Τουρκία προβάλλοντας ως βασική αιτία ελέγχου, την «υπονόμευση της χώρας». Δόγμα του: «Η επίτευξη αποτελέσματος ακόμη και με χειραγώγηση των μαζών». Με διαδικασία εσωτερικού ελέγχου και πειθαρχικό, απομακρύνει από τον κρατικό μηχανισμό, όλους όσους θεωρεί «υπονομευτές, προδότες της πατρίδας και διεφθαρμένους» όπως αναφέρεται σε ομιλίες του.
Σε αυτή τη διαδικασία, οι δημόσιοι λειτουργοί παύουν πλέον να έχουν πολιτική ταυτότητα. Δεν έχει σημασία αν είναι οπαδοί του Κεμάλ ή του Φετουλάχ Γκιουλέν. Τους δίνει νέα ταυτότητα: «οργάνωση υπονομευτών/τρομοκρατών» της χώρας. Στην οργάνωση «χωράνε» όλοι απ’ όπου και αν προέρχονται, αρκεί να υπάρχει υπόνοια ότι υπονομεύουν τη χώρα και την κυβερνητική λειτουργία. Αυτό που επιτυγχάνει είναι η λαϊκή μάζα να εστιάζει πλέον σε έναν κοινό εχθρό: την τρομοκρατία.
Με αυτόν το σχεδιασμό και την κατάλληλη ρητορεία, επιδιώκει να βάλει τέλος στον «κεμαλισμό» αποφεύγοντας να θεωρηθεί ο ίδιος ως «αντι-Κεμάλ» από μια μεγάλη πλειοψηφία του τουρκικού λαού που λατρεύει τον Μουσταφά Κεμάλ ως «οιονεί άγιο» ενώ η εικόνα του δεσπόζει όπου γυρίσεις να κοιτάξεις.
Παράλληλα, προβάλλει ως υπαίτιους για το κουρδικό ζήτημα, τους επικεφαλής του βαθέος κράτους των κεμαλικών και συσπειρώνει μεγάλο ποσοστό συντηρητικών Κούρδων με το μέρος του. Για τη μάζα που αδυνατεί να παρακολουθήσει τους ελιγμούς του, ο Ερντογάν εκφωνεί ως σύνθημα: «Μια πατρίδα, μια σημαία, ένα έθνος, ένα κράτος!»

Αιτίες της «κρίσης» και η πτώση της λίρας

Η ευφορία για την Τουρκία και τις άλλες αναπτυσσόμενες αγορές, τέλειωσε όταν η FED αποφάσισε να ακολουθήσει την πολιτική αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων και να ισχυροποιήσει το δολάριο. Οι επενδυτές άρχισαν να φεύγουν από τις αναπτυσσόμενες αγορές, διότι δεν ήταν πλέον ελκυστικές για αυτούς.
Η φυγή των επενδυτών μείωσε ραγδαία τα συναλλαγματικά αποθέματα στην Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, αλλά μεγάλη ευθύνη έχει και η ίδια η τράπεζα ως προς τη διαχείριση του δανεισμού σε ιδιώτες και την απουσία ελέγχων στις συναλλαγματικές ροές. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι ο δείκτης δανειακής μόχλευσης (δανείων προς καταθέσεις), του τραπεζικού κλάδου της Τουρκίας, εκτιμάται ότι υπερβαίνει το 130% (από 116% το τέλος 2017). Αυτό το ποσοστό μόχλευσης είναι ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στις αναδυόμενες αγορές σύμφωνα με έγκυρες πηγές. Σύμφωνα με έκθεση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, η Τράπεζα, διαθέτει καθαρά μόλις 36 δισ. δολάρια (στοιχεία Μαΐου 2018). Τα ακαθάριστα αποθεματικά, τα οποία περιλαμβάνουν επίσης τις απαιτήσεις σε συναλλαγματικά αποθεματικά των τραπεζών, ανέρχονται σε 107 δισ. δολάρια, μείωση κατά 4,2% από τον προηγούμενο μήνα. Αυτά δεν αρκούν για να καλύψουν τις εισαγωγές 6 μηνών επιβεβαιώνουν επίσημες πηγές της Τράπεζας. Σε αυτή την εξέλιξη προστέθηκαν τα περιοριστικά μέτρα, σε εισαγόμενα στην αμερικανική αγορά, προϊόντα βαριάς βιομηχανίας από την Τουρκία όπως, ο χάλυβας και το ατσάλι.
Η ανάπτυξη με μείγμα οικονομικής πολιτικής που δημιούργησε στρεβλώσεις δεν είναι η κατάλληλη για να επανέλθει η τουρκική οικονομία σε ισορροπία. Μια πιθανή άνοδος επιτοκίων, ενδέχεται να μη φέρει ιδιαίτερη ενδυνάμωση στη λίρα, ιδιαίτερα τώρα που η νομισματική κρίση μετατρέπεται ήδη σε κρίση εμπιστοσύνης και επιπλέον, δεν είναι αποδεκτή από τον Ερντογάν για να μην αποδυναμωθεί η ανάπτυξη και η κατανάλωση.

Θα αντιμετωπιστεί η κρίση;

Πριν απο μια εβδομάδα ο τούρκος υπουργός Οικονομικών Αλμπαϊράκ ανακοίνωσε τον άμεσο σχεδιασμό ενός μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ ο ίδιος ο Ερντογάν ανακοίνωσε κίνητρα για επαναπατρισμό κεφαλαίων με μηδενική φορολόγηση(!) καθώς και διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων ειδικά των στεγαστικών δανείων.
Έχει ληφθεί ήδη απόφαση για παροχή κινήτρων σε συναλλαγές με λίρα Τουρκίας. Ήδη οι αρχές στις 31 Αυγούστου ανακοίνωσαν προσωρινά μέτρα νομισματικής παρέμβασης σε λίρες Τουρκίας, με το μηδενισμό του φόρου στις προθεσμιακές καταθέσεις και αντίστοιχα μείωση φόρου στις προθεσμιακές καταθέσεις εξαμήνου. Αντίθετα, αύξησαν την παρακράτηση φόρου στις προθεσμιακές καταθέσεις συναλλάγματος σε δολάρια και ευρώ.
Προτεραιότητα της κυβέρνησης αποτελεί η διατήρηση ισχυρής εγχώριας δραστηριότητας για όσο το δυνατόν περισσότερο χρονικό διάστημα, μέσω της αξιοποίησης των ισολογισμών του δημόσιου και του τραπεζικού τομέα.
Το μεγαλύτερο στοίχημα για τον Ερντογάν είναι να καταφέρει να θέσει υπό έλεγχο, όλους τους παράγοντες που αφήνουν την οικονομία ευάλωτη, με ένα ισχυρό σοκ, το οποίο πιθανό να έλθει «από το εξωτερικό». Ήδη η Γερμανία ανακοίνωσε ότι ενισχύει το πρόγραμμα «Hermes», το οποίο εγγυάται την ασφάλεια των κεφαλαίων των γερμανικών πολυεθνικών στην Τουρκία, καθώς η Τουρκία ιδιαίτερα αυτή την περίοδο, εξαρτάται από τις εισροές κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος.

Η Ράνια Ιωαννίδου είναι μέλος της γραμματείας Οικονομικής Πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ

Πηγή: Η Εποχή