Μετά το πράγμα αρχίζει να ξεφεύγει. Ο εκπρόσωπος της Μητρόπολης λέει ότι οι Σαμιώτες αισθάνονται μετανάστες στο ίδιο τους το νησί. Ο πρόεδρος των ξενοδόχων λέει για τον τουρισμό που πέφτει, ότι δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν τα παιδιά τους χωρίς συνοδεία μετά τις 5, πως μόνο πρόσφυγες βλέπεις στον δρόμο. Περπατάω στη συγκέντρωση, κι ακούω συνέχεια για τους «λαθρομετανάστες». «Να φύγουν», «θα μαυρίσουμε αυτούς που μας τους κουβάλησαν» κ.λπ. Βλέπω και πολλούς από τους συλλόγους γονέων, που τις προηγούμενες μέρες έβγαζαν ψηφίσματα πως δεν ήθελαν τα προσφυγόπουλα στις ίδιες τάξεις με τα δικά τους παιδιά. Γιατί, παρότι από την εξέδρα τα λόγια είναι στρογγυλεμένα, το αίτημα που κυριαρχεί από κάτω, η ραχοκοκαλιά της συγκέντρωσης, είναι ένα: ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ.
Δίνει λοιπόν το ΚΚΕ τον χώρο, τάχα κυριαρχώντας πολιτικά, με συνθήματα αλληλεγγύης και ειρήνης, για να αναπτυχθεί η ξενοφοβία και ο ρατσισμός. Νομιμοποιεί τις μισαλλόδοξες και ακροδεξιές φωνές, πολώνοντας εναντίον των προσφύγων τους ανθρώπους που φοβούνται και ανησυχούν, δίνοντάς τους τη «λύση»: ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ.
Σ’ αυτή την πνιγηρή ατμόσφαιρα οι λίγες φωνές που πήγαν κόντρα (όπως η παράταξη εκπαιδευτικών «Παρεμβάσεις», του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς) έχουν ανυπολόγιστη αξία. Είναι μια χαραμάδα φως. Πρέπει να ακουστούν κι άλλες· τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά για να σωπαίνει κανείς, από φόβο, διστακτικότητα ή υπολογισμό. Και χρειάζονται πράξεις: δράσεις κοινές με πρόσφυγες, επαφή, να στηριχτεί η εκπαίδευση των προσφυγόπουλων.