Macro

Nancy Fraser: Για έναν διαπεριβαλλοντικό οικοσοσιαλισμό

Η κλιματική πολιτική βρίσκεται πια στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης. Παρά την ύπαρξη ακόμα ορισμένων πυρήνων αρνητών, πολιτικοί δρώντες πολλαπλών αποχρώσεων «πρασινίζουν». Μια νέα γενιά νεαρών ακτιβιστών επιμένει ότι πρέπει να σταματήσουμε να υποτιμούμε τη θανάσιμη απειλή της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ταυτόχρονα, ισχυροποιούνται διάφορα κινήματα υπέρ της αποανάπτυξης. Πεισμένα ότι τα καταναλωτικά πρότυπα μάς οδηγούν στην άβυσσο, επιδιώκουν τον μετασχηματισμό του τρόπου ζωής. Υπάρχει, επίσης, ευρεία υποστήριξη, στο Βορρά και στο Νότο, των ιθαγενικών κοινοτήτων για τους αγώνες τους που μόλις πρόσφατα θεωρήθηκαν οικολογικοί. Επίσης, ορισμένες φεμινίστριες επαναφέρουν στο προσκήνιο, ως επείγουσες, παλιές οικολογικές ανησυχίες. Ισχυριζόμενες ότι υπάρχουν ψυχολογικοί και ιστορικοί δεσμοί μεταξύ της γυναικοφοβίας και της περιφρόνησης για τη Γη, κινητοποιούνται υπέρ τρόπων ζωής που στηρίζουν την αναπαραγωγή –τόσο την κοινωνική όσο και τη φυσική. Εν τω μεταξύ, ένα νέο κύμα αντιρατσιστικού ακτιβισμού περιλαμβάνει στους στόχους του την καταπολέμηση της περιβαλλοντικής αδικίας. Υιοθετώντας μια διασταλτική αντίληψη της σημασίας του συνθήματος «Σταματήστε την χρηματοδότηση της αστυνομίας», το κίνημα Black Lives Matter απαιτεί να γίνει μια μαζική ανακατανομή των πόρων προς τις κοινότητες των έγχρωμων, εν μέρει με στόχο την εκκαθάριση των επικίνδυνων για την υγεία τοξικών ουσιών που υπάρχουν εκεί.

Ακόμα και οι σοσιαλδημοκράτες, συνένοχοι τα τελευταία χρόνια του νεοφιλελευθερισμού ή διεφθαρμένοι από αυτόν, βρήκαν στην κλιματική πολιτική ένα νέο λόγο ύπαρξης. Μέσα από τη μεταμόρφωσή τους σε οπαδούς μιας Πράσινης Νέας Συμφωνίας (Green New Deal) επιδιώκουν να ανακτήσουν τη χαμένη υποστήριξη της εργατικής τάξης, συνδέοντας τη στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με υψηλόμισθες θέσεις εργασίας στα συνδικάτα. Για να μην υστερήσουν, κάποια στοιχεία του δεξιού λαϊκισμού «πρασινίζουν» κι αυτά. Υιοθετώντας έναν οικοεθνικό σωβινισμό, επιδιώκουν τη διατήρηση των «δικών τους» χώρων πρασίνου και φυσικών πόρων αποκλείοντας τους (φυλετικά) «άλλους». Οι δυνάμεις του Παγκόσμιου Νότου εμπλέκονται επίσης σε διάφορα μέτωπα. Ενώ κάποιες από αυτές διεκδικούν το «δικαίωμα στην ανάπτυξη», επιμένοντας ότι το βάρος του μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής πρέπει να το φέρουν οι βόρειες χώρες που εκπέμπουν αέρια του θερμοκηπίου εδώ και διακόσια χρόνια, κάποιες άλλες υποστηρίζουν τη «θέσπιση κοινών» ή την «αλληλέγγυα και κοινωνική οικονομία»∙ κάποιες τρίτες δε, ενδεδυμένες με τον περιβαλλοντικό μανδύα, αξιοποιούν τα νεοφιλελεύθερα προγράμματα αντιστάθμισης των εκπομπών άνθρακα για να περιφράσσουν εκτάσεις, να τις υφαρπάζουν από αυτούς που ζουν εκεί και να απολαμβάνουν νέες μορφές μονοπωλιακής εγγείου προσόδου. Τέλος, εταιρικά και χρηματοοικονομικά συμφέροντα εμπλέκονται επίσης άμεσα σ’ αυτήν την υπόθεση. Αποκομίζοντας τεράστια κέρδη από την εκρηκτική κερδοσκοπία στα χρηματιστήρια οικοεμπορευμάτων, επενδύουν όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά στην εξασφάλιση της διατήρησης του αγοροκεντρικού και φιλικού στο κεφάλαιο καθεστώτος του παγκόσμιου κλίματος.

Από τη μια πλευρά, όλο και περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν σήμερα ότι η παγκόσμια υπερθέρμανση είναι μια απειλή για τη ζωή, όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα, στον πλανήτη Γη. Από την άλλη, οι ίδιοι άνθρωποι δεν έχουν ταυτόσημη άποψη για τις δυνάμεις της κοινωνίας που φέρουν την ευθύνη αυτής της εξέλιξης, ούτε για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην κοινωνία, προκειμένου να μπει ένα τέλος σ’ αυτή. Συμφωνούν, περισσότερο ή λιγότερο, με τα ευρήματα της επιστήμης, αλλά διαφωνούν (περισσότερο, παρά λιγότερο) με την πολιτική για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

 

Ηγεμονία και αντι-ηγεμονία

 

Όμως, οι λέξεις «συμφωνούν» και «διαφωνούν» είναι υπερβολικά χλιαρές για να αποδώσουν αυτό που συμβαίνει. Η σύγχρονη οικοπολιτική ασκείται εν μέσω μιας κοσμοϊστορικής κρίσης και αφήνει τα σημάδια της. Πρόκειται για μια κρίση της οικολογίας, βεβαίως, αλλά και της οικονομίας και της κοινωνίας, της πολιτικής και της δημόσιας υγείας –δηλαδή για μια γενική κρίση με επιπτώσεις παντού, η οποία κλονίζει την εμπιστοσύνη στον καθιερωμένο τρόπο πρόσληψης του κόσμου, αλλά και στις κυρίαρχες ελίτ. Το αποτέλεσμα είναι μια κρίση ηγεμονίας και μια αναταραχή στο δημόσιο χώρο. Απαλλαγμένη πια από τον κυρίαρχο κοινό νου που αποκλείει μη συμβατικές επιλογές, η πολιτική σφαίρα είναι σήμερα ένα πεδίο αγωνιώδους αναζήτησης όχι μόνο καλύτερων πολιτικών, αλλά νέων πολιτικών σχεδίων και τρόπων ζωής. Έχοντας δημιουργηθεί σταδιακά πολύ πριν από την εμφάνιση του Covid, αλλά και οξυνθεί σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της, αυτή η «ασταθής ατμόσφαιρα» διαπερνά την οικοπολιτική που ασκείται αναγκαστικά εν μέσω της πανδημίας. Αντιστοίχως, η διαφωνία για το κλίμα είναι έντονη, όχι μόνο επειδή η τύχη της Γης κρέμεται από μια κλωστή, ούτε μόνο επειδή δεν υπάρχει πολύς χρόνος για μια αποτελεσματική παρέμβαση, αλλά και επειδή το πολιτικό κλίμα βρίσκεται επίσης σε αναταραχή.

Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, η υπεράσπιση του πλανήτη απαιτεί τη διαμόρφωση μιας αντι-ηγεμονίας. Αυτό που απαιτείται είναι η μετατροπή της κακοφωνίας που επικρατεί σήμερα σε έναν οικοπολιτικό κοινό νου, ικανό να προτείνει ένα σχέδιο μετασχηματισμού ευρείας αποδοχής. Για να γίνει, όμως, αντι-ηγεμονικός ένας νέος κοινός νους, πρέπει να πάψει να είναι «αποκλειστικά περιβαλλοντικός». Αναφερόμενος στο συνολικό μέγεθος της γενικής κρίσης στην οποία βρισκόμαστε, πρέπει να συνδέσει την διάγνωση της οικολογικής κρίσης με άλλα ζωτικής σημασίας ζητήματα, στα οποία περιλαμβάνονται η βιοποριστική ανασφάλεια και η καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων∙ η δημόσια αποεπένδυση στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής και η χρόνια υποεκτίμηση της εργασίας στον τομέα παροχής φροντίδας∙ η εθνο-φυλετική αυτοκρατορική καταπίεση και η έμφυλη και σεξουαλική καταδυνάστευση∙ η αποστέρηση, η απέλαση και ο αποκλεισμός των μεταναστών και των μεταναστριών∙ η στρατιωτικοποίηση, ο πολιτικός αυταρχισμός και η αστυνομική βαναυσότητα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά τα ζητήματα συνυφαίνονται με την κλιματική αλλαγή και επιδεινώνονται από αυτήν. Γι’ αυτό, ο νέος κοινός νους πρέπει να αποφύγει τον αναγωγικό «οικολογισμό». Αντί να θεωρεί την παγκόσμια υπερθέρμανση σαν το πρόβλημα που υπερισχύει κατά πολύ κάθε άλλου, πρέπει να ανιχνεύσει τη συγκεκριμένη απειλή στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες που φέρουν και αυτές ευθύνη για άλλες πτυχές της παρούσας κρίσης. Μόνο με την αντιμετώπιση όλων των βασικών όψεων αυτής της κρίσης, των «περιβαλλοντικών» και των «μη περιβαλλοντικών», και με την αποκάλυψη της σχέσης που υπάρχει μεταξύ τους μπορούμε να αρχίσουμε να διαμορφώνουμε ένα αντιηγεμονικό μπλοκ που θα στηρίξει ένα κοινό σχέδιο και θα έχει την πολιτική βαρύτητα να το επιδιώξει αποτελεσματικά.

Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα, αλλά υπάρχει μια «ευτυχής σύμπτωση» που το τοποθετεί στη σφαίρα του εφικτού: όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον ίδιο υπεύθυνο αυτής της κατάστασης: τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός αποτελεί τη βασική κοινωνικοϊστορική αιτία της κλιματικής αλλαγής, και αυτή μπορεί να σταματήσει μόνο με την εξάρθρωση της κεντρικής θεσμοθετημένης δυναμικής του. Ο καπιταλισμός, όμως, φέρει βαθιά ευθύνη και για φαινομενικώς μη οικολογικές μορφές κοινωνικής αδικίας –από την ταξική μέχρι την φυλετική εκμετάλλευση– την αυτοκρατορική καταπίεση και την έμφυλη και σεξουαλική καταδυνάστευση. O καπιταλισμός παίζει, επίσης, κεντρικό ρόλο σε φαινομενικώς μη οικολογικά κοινωνικά αδιέξοδα· στις κρίσεις της φροντίδας και της κοινωνικής αναπαραγωγής∙ στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στις εφοδιαστικές αλυσίδες, στους μισθούς και στην εργασία∙ στη διακυβέρνηση και στη συρρίκνωση της δημοκρατίας. Ο αντικαπιταλισμός, συνεπώς, θα μπορούσε –στην πραγματικότητα θα έπρεπε– να γίνει το κεντρικό οργανωτικό μοτίβο ενός νέου κοινού νου. Η αποκάλυψη των διασυνδέσεων που υπάρχουν μεταξύ των πολλαπλών πτυχών ανορθολογισμού είναι το κλειδί για την ανάπτυξη ενός ισχυρού αντιηγεμονικού σχεδίου οικοκοινωνικού μετασχηματισμού.

 

Σε αναζήτηση μιας αντικαπιταλιστικής οικοπολιτικής

 

Τα κινήματα για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη είναι επί της αρχής διαπεριβαλλοντικά, δεδομένου ότι στοχεύουν στη σύνδεση της οικοκαταστροφής με έναν ή περισσότερους άξονες καταπίεσης –κυρίως στα θέματα φύλου, φυλής, εθνότητας, και εθνικότητας. Και πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ορισμένα από αυτά τα κινήματα είναι σαφώς αντικαπιταλιστικά. Κατά τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν εργατικά κινήματα, όσες και όσοι υποστηρίζουν την Πράσινη Νέα Συμφωνία, και ορισμένοι οικολαϊκιστές που κατανοούν (ορισμένα από) τα ταξικά προαπαιτούμενα για την καταπολέμηση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης, ειδικά την ανάγκη να υπάρξει σύνδεση της μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με πολιτικές υπέρ της εργατικής τάξης οι οποίες να αφορούν τα εισοδήματα και τις θέσεις εργασίας, καθώς και την ανάγκη ενίσχυσης των κρατών έναντι των εταιρειών. Τέλος, υπάρχουν αντιαποικιακά και αυτόχθονα κινήματα που έχουν κατανοήσει πλήρως τη συνύφανση εξορυκτισμού και ιμπεριαλισμού. Αυτά τα κινήματα, μαζί με τα ρεύματα της αποανάπτυξης, πιέζουν για ένα βαθύτερο προβληματισμό της σχέσης μας με τη φύση και τον τρόπο ζωής.

Παρά ταύτα, αυτά τα κινήματα δεν είναι σήμερα στο ύψος των περιστάσεων –είτε πρόκειται για το κάθε ένα ξεχωριστά είτε ως σύνολο. Στο βαθμό που τα κινήματα περιβαλλοντικής δικαιοσύνης παραμένουν υπερβολικά προσηλωμένα στις ανομοιογενείς επιπτώσεις της οικολογικής απειλής στους υποτελείς πληθυσμούς, δεν μπορούν να λάβουν υπόψη την υπάρχουσα δομική δυναμική ενός κοινωνικού συστήματος που παράγει όχι μόνο εισοδηματικές αποκλίσεις αλλά μια γενική κρίση που απειλεί την ευημερία όλων, για να μην αναφερθούμε στον κίνδυνο που συνιστά για τον πλανήτη. Έτσι, ο αντικαπιταλισμός τους δεν είναι ακόμα «οργανικός», ο διαπεριβαλλοντισμός τους δεν πάει ακόμα σε μεγάλο βάθος.

Κάτι παρόμοιο ισχύει με τα κινήματα που επικεντρώνουν την προσοχή τους στο κράτος, ιδιαίτερα οι (αντιδραστικοί) οικολαϊκιστές, αλλά και οι (προοδευτικοί) υποστηρικτές της Πράσινης Νέας Συμφωνίας και τα συνδικάτα. Από την στιγμή που αυτοί οι δρώντες θεωρούν ως προνομιακό χώρο το πλαίσιο της εθνικής κρατικής επικράτειας και ενδιαφέρονται για τη δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω διαφόρων προγραμμάτων κατασκευής πράσινων υποδομών, υιοθετούν μια αρκετά περιορισμένη και ομοιογενή έννοια της «εργατικής τάξης», η οποία όμως στην πραγματικότητα περιλαμβάνει όχι μόνο τους οικοδόμους, αλλά και τους εργαζόμενους στις υπηρεσίες∙ όχι μόνο αυτούς που αμείβονται με μισθό, αλλά και εκείνους που η δουλειά τους δεν πληρώνεται∙ όχι μόνο αυτούς που εργάζονται «στην πατρίδα», αλλά και εκείνους που εργάζονται σε υπεράκτιες εταιρείες∙ όχι μόνο αυτούς που είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, αλλά και εκείνους που εργάζονται σε συνθήκες καταναγκασμού. Αυτά τα ρεύματα δεν λαμβάνουν, επίσης, σοβαρά υπόψη τους την κατάσταση και τη δύναμη των αντιπάλων αυτής της εργατικής τάξης, δεδομένου ότι έχουν υιοθετήσει την κλασσική σοσιαλδημοκρατική παραδοχή ότι το κράτος μπορεί να υπηρετεί ταυτόχρονα δύο αφεντάδες, δηλαδή ότι μπορεί να σώσει τον πλανήτη τιθασεύοντας το κεφάλαιο, και ότι συνεπώς δεν υπάρχει ανάγκη να το καταργήσουν. Έτσι, και αυτά τα ρεύματα δεν είναι όσο χρειάζεται αντικαπιταλιστικά και διαπεριβαλλοντικά, τουλάχιστον προς το παρόν.

Τέλος, οι ακτιβιστές της αποανάπτυξης έχουν την τάση να θολώνουν τα πολιτικά νερά μπερδεύοντας αυτό που στον καπιταλισμό πρέπει να αυξάνεται, δηλαδή την «αξία», με αυτά που θα έπρεπε αλλά δεν μπορούν να αναπτυχθούν μέσα στον καπιταλισμό, δηλαδή τα αγαθά, τις σχέσεις και τις δραστηριότητες που έχουν τη δυνατότητα να ικανοποιήσουν το τεράστιο πεδίο των ανεκπλήρωτων ανθρώπινων αναγκών σε ολόκληρη την υφήλιο. Μια αυθεντική αντικαπιταλιστική οικοπολιτική οφείλει να αποδομήσει την ενδογενή επιτακτική ανάγκη αύξησης της αξίας, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα το θέμα της βιωσιμότητας της οικονομικής μεγέθυνσης ως ένα πολίτικό ζήτημα που πρέπει να αποφασίζεται με δημοκρατική διαβούλευση και κοινωνικό σχεδιασμό. Κατά τον ίδιο τρόπο, προσανατολισμοί που συνδέονται με την αποανάπτυξη, όπως ο περιβαλλοντισμός του λάιφ στάιλ, από την μια πλευρά, και πειράματα «συνδιαχείρισης κοινών» (communing, κοινωνείν) που προεικονίζουν την επιθυμητή μελλοντική κοινωνία, από την άλλη, έχουν την τάση να αποφεύγουν την ανάγκη σύγκρουσης με την εξουσία του κεφαλαίου.

 

Η συγκρότηση του αντιηγεμονικού μπλοκ             

 

Συνδυαζόμενες μεταξύ τους, οι ενοράσεις αυτών των κινημάτων δεν αθροίζονται ακόμα σε έναν νέο οικοπολιτικό κοινό νου. Ούτε συγκλίνουν ακόμα σε ένα αντιηγεμονικό πρόγραμμα οικοκοινωνικού μετασχηματισμού που θα μπορούσε, τουλάχιστον επί της αρχής, να σώσει τον πλανήτη. Τα βασικά διαπεριβαλλοντικά στοιχεία (εργατικά δικαιώματα, φεμινισμός, αντιρατσισμός, αντιιμπεριαλισμός, ταξική συνείδηση, στήριξη της δημοκρατίας, αντικαταναλωτισμός, αντιεξορυκτισμός) είναι παρόντα, αυτό είναι βέβαιο. Αλλά δεν είναι ακόμα ενσωματωμένα σε μια στέρεη διάγνωση των δομικών, αλλά και ιστορικών, αιτιών της παρούσας κρίσης. Αυτό που λείπει μέχρι σήμερα είναι μια σαφής και πειστική προοπτική που να συνδέει όλα τα σύγχρονα δεινά, οικολογικά και άλλα, με το σημερινό κοινωνικό σύστημα-και μέσω αυτού με ένα άλλο μελλοντικό σύστημα.

Το σημερινό σύστημα έχει ένα όνομα: καπιταλιστική κοινωνία, η οποία πρέπει να γίνει κατανοητή υπό μία ευρεία έννοια ώστε να περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες βασικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη μιας καπιταλιστικής οικονομίας –μη ανθρώπινη φύση και κρατική εξουσία, πληθυσμοί που απαλλοτριώνονται, και κοινωνική αναπαραγωγή– που όλες τους, καθόλου τυχαία, κανιβαλίζονται από το κεφάλαιο, και όλες τους παραπαίουν από τα χτυπήματα της μπάλας κατεδάφισης. Προκειμένου να κατονομάσουμε αυτό το σύστημα, και να το κατανοήσουμε υπό την ευρεία του έννοια, πρέπει να προσθέσουμε ένα νέο κομμάτι στο αντιηγεμονικό παζλ που πρέπει να λύσουμε. Αυτό το κομμάτι μπορεί να μας βοηθήσει να συνταιριάξουμε τα άλλα, να αποκαλύψουμε τις πιθανές εντάσεις και τις ενδεχόμενες συνέργειες, να διευκρινίσουμε την πηγή προέλευσής τους και να συμβάλλουμε στην πιθανή συμπόρευσή τους. Το κομμάτι που μπορεί να δώσει την πολιτική κατεύθυνση και την κρίσιμη δύναμη στον διαπεριβαλλοντισμό είναι ο αντικαπιταλισμός. Αν ο διαπεριβαλλοντισμός είναι αυτός που ανοίγει την οικοπολιτική στον πλατύ κόσμο, ο αντικαπιταλισμός είναι εκείνος που του παρέχει την αναγκαία εκπαίδευση, ώστε η προσοχή του να εστιάζεται στην αντιμετώπιση του βασικού εχθρού.

Συνεπώς, ο αντικαπιταλισμός είναι αυτός που τραβάει τη γραμμή ανάμεσα σε «εμάς» και «αυτούς», η οποία είναι αναγκαία για την συγκρότηση κάθε ιστορικού μπλοκ. Η αποκάλυψη της απάτης που συνιστά η εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα αναγκάζει κάθε δυνητικά χειραφετητικό ρεύμα οικοπολιτικής να διαχωρίσει δημόσια τη θέση του από τον «πράσινο καπιταλισμό». Αναγκάζει, επίσης, κάθε ρεύμα να προσέξει τη δική του αχίλλεια πτέρνα, την τάση του να αποφεύγει τη σύγκρουση με το κεφάλαιο, επιδιώκοντας είτε μια (απατηλή) αποσύνδεση, είτε έναν (μονόπλευρο) ταξικό συμβιβασμό, είτε μια (τραγική) ισοτιμία στην τρωτότητα. Εμμένοντας στην ύπαρξη του κοινού εχθρού, το αντικαπιταλιστικό κομμάτι του παζλ υποδεικνύει έναν δρόμο στον οποίο μπορούν να συμβαδίσουν οι θιασώτες της αποανάπτυξης, της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης και την Πράσινης Νέας Συμφωνίας, ακόμα και αν σήμερα δεν μπορούν να προβλέψουν τον ακριβή προορισμό τους, και πολύ περισσότερο να συμφωνήσουν γι’ αυτόν.

Μένει να φανεί, βέβαια, αν θα φτάσουμε πράγματι σε κάποιον προορισμό ή αν η Γη θα συνεχίσει να θερμαίνεται έως το σημείο βρασμού. Πάντως, η μεγαλύτερη ελπίδα μας να αποφύγουμε αυτή τη δεύτερη μοίρα είναι να διαμορφώσουμε ένα αντιηγεμονικό μπλοκ που θα είναι διαπεριβαλλοντικό και αντικαπιταλιστικό. Πού ακριβώς θα μας πάει ένα τέτοιο μπλοκ σε περίπτωση επιτυχίας του παραμένει άγνωστο. Αλλά αν θα έπρεπε να δώσω ένα όνομα σ’ αυτόν τον στόχο, θα επέλεγα τον «οικοσοσιαλισμό».

Nancy Fraser

Μετάφραση: Χάρης Γολέμης

Πηγή: Η Εποχή