Συνεντεύξεις

Νίκος Φίλης: «Η εκπαίδευση είναι πολιτικό και κοινωνικό εργαστήριο που θα επηρεάσει τις εξελίξεις»

Πριν φύγουμε για τον Αύγουστο συζητάμε με τον Νίκο Φίλη τομεάρχη Παιδείας, μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου και βουλευτή Α’ Αθήνας του  ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για τη στρατηγική της κυβέρνησης και πώς «έχει κερδίσει το Κέντρο με γραμμή Δεξιάς», την καμπάνια εμβολιασμού, τις ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ και τις αντιμεταρρυθμίσεις του υπουργείου Παιδείας.

Τη συνέντευξη πήραν οι Ιωάννα Δρόσου, Νίκος Γιαννόπουλος

Είμαστε στα δύο χρόνια κυβέρνησης ΝΔ, κατόπιν τεσσάρων χρόνων κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ποιο το πρόσημο της σημερινής κυβέρνησης;

Η κυβέρνηση της ΝΔ οικοδομεί  μια νέα Μεταπολίτευση αλλά προς τα πίσω. Αυτό είναι το πρόσημο, το πρόγραμμα και ο στόχος της. Με παραδοσιακούς όρους θα λέγαμε ότι επιχειρεί ένα βαθύ κοινωνικό μετασχηματισμό: να εμπεδώσει μια νεοσυντηρητική δεξιά και νεοφιλελεύθερη ηγεμονία στους θεσμούς και στους αρμούς της εξουσίας.  Τη μάχη αυτή τη δίνει με ιδεολογικούς όρους, προσπαθώντας να εγκαταστήσει στο συλλογικό φαντασιακό παλιούς ιδρυτικούς αλλά και νέους μύθους της συντηρητικής παράταξης. Είναι παλιά δεξιά, βαθιά συντηρητική, αλλά ανακαινισμένη υπό τον κ. Μητσοτάκη και το επιτελείο του (που κακώς υποτίμησε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ). Η Δεξιά ανασυγκροτείται με σκληρά ιδεολογήματα και ανοιχτά ομολογημένες πολιτικές και ταξικές στοχεύσεις: «Η άρση των ανισοτήτων πάει αντίθετα στην ανθρώπινη φύση», «δεν χρειάζεται να σπουδάζουν όλοι» και πολλά ακόμα. Η περιγραφή δεν έχει τέλος: αναγόρευση σε καθοριστικό στοιχείο του δόγματος «Νόμος και Τάξη», πειθάρχηση των νέων,  αντιπροσφυγική υστερία και πολλά ακόμα που μετατοπίζουν πολύ δεξιά τον άξονα των πολιτικών εξελίξεων. Στην πραγματικότητα, μιλάμε για μια συντηρητική επανασυγκρότηση των θεσμών και της  αστικής κυριαρχίας.  Σε αυτή τη μάχη που δίνουν, έχουν προσελκύσει δυνάμεις του Κέντρου, το λεγόμενο Ακραίο Κέντρο, που έχει πλέον υιοθετήσει την πιο σκληρή γλώσσα αλλά και συμπεριφορά.  Το χαρακτηρίζει η αποδοχή όλου του δεξιού οπλοστασίου, ακόμα και στην ορολογία, και ένα βαθύτατο αντιΣΥΡΙΖΑ μένος, που διαπερνάει όλη την ύπαρξή τους και δεν επιτρέπει ούτε  ένα  ψήγμα ανώδυνης κριτικής που θα περίμενε κανείς να ασκείται στη ΝΔ. Γιατί κυρίαρχο μέσα τους, είναι να μην επιστρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, όλα τ’ άλλα τα θεωρούν δευτερεύοντα. Είναι χαρακτηριστικό πάντως, ότι ο Μητσοτάκης έχει κερδίσει αυτό το Κέντρο με γραμμή δεξιάς. Το ίδιο έχει συμβεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Η συζήτηση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό έχει προβληματίσει πολύ κόσμο για το ποια είναι η κόκκινη γραμμή ανάμεσα στα ατομικά δικαιώματα και στο κοινό καλό. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ξεκάθαρη θέση; Που μπορεί να καταλήξει η στρατηγική της κυβέρνησης;

Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη στιγμή τάχθηκε υπέρ του καθολικού εμβολιασμού. Για αυτό άλλωστε έδωσε τη μάχη να αρθεί η πατέντα σε παγκόσμιο επίπεδο. Έκανε ταυτόχρονα προσεκτική στάθμιση, όπως και ο ΠΟΥ και όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου στη σχέση του εμβολιασμού με τα κοινωνικά δικαιώματα. Ορθώς ταχθήκαμε υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού στο χώρο της υγείας, αρνηθήκαμε όμως να συναινέσουμε σε μέτρα που υπονομεύουν το δικαίωμα στην εργασία. Η μάχη για τον καθολικό εμβολιασμό, πρέπει να δοθεί στην κοινωνία, με εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο και την επιστήμη, με μέτωπο στον ανορθολογισμό και τη συνωμοσιολογία. Με σεβασμό σε εύλογους φόβους πολιτών. Αλλά με επιμονή στην πειθώ. Αναλόγως της εξέλιξης των μεταλλάξεων, θα κληθούμε να λάβουμε περαιτέρω μέτρα υγειονομικής προστασίας. Σε αυτούς που αντιπαραθέτουν την ατομική ευθύνη στην κρατική υποχρέωση, ή ακόμα σε όσους στήνουν μια αντιπαράθεση ανάμεσα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας και σε αυτόν του Κομφούκιου, η απάντηση είναι μία: Δημοκρατία, δηλαδή ατομικά δικαιώματα που υφαίνουν τη συλλογική κοινωνική ευθύνη. Ειδικά για τα σχολεία, για πολλοστή φορά εδώ και 15 μήνες, ζητούμε συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων με τη συμμετοχή των ειδικών, για να συζητηθεί πώς θα επιτευχθεί με ασφάλεια και ομαλότητα η μείζων προτεραιότητα: το άνοιγμα σχολείων και πανεπιστημίων το Σεπτέμβριο.

Στις δημοσκοπήσεις ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει την εικόνα πως δεν μπορεί να εμπνεύσει, να βγει μπροστά απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ, που σαρώνει ό,τι θεσμοθετήθηκε στη Μεταπολίτευση. Γιατί; Μπορεί αυτό να ανατραπεί;

Τα αίτια της δημοσκοπικής καταγραφής  του ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση είναι πολλά, αντικειμενικά και υποκειμενικά. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, με αφορμή την πανδημία, οι συντηρητικές δυνάμεις επιχειρούν να ενισχύσουν την ηγεμονία τους, εκμεταλλευόμενες το φόβο των πολιτών. Στην Ελλάδα βέβαια υπάρχουν και ειδικοί λόγοι. Ο ασφυκτικός έλεγχος των μέσων ενημέρωσης επιβραδύνει ή και καταστέλλει τις κοινωνικές αντιδράσεις. Για την κατάσταση στο χώρο των ΜΜΕ έχουμε και εμείς τις ευθύνες μας. Νομίζω όμως ότι σημαντικότερη αιτία για τη σημερινή εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ είναι η κρίση φυσιογνωμίας και η έλλειψη πολιτικού σχεδίου για τη δημοκρατική ανατροπή, ζητήματα που έστω καθυστερημένα προσπάθησε να αντιμετωπίσει η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη. Η διατύπωση του Τσίπρα ότι θα διεκδικήσουμε το Κέντρο με αριστερή πολιτική δείχνει ότι συνειδητοποιούμε την κατάσταση, χρειάζεται όμως αυτή η διακήρυξη να γίνει καθημερινή πολιτική.

Η αναγκαία διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ έγινε με τρόπο που δημιούργησε συγχύσεις. Η συνθηματολογία για στροφή προς το Κέντρο, σε μια περίοδο μάλιστα που η κρίση διαμορφώνει δύο αντίπαλα ιδεολογικά και πολιτικά στρατόπεδα, τη Δεξιά και την Αριστερά, από πολλούς πολίτες εκλήφθηκε ως ιδεολογικοπολιτική ταλάντευση  του ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό μάλιστα συνέβαλε και η εικόνα των προσχωρήσεων προσώπων που είχαν ταυτιστεί με τα μνημόνια και τον παλαιοκομματισμό. Δεν αξιοποιήσαμε όσο έπρεπε το 32% των εκλογών, που δεν ήταν ομοιογενές και ήταν αναγκαίο να οργανωθεί προγραμματικά-ιδεολογικά στο έδαφος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ένα πολιτικό κόμμα είναι υποχρεωμένο να δημιουργεί  συνθήκες ηγεμονίας, αρχής γενομένης από τους εκλογείς του. Εννιά χρόνια μετά την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ, είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε πολλούς ψηφοφόρους μας ως πρώην ΠΑΣΟΚ, δηλαδή, να τους προσδιορίζουμε με βάση την καταγωγή τους κι όχι με βάση τη σημερινή τους ταυτότητα. Αυτό μάλιστα δεν εκφράζει πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους γιατί έχουν οριστικά κόψει τους δεσμούς τους με αυτόν τον πολιτικό χώρο.

Η κρίση φυσιογνωμίας συναρτώμενη και με αντιφατικά μηνύματα ως προς την ποιότητα της αντιπολίτευσης έχει δημιουργήσει ερωτήματα σε  ένα μέρος της εκλογικής μας επιρροής από τα Αριστερά. Ειδικότερα στο χώρο της νεολαίας όπου διατηρούμε το προβάδισμα,  υπάρχουν περιθώρια με την ενεργητική παρέμβασή μας να το αυξήσουμε. Η επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στα κινήματα, η ανάδειξη των εναλλακτικών του πολιτικών και ένα σχέδιο πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών, μπορούν να δημιουργήσουν μια δυναμική ανόδου και προοδευτικής διακυβέρνησης. Καθώς η κυβερνητική πολιτική προκαλεί αντιδεξιά αντανακλαστικά μπορούμε σταδιακά να αποδυναμώσουμε το αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί επιτέλους αυτοκριτική για πλευρές της  διακυβέρνησής μας και σταθερή απομάκρυνση από τους μνημονιακούς καταναγκασμούς. Το Ελληνικό, η Fraport, τα Rafal είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε ως συνέχεια της μνημονιακής διακυβέρνησης. Δεν θα κερδίσουμε σε αξιοπιστία αν υποστηρίζουμε τις «ουρές» του μνημονίου. Όταν μάλιστα  διεθνώς, όπως ως ένα βαθμό δείχνει το παράδειγμα Μπάιντεν  η πανδημία πιέζει για επανατοποθετήσεις μακριά από το νεοφιλελευθερισμό. Δεν θα κερδίσουμε τη ΝΔ αν τελικώς το κατεστημένο μάς σπρώξει στη θεωρία των «συγκοινωνούντων δοχείων» και της δικομματικής εναλλαγής. Χρειαζόμαστε μια αντιπολίτευση με πρόγραμμα και ιδεολογικό μήνυμα, με ισχυρό το οικολογικό στοιχείο που στην εποχή μας παραπέμπει σε έναν δημοκρατικό αντικαπιταλισμό. Χωρίς να είμαστε ανεκτικοί στις εξορύξεις, τις θηριώδεις ανεμογεννήτριες στα νησιά και σε περιοχές βιοποικιλότητας. Χωρίς να παλινδρομούμε σε αναχρονισμούς ότι η επιχειρηματικότητα και η εργασία υπερέχουν της προστασίας του περιβάλλοντος. Μια νέα  πορεία χρειάζεται ένα αξιόμαχο κόμμα που θα λειτουργεί συλλογικά και δημοκρατικά, ικανό να κάνει πολιτική όχι με διακηρύξεις αλλά παρεμβαίνοντας στις κοινωνικές αντιθέσεις υπέρ των λαϊκών τάξεων.  Και όσο το δυνατό ταχύτερα Συνέδριο.

Γίνεται πολύς λόγος για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών για την ανάγκη αυτή με κάποιο τρόπο να επιβληθεί. Η πρόταση της Αριστεράς για το θέμα ποια είναι;

Η Αριστερά είναι υπέρ της αξιολόγησης, με όρους δημοκρατίας και αναγνώρισης των ιδιαιτεροτήτων κάθε χώρου. Θέλουμε αξιολόγηση των σχολικών δομών, των προγραμμάτων σπουδών, των υποδομών, και στο πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας του σχολείου, των εκπαιδευτικών. Είμαστε εναντίον της τιμωρητικής αξιολόγησης, που αποτελεί την επιδίωξη της κυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνησης, δημιούργησε υποστηρικτικούς θεσμούς, τα ΠΕΚΕΣ, για να βοηθήσει το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς να αντιμετωπίσουν τα διδακτικά αλλά και τα ψυχοκοινωνικά θέματα, που αυτή την περίοδο είναι ιδιαίτερα οξυμμένα. Η ΝΔ κατήργησε τον ομολογουμένως επιτυχημένο αυτό θεσμό, χωρίς μάλιστα να προηγηθεί θεσμική αξιολόγησή του. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση καθιέρωσε την αποτίμηση του έργου της σχολικής μονάδας, δηλαδή, ο  Σύλλογος Διδασκόντων να προσδιορίζει στην αρχή της χρονιάς ποια είναι τα προβλήματα του σχολείου (πχ. μαθησιακοί στόχοι, σχολική διαρροή, εκφοβισμός μαθητών και άλλα) να παίρνει μέτρα και να παρακολουθεί την υλοποίησή τους. Επίσης είχαμε ξεκινήσει την αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης. Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, προϋποθέτει να εκλείψει η ανωμαλία σύμφωνα με την οποία το 30% είναι αναπληρωτές και να εφαρμοστεί πρόγραμμα επιμόρφωσης για όλους τους εκπαιδευτικούς. Και μην ξεχνάμε ότι ο εκπαιδευτικός αξιολογείται κάθε μέρα μέσα στην τάξη από τον μαθητή. Σε όσες χώρες της Ευρώπης εφαρμόζεται η αξιολόγηση, δεν έχει μια μορφή. Στη Φινλανδία για παράδειγμα, δεν υπάρχει ατομική, και μάλιστα εξωτερική, αξιολόγηση.

Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε. «Άλλη μια νίκη της ΝΔ»;

Τίποτα απ’ ό,τι ψηφίζει η ΝΔ δεν εξυπακούεται ότι θα εφαρμοστεί στην πράξη. Πολλές φορές νόμοι άδικοι για τους εργαζόμενους και ιδιαίτερα για τη νεολαία, έχουν ακυρωθεί. Από τα μεταπολιτευτικά χρόνια, σας θυμίζω την κατάργηση του ν. 815 για τα πανεπιστήμια το 1979, επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή. Κι ακόμα, κανείς δεν θα θυμόταν τον υπουργό Παιδείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τον Β. Κοντογιαννόπουλο, αν οι μαθητικές καταλήψεις εκείνης της εποχής δεν σφραγίζονταν από το αίμα του καθηγητή Τεμπονέρα, που υπήρξε θύμα του οννεδίτη Καλαμπόκα. Σε ένα άλλο πολιτικό περιβάλλον, με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, ήταν οι πολύμηνες μαθητικές καταλήψεις με σύνθημα «Αρσένη κάτσε φρόνιμα», που οδήγησαν στην αλλαγή του τότε υπουργού και στην υποχώρηση της κυβέρνησης. Υπήρξε επίσης και η προσπάθεια της κυβέρνησης Καραμανλή  να καταργήσει το άρθρο 16 του Συντάγματος για τα πανεπιστήμια, που και πάλι οι νεολαιίστικες κινητοποιήσεις ματαίωσαν. Και βεβαίως υπάρχει πάντοτε η αλήστου μνήμης μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου, που παρ` ό, τι ψηφίστηκε από το 80% εκείνης της Βουλής, καταργήθηκε στην πράξη από τις κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών και αναγκάστηκε η κυβέρνηση Σαμαρά να αλλάξει το νόμο. Αλλά και φέτος με την πανεπιστημιακή αστυνομία δημιουργήθηκαν οι πρώτες ρωγμές στην κυβερνητική δύναμη.

Οι αντιθέσεις και οι αγώνες στο χώρο της εκπαίδευσης  είναι ένα πολιτικό και κοινωνικό εργαστήριο και  τα αποτελέσματά τους επηρεάζουν καθοριστικά τις πολιτικές εξελίξεις. Δεν το ομολογεί, αλλά το συνυπολογίζει αυτό η κυβέρνηση, καθώς επιχειρεί να πλήξει, όπως λέει, την «αριστερή ηγεμονία», με τις κατά προτεραιότητα προωθούμενες αντικοινωνικές μεταρρυθμίσεις στο χώρο της εκπαίδευσης. Η έκφραση αυτής της αναμέτρησης θα καθορίσει, σε σημαντικό βαθμό, την εξέλιξη της μάχης για τη δημοκρατική ανατροπή. Όχι περιμένοντας τις εκλογές, αλλά οργανώνοντας από τώρα τις κοινωνικές αντιστάσεις. Μια προοδευτική διακυβέρνηση δεν μπορεί να στηρίζεται στην ανάθεση, προϋποθέτει την ενεργό λαϊκή κινητοποίηση. Είναι κι αυτό ένα μάθημα από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ο Σεπτέμβρης είναι κοντά και αναλόγως των επιπτώσεων της πανδημίας θα σηματοδοτήσει τη μετάβαση της κοινωνίας από το φόβο στην οργή.

Τι σηματοδοτεί η διάταξη να αναζητούν οι διευθυντές των σχολείων χρηματοδότηση από την αγορά;

Η καταδίκη των σχολείων να ζητιανεύουν για να λειτουργούν θα προκαλέσει πολλές κοινωνικές αντιδράσεις. Αντιδράσεις επίσης θα προκαλέσει και η προσπάθεια διαπλεκόμενων τοπικών παραγόντων ή άλλων σχημάτων αυτο-ονομαζόμενης ευεργεσίας, να χρηματοδοτήσουν τη λειτουργία των σχολικών μονάδων, με αντιπαροχές διαφημιστικές ή με παρεμβάσεις στη λειτουργία του σχολείου. Η κοινωνία θα διεκδικήσει το κράτος να μην υπαναχωρήσει από την υποχρέωσή του να χρηματοδοτεί το δημόσιο σχολείο. Σημειώνουμε ότι στο νέο μεσοπρόθεσμο οι δαπάνες για την Παιδεία βαίνουν μειούμενες τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Να θυμίσουμε ότι κατά τη διάρκεια των μνημονίων, κατέρρευσε κατά 35% η δημόσια χρηματοδότηση της εκπαίδευσης και μόνο στα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε μια μικρή αλλά σταθερή τάση αύξησής της. Είναι προφανές, ότι η χορηγία στα σχολεία θα εκτοξεύσει τις κοινωνικές ανισότητες διότι άλλοι χορηγοί υπάρχουν για την Κηφισιά και άλλοι -αν υπάρχουν…- για το Ζεφύρι. Στήνουν δηλαδή ένα επιπλέον μηχανισμό δημιουργίας σχολείων πολλαπλών ταχυτήτων.

Μήπως αγγίζει το όριο του λαϊκισμού να υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ είσοδο των αδικημένων στα πανεπιστήμια αναδρομικά;

Λαϊκισμός είναι να λες «ναι σε όλους για όλα τα αιτήματα». Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση που ρωτάτε. Δεν υποσχόμαστε «όλοι στο πανεπιστήμιο». Ζητάμε, να μην μείνει καμιά θέση κενή λόγω της Ελάχιστης Βάσης, αφού μόλις προ δύο μηνών η Πολιτεία προκήρυξε 77.415 θέσεις εισακτέων. Γιατί το έκανε; Προφανώς, επειδή κρίνει ότι τόσες χρειάζεται η κοινωνία και η οικονομία και τόσες μπορούν να στηρίξουν τα πανεπιστήμια. Αλλιώς, απλώς κοροϊδεύει τους νέους. Έχουμε λοιπόν καθήκον, να αποκαταστήσουμε την αδικία σε βάρος πολλών χιλιάδων αποφοίτων λυκείου. Ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι αν του χρόνου υπάρχει κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, οι φετινοί κομμένοι λόγω της ΕΒΕ θα έχουν δικαίωμα να καταλάβουν τις θέσεις που δεν κατελήφθησαν φέτος (και ουσιαστικά τους ανήκουν), χωρίς να ανταγωνίζονται τους υποψηφίους που θα δίνουν πρώτη φορά. Νομίζω δεν υπάρχει πιο δίκαιη και λογική διακήρυξη αρχών. Είναι ευνόητο από την άλλη, ότι αν η ΕΒΕ εφαρμοστεί περισσότερες από μια χρονιά, θα χρειαστεί να υπάρξει προσαρμογή στην αντιμετώπιση του θέματος.

Πηγή: Η Εποχή