Γεράνεια Όρη: Δάκρυα και πόνος πάνω από τα καμένα
Τέσσερις ημέρες ανεβοκατέβαινε το βουνό. Άλλες με μια τσάπα στο χέρι για να σκεπάσει με χώμα όποια εστία πήγαινε να γεννηθεί. Άλλες με ένα αλυσοπρίονο για ν' απελευθερώσει τους δρόμους από τα κλαδιά και τους κορμούς των φλεγόμενων δέντρων. Ήταν ένα σκηνικό εφιαλτικό. «Ήμασταν στα 200 μέτρα απόσταση πίσω από τη φωτιά κι ενώ ο αέρας φυσούσε εμπρός στέλνοντάς την σε αντίθετη κατεύθυνση, νιώθαμε ότι ήταν δίπλα».
Για τον Θέμο όμως, 35 χρόνων, που μεγάλωσε στα Γεράνεια, ήταν αυτονόητο να βρεθεί σε μια μάχη πρώτης γραμμής για τη διάσωσή τους. Εκεί δοκίμασε μικρότερος τις αντοχές του στο ποδήλατο, εκεί συνεχίζει σήμερα τις αναβάσεις με φίλους του, συμμετέχοντας ταυτόχρονα στον τοπικό σύλλογο δασοπροστασίας. «Είναι σαν να καιγόταν για σας η Πάρνηθα ή ο Υμηττός. Δεν θα πηγαίνατε να βοηθήσετε;».
Κάποιος έπρεπε, βέβαια, να πάρει τηλέφωνο. Μένοντας στο Λουτράκι ήταν αδύνατον ν’ αντιληφθεί τη φωτιά στην αρχή της. Πληροφορήθηκε για την εξέλιξη αργότερα, από τοπικές ιστοσελίδες, και ξεκίνησε το γρηγορότερο. Αναρωτιέται ωστόσο «δεν θα έπρεπε ο δήμος να μας πάρει ως εθελοντές πυροσβέστες, ορειβάτες και διασώστες; Υποτίθεται ότι έχει καταρτίσει σχετικό σχέδιο προστασίας που μας περιλαμβάνει». Αργότερα θα διαπίστωνε ότι η δική του περίπτωση δεν ήταν εξαίρεση. «Δεν είχαν πάρει τηλέφωνο ούτε τον πρόεδρο της δημοτικής ύδρευσης».
Εδώ όμως δεν λειτούργησε καν το 112. «Υπήρξε μια φήμη για ηλικιωμένο που δεν είχε ενημερωθεί και βρισκόταν το σπίτι του κοντά στη φωτιά. Οπότε μπήκαν στη διαδικασία κάποιοι άνθρωποι να πάνε να τον βρουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αν είχε υπάρξει ειδοποίηση, δεν θα χρειαζόταν να κινδυνεύσουν. Ο εκπρόσωπος Τύπου της Πυροσβεστικής και ο Χαρδαλιάς είπαν ότι δεν εστάλη μήνυμα για να μην δημιουργηθεί πανικός. Μα τώρα είναι που χρειάζεται ο άλλος να πανικοβληθεί. Με την έννοια να κινητοποιηθεί και ν’ αφήσει άμεσα το σπίτι του, στην περίπτωση που κινδυνεύει».
Φτάνοντας στο σημείο οι εθελοντές αντίκρισαν μια φωτιά πολύ ισχυρή, που τους έκαιγε τα πρόσωπα από εκατοντάδες μέτρα απόσταση. Με την τελευταία βροχή να πέφτει πριν δύο μήνες και τις συσσωρευμένες ποσότητες από ξεραμένες πευκοβελόνες, το έδαφος για μια πυρκαγιά αμείωτης έντασης ήταν παραπάνω από πρόσφορο.
Οι εθελοντές χωρίστηκαν κατ’ ουσίαν σε δυο ομάδες. Η μία είχε επιβιβαστεί σέ φορτηγάκι με δική του μάνικα κι η άλλη, του Θέμου, ήταν πεζοπόρα. «Ρώτησα κάποια στιγμή τον διοικητή πού είχε στείλει τους άνδρες της ΕΜΑΚ, ώστε να πάω εγώ με δική μου ευθύνη σε σημείο στο βουνό που δεν υπήρχε άτομο».
Το συναίσθημα απέναντι στη φωτιά υπήρξε καθηλωτικό. «Αισθάνεσαι ότι έχεις απέναντι ένα τσουνάμι. Όποια κίνηση κι αν κάνεις, είναι μάταιη. Αν δεν μπορέσεις να ελέγξεις τη φωτιά μέσα στο πρώτο μισάωρο, μετά είναι αδύνατον».
Χωρίς να θέλει να κακολογήσει τους πυροσβέστες, «που χτυπούσαν 24ωρα ενώ εμείς τουλάχιστον γυρίζαμε και κοιμόμασταν στο κρεβάτι μας», υπογράμμισε ότι η τωρινή γενιά «είναι εκπαιδευμένη για ν’ αντιμετωπίζει τις φωτιές στις πολυκατοικίες, όχι για να βγαίνει στο βουνό. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην εφαρμόζονται πια κάποιες τακτικές που χρησιμοποιούσαν παλιότερα οι έμπειροι δασοπυροσβέστες, οι οποίοι πλέον έχουν αποσυρθεί».
Για τον ίδιο, η επιστροφή του θεσμού της δασοπροστασίας είναι επιτακτική. Σε μια τέτοια συνθήκη, οι δασικές υπηρεσίες θα ήταν ενεργές και στελεχωμένες, το έδαφος καθαρό από ξερόχορτα και πευκοβελόνες και η Πυροσβεστική αντιμέτωπη με διαχειρίσιμες καταστάσεις.









