Αναδημοσιεύσεις

01
06

Κύρκος Δοξιάδης: Περί προόδου

Ειδικά οι έννοιες της προόδου και του προοδευτικού συχνά (αν και όχι κατ’ ανάγκην) παραπέμπουν σε μια αφήγηση ή αναπαράσταση της ανθρώπινης Ιστορίας, σύμφωνα με την οποία η ανθρωπότητα, έστω διά μέσου αντιφάσεων, συγκρούσεων και πρόσκαιρων οπισθοδρομήσεων, διαρκώς προοδεύει, υπό την έννοια ότι οδηγείται αναπόφευκτα, νομοτελειακά, προς ένα καλύτερο μέλλον ή προς το «τελικό στάδιο» της ιστορικής πορείας. Μέχρι την πτώση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», τούτη η αφήγηση συνόδευε σχεδόν αποκλειστικά την ιδεολογία της Αριστεράς (βλ. σχ. στο προηγούμενο άρθρο μου στην «Εφ.Συν.»). Γι’ αυτόν τον λόγο, ό,τι πω τώρα ίσως φανεί παράδοξο, αλλά δεν είναι. Η νομοτελειακή αναπαράσταση της ιστορικής «προόδου» έχει περάσει πλέον σχεδόν εξ ολοκλήρου στην ιδεολογία του αντιπάλου της Αριστεράς – των κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων που ομνύουν στο όνομα της «ελεύθερης αγοράς», δηλαδή του καπιταλισμού. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη θεωρία περί «τέλους της Ιστορίας» του Φουκουγιάμα – αυτή ίσως ήταν η πιο περίτεχνη θεωρητική της έκφανση. Τι ήταν το περίφημο «Δεν υπάρχει εναλλακτική» της Μάργκαρετ Θάτσερ αν όχι αυτό ακριβώς; Αν όχι δηλαδή η βαθιά πεποίθηση πως η Ιστορία οδηγεί νομοτελειακά την ανθρωπότητα προς την πλήρη αποδοχή των νεοφιλελεύθερων δογμάτων; Και προφανώς η ιδεολογική αυτή εμμονή στη νεοφιλελεύθερη νομοτέλεια δεν περιορίζεται στη ρητορική των πολιτικών αρχηγών. Υφέρπει ως το ιδεολογικό υπέδαφος ολόκληρης της αρχιτεκτονικής της Ε.Ε. από το Μάαστριχ κι έπειτα. Ηταν η ιδεολογική καταξίωση για τη μέχρι τελικής πτώσεως προσήλωση στην καταστροφική πολιτική των μνημονίων. Οντως, απέναντι σε μια τέτοια «πρόοδο» η Αριστερά είναι οπισθοδρομική. Η απάντηση της Αριστεράς ας μην είναι η επιστροφή στη δική της εκδοχή της ιστορικής νομοτέλειας. Ας είναι η –θεωρητική, ιδεολογική, πρακτική– καταστροφή της νομοτέλειας και της «προόδου» των ιδεολόγων του νεοφιλελευθερισμού.
01
06

Το Ημερολόγιο του Ευκλείδη Τσακαλώτου: Μα γιατί δεν θέλουν να πληρώνονται με ρεπό;

Διαβάζω ότι υπάρχουν επιχειρηματίες στον χώρο, για παράδειγμα, της εστίασης ή του τουρισμού που ψάχνουν να βρουν εργαζόμενους, αλλά δεν μπορούν. Η απορία λοιπόν που γεννιέται στον αρθρογράφο είναι ότι είναι παράλογο στην Ελλάδα που περνάει μια τέτοια κρίση και που υπάρχει σημαντική ανεργία, ιδιαίτερα στους νέους, να υπάρχουν επιχειρήσεις που ψάχνουν εργαζόμενους, χωρίς κάποια ειδίκευση, και να μην βρίσκουν. Έτσι λοιπόν το συμπέρασμα που καταλήγει αβίαστα είναι ότι φταίει η επιδοματική πολιτική. Ότι δηλαδή είναι τόσο ψηλά τα επιδόματα που ο εργαζόμενος προτιμάει να κάθεται άνεργος παρά να εργαστεί. Και εδώ έχουμε λοιπόν άλλη μια απλή και εύπεπτη εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου δόγματος ότι για όλα φταίει το κράτος – και ιδιαίτερα το κοινωνικό κράτος – και αν το μειώσουμε (π.χ. καταργώντας τα επιδόματα) όλες οι στρεβλώσεις θα εξαφανιστούν και όλα τα προβλήματα θα λυθούν. Η ρητορική αυτή δεν είναι ούτε καινούρια, ούτε πρωτάκουστη. Αντίθετα είναι στενά συνυφασμένη και με τις ρυθμίσεις που φέρνει η Νέα Δημοκρατία από την πρώτη μέρα που ανέβηκε στην εξουσία το 2019 και στόχο έχουν να αποδυναμώσουν τους εργαζόμενους για να συμπιεστούν οι μισθοί. Ρυθμίσεις όπως η μείωση της δύναμης των συνδικάτων, η αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η – επερχόμενη – ελαστικοποίηση του ωραρίου, η πληρωμή υπερωριών με ρεπό στόχο έχουν να κρατήσουν τους μισθούς χαμηλά και τη δυνατότητα αντίδρασης περιορισμένη. Και εδώ όμως η ελληνική Δεξιά φαίνεται να μην παρακολουθεί τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία. Αν δει κανείς τι γίνεται αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ, από την μια έχουμε τάση των εργαζομένων να φτιάξουν σωματεία, και από την άλλη προσπάθεια της κυβέρνησης να αυξήσει τον κατώτατο μισθό. Και όλα αυτά γιατί οι μεγάλες οικονομίες αρχίζουν σιγά σιγά να κατανοούν ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας των τελευταίων δεκαετιών δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ούτε τις επενδύσεις αύξησε, ούτε τους πραγματικούς μισθούς αύξησε, ούτε τα χαμηλότερα και μεσαία στρώματα έγιναν πλουσιότερα. Αυτό που συνέβη ήταν στασιμότητα των μισθών – ενώ η παραγωγικότητα αυξανόταν – και διεύρυνση των ανισοτήτων. Σε όλη αυτή τη συζήτηση λοιπόν η ελληνική Δεξιά θέλει να αποπροσανατολίσει τον κόσμο. Δεν θέλει να συζητάμε γιατί δεν υπάρχουν καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας και ποιες πολιτικές θα μας οδηγήσουν εκεί, αλλά προσπαθεί να εστιάσει τη συζήτηση στους γνώριμους αποδιοπομπαίους τράγους: το κράτος και τους ίδιους τους εργαζόμενους.
01
06

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: 2011-2021, Από το κίνημα των πλατειών στις ψηφιακές πλατείες

Η ΝΔ, ωθούμενη από τις προεκλογικές της υποσχέσεις στους χορηγούς της, από την άνοδο της Alt Right σε πολλές χώρες του κόσμου, και από το ανέλπιστο 40% που έλαβε το 2019, οργάνωσε μια μακρά επίθεση σε όλους τους πυλώνες του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου (Αριστερά, κινήματα, συνδικάτα, δημόσια αγαθά, δημοκρατικά δικαιώματα) προκειμένου να εγκαθιδρύσει (και όχι συνομολογήσει) ένα νεοφιλελεύθερο συμβόλαιο, το οποίο διατυπώνεται ως εξής: «αυτός ο κόσμος δεν μας χωράει όλους, συνταχθείτε με τους δυνατούς για να μην έχετε την τύχη των αδύναμων και για να συνεχίσετε να τους εκμεταλλεύεστε όπως οι δυνατοί». Όπως όμως συμβαίνει σε όλα τα μέρη του κόσμου, αυτό το αυταρχικό σχέδιο προσκρούει στο σύγχρονο νεκροθάφτη των αυταρχικών εξουσιών, στο μορφωμένο δικτυωμένο άνθρωπο (που ακόμα ταυτίζεται με το πρώτο μισό του ηλικιακού φάσματος). Και το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτών των εξουσιών είναι ότι δεν μπορούν να τον καταστείλουν, ούτε βιολογικά ούτε ιδεολογικά, γιατί έχει μεταφέρει τις πλατείες από το φυσικό χώρο στον ψηφιακό και γιατί δεν βλέπει τηλεόραση. Στον ψηφιακό χώρο, η μάχη δίνεται με πιο ίσους όρους, η γεφύρωση συντελείται απρόσκοπτα και η νέα αντιπολιτευτική συμμαχία χτίζεται μέσα στη ρευστότητα του διαδικτύου, σε συνεχή σύνδεση με το φυσικό χώρο. Εκεί πέφτουν τα τείχη μεταξύ των μελών μιας διευρυμένης μεσαίας τάξης, που έχει εξισωθεί οικονομικά με αυτό που παλιά αποκαλούσαμε «λαό» και, με πρωταγωνιστή την πιο προσοντούχα νέα γενιά από καταβολής ελληνικού κράτους, ανασυντίθεται το πρόγραμμα μιας δημοκρατικής κοινωνίας που αρνείται να εκπέσει κοινωνικά σε υπηρέτη θλιβερών αφεντάδων. Σιγά σιγά χτίζεται ένα αντιΝΔ μέτωπο από όλους αυτούς και αυτές που αρνούνται να καθηλωθούν ταξικά προς όφελος κάποιων που δεν αξίζουν τίποτα παραπάνω. Η εξίσωση των ανθρώπων ως προς την αξία, τη μόρφωση, την προσπάθεια, καθώς και ο αγώνας στο όνομα αυτής, σάρωσε τη μετεμφυλιακή συνθήκη και έφερε τη δημοκρατία, και είναι η ίδια αυτή συνθήκη που θα εγγυηθεί την ανθεκτικότητα της δημοκρατίας απέναντι σε μια γελοία ελίτ που αυτοθαυμάζεται ως άριστη, όπως έκαναν τα τζάκια περασμένων εποχών. Αρκεί να συνδυάσουν τις προσπάθειές τους όσες και όσοι θέλουν να σώσουν από την καταστροφική επιδρομή της ΝΔ τους εργαζομένους, τη νεολαία, τα δημόσια αγαθά της παιδείας και της υγείας, την πολιτιστική μας κληρονομιά, το περιβάλλον, και τον πλουραλισμό. Και αρκεί να καταλάβουν ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25, και μάχιμοι συνδικαλιστές/στριες, ότι πρέπει να αποτελέσουν το σημείο συγκέντρωσης (rallying point) ενός ακαθοδήγητου δημοκρατικού κινήματος. Γι’ αυτό μια κοινή συγκέντρωση όλων αυτών, που θα δώσει το σύνθημα για γενική επίθεση απέναντι στο κόμμα των πλουσίων, 10 χρόνια μετά το κίνημα των πλατειών, θα ήταν μια ιστορικών διαστάσεων πρωτοβουλία.
31
05

Άγγελος Ελεφάντης: Κόμματα νέου τύπου, διανοούμενοι νέου τύπου

Τα ΜΜΕ είναι εξουσιαστική δομή, από τις σκληρότερες που εφηύρε η ανθρωπότητα, τα ΜΜΕ είναι εξουσία. Παράγουν λόγο πολιτικό, συμβολικό κεφάλαιο, παράγουν ιδεολογία, μονοπωλούν τους μηχανισμούς παραγωγής ιδεολογίας, παράγουν την κοινή γνώμη κόβοντας συνάμα όλους τους διαύλους ανάδρασης. Το αποδεικνύουν ο ταχύτατα αυξανόμενος χρόνος παρακολούθησης της τηλεόρασης, η απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους του ελεύθερου χρόνου σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες για άτομα όλων των ηλικιακών και κοινωνικών τάξεων. Το αποδεικνύουν, επίσης, οι ονομαζόμενες εκπομπές λόγου, οι τηλεοπτικές συζητήσεις: επαγγελματίες της πολιτικής, της τέχνης ή της επιστήμης, που συνήθως επιλέγονται με κριτήρια υποτίθεται αξιοκρατικά λόγω συγκεκριμένης αρμοδιότητας, ως επαϊοντες ή ως εκπρόσωποι μερίδων της κοινής γνώμης, ανταλλάσουν απόψεις, συζητούν ή και συγκρούονται μπροστά σε ένα κοινό εξατομικευμένο, μοναδοποιημένο και απομονωμένο στους τοίχους του σπιτιού του. Σκηνοθετείται με αυτόν τον τρόπο μια πάλη πραγματική ή πλασματική –συνηθέστατα το αντικείμενο της διαμάχης είναι και πραγματικό και ουσιώδες– δίνουν στην πάλη τη μορφή τελετουργίας, θεάτρου ή θεάματος. Ή μάλλον στον μοναδιαίο άνθρωπο που παρακολουθεί παρέχεται μόνο η σκηνοθεσία, το θέαμα και του αντικειμένου και της πάλης. Αυτές οι τηλεοπτικές συζητήσεις εικονίζουν τέλεια την πλήρη αυτονόμηση του πολιτικού παιχνιδιού, την εξώνηση του πολίτη, τον εξανδραποδισμό του στο σκλαβοπάζαρο του ζάπινγκ.
31
05

Επισημάνσεις

Εντάξει, μην στοχοποιήσουμε τώρα όλο τον εφοπλιστικό κλάδο από μια ατυχή δήλωση του Λασκαρίδη. Δεν φταίει αυτός. Η έκφραση «χέζω πάνω στον πρωθυπουργό» στα λιβεριανά είναι ευχή για καλοτυχία και μακροημέρευση. Και στο κάτω - κάτω μην είμαστε αυστηροί. Τόσα παιδάκια έσωσε από την πανδημία με τα παγουρίνα. Μην κοροϊδεύετε, αν είχαμε 50.000 το 1936, κερδίζαμε τον ισπανικό Εμφύλιο. Ειδικά αν ήταν κινέζικα ελαττωματικά. Μικρής χωρητικότητας. Επιπλέον, αν κρίνουμε από τις σημαίες των καραβιών του, μάλλον αναφερόταν στον πρωθυπουργό του Παναμά. Για τον οποίο υπάρχει η τοπική παράδοση όποιος χώνει 700.000 στην εταιρεία ρούχων της γυναίκας του να μπορεί να τον χέζει όσο θέλει. Με 700.000 στον λογαριασμό της γυναίκας του θα ήταν πολύ δύσκολο να διαμαρτυρηθεί ο πρωθυπουργός του Παναμά. Ούτε καν ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου δεν θα διαμαρτυρόταν. Ευτυχώς στην Ελλάδα υπάρχει πολιτική αξιοπρέπεια και δεν γίνονται τέτοια.
31
05

Νίκος Βούτσης: Ο κ. Μητσοτάκης θα αποτύχει και στο στόχο της απονομιμοποίησης της Αριστεράς

Το μόνο που απασχολεί τον Πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη στον πυρήνα της ταυτότητας και της ρητορικής του μέσα στο πολιτικό σύστημα της χώρας και στον αναδιαμορφούμενο πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, είναι μια διχαστική “αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση” για τον ΣΥΡΙΖΑ. Έχει επιλέξει ως ιδεολογικό περίβλημα της στρατηγικής του αντιπαράθεσης με την Αριστερά μια ιδεοληπτική εμμονή και αλαζονεία ότι αυτός θα ξαναγράψει, μέσω της συστηματικής της αναθεώρησης, την πολιτική ιστορία του τόπου μας. (...) Η προφανής προσπάθεια απονομιμοποίησης της πολιτικής Αριστεράς εναρμονίζεται με σειρά μέτρων που κατατείνουν στον περιορισμό και τη συρρίκνωση δικαιωμάτων και εγγυήσεων για την κοινωνία των ενεργών πολιτών. Επιχειρούν και σε αυτό το πεδίο να διαμορφωθεί ο συσχετισμός για να υπάρξει ανοχή στις αντικοινωνικές πολιτικές του ακραίου νεοφιλελευθερισμού που κατά συρροή θεσμοθετεί η παρούσα κυβέρνηση. Η στρατηγική αυτή της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν έχει απέναντί της μόνο τη δύναμη του λόγου, της καταγγελίας και του εναλλακτικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ. Προσκρούει καθημερινά, ευτυχώς όλο και περισσότερο, σε μια νέα ριζοσπαστική αμφισβήτηση, στην κριτική και την ενεργό αντίσταση ενός όλο και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας μας και ιδιαίτερα ενός μεγάλου τμήματος της νεολαίας μας που έχει υποστεί ήδη δύο κρίσεις που σκιάζουν το μέλλον και τα οράματά της.
31
05

Έφη Γιαννοπούλου: Εμπρός, σαν έναυσμα αγώνα

Το Εμπρός αποδεικνύεται πολύ ζωντανό για να πεθάνει ή έστω να εκκενωθεί. Στις συνελεύσεις που οργανώνονται στην πλατεία κυριαρχεί η πεποίθηση ότι ο χώρος «περιφρουρείται» από τα περιεχόμενά του, δηλαδή την ελεύθερη και από τα κάτω καλλιτεχνική δημιουργία, και ότι όσες φορές κι αν επιχειρηθεί το σφράγισμά του, ο κόσμος του θα είναι εκεί για να το ξανανοίξει. Οι νέοι άνθρωποι που συρρέουν να υπερασπιστούν το Εμπρός και συμμετέχουν στις εκδηλώσεις αυτών των ημερών επιβεβαιώνουν κάτι που γνωρίζουμε ήδη από το παρελθόν: κάθε φορά που ο χώρος απειλείται, γεννιέται και μια ευκαιρία ανανέωσης και εμπλουτισμού του εγχειρήματος που συντελείται σ’ αυτόν.   Τι είναι αυτό που σε μια συγκυρία σαν τη σημερινή ενεργοποίησε για μια ακόμη φορά κοινωνικά και πολιτικά αντανακλαστικά αλλά και την καλλιτεχνική κοινότητα, ή έστω ένα μεγάλο μέρος της, ώστε να βρεθεί και πάλι έξω από την πόρτα του Εμπρός; Η μνημονική ανάκληση που ενεργοποιήθηκε ως πρώτη αντίδραση στο σφράγισμα αποδείχτηκε μάλλον δυναμική παρά νοσταλγική. Τα κείμενα που γράφτηκαν, απολογίζοντας το παρελθόν, αποτελούσαν ταυτοχρόνως και μια ευρύτερη πολιτική κριτική για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση έχει αντιμετωπίσει όχι μόνο τις καταλήψεις και τους κοινωνικούς χώρους, αλλά και την ίδια την καλλιτεχνική κοινότητα, που στη διάρκεια της πανδημικής κρίσης ήταν από αυτές που περισσότερο επλήγησαν και που με μεγάλους αγώνες κατάφερε να αποσπάσει μια στοιχειώδη στήριξη για την επιβίωσή της. Ο χώρος του πολιτισμού και κυρίως των παραστατικών τεχνών βρίσκεται σε κατάσταση αναβρασμού αλλά και σημαντικών συλλογικών επεξεργασιών, οι πληγές της πανδημίας αλλά και του ελληνικού #metoo ενεργοποιούν αντανακλαστικά συνδικαλιστικά και πολιτικά, αλλά και έναν αναστοχασμό για τη λειτουργία της τέχνης και του πολιτισμού στην εποχή μας, ο οποίος δεν διστάζει να ασκήσει κριτική αλλά και να κάνει προτάσεις για τη θεσμική λειτουργία των δημόσιων πολιτιστικών οργανισμών. Είναι πρόσφατες άλλωστε οι σύντομες και συμβολικές καταλήψεις κτιρίων του Εθνικού Θεάτρου (Τσίλερ και Rex).
31
05

Αννέτα Καββαδία: Η δύναμη του δρόμου

Αναμφίβολα τα κόμματα, από τη γέννησή τους και διαχρονικά, είναι φορείς διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας. Το ζήτημα είναι πώς αντιλαμβάνεσαι ως πολιτικός χώρος τη σχέση σου με τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες που θέλεις να εκπροσωπείς και αν εξακολουθείς να πιστεύεις πως ο δρόμος είναι μέσο για την πολιτική σύγκρουση που μετατρέπει τον λαϊκό παράγοντα σε ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων. Αν εξακολουθείς να πιστεύεις πως οι κινηματικές διεργασίες διευρύνουν τα όρια του εφικτού για μια αριστερή κυβέρνηση που θέλει να βρίσκεται στο πλάι της κοινωνικής πλειοψηφίας και αν τα κινήματα και οι αγώνες, η ανασυγκρότηση του εργατικού και του νεολαιίστικου κινήματος, η αμφισβήτηση εν τέλει των κυρίαρχων νεοφιλελεύθερων πολιτικών  διά της σύγκρουσης – σε συνδυασμό με την ιδεολογική ηγεμονία - αποτελούν βασικό παράγοντα για τη δεύτερη φορά Αριστερά. Έχοντας απέναντι μια σκληρή, νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση όπως αυτή της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να ανταποκριθεί στην πρόκληση: να «παντρέψει» την κυβερνητική εμπειρία με όλα όσο τον έκαναν εξαρχής να ξεχωρίσει. Να συμβάλει, στο βαθμό που του αντιστοιχεί, με τα αριστερά, ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά –εμπλουτισμένα πια με πολύτιμη γνώση αν και λαβωμένα από τη διαχείριση μνημονιακών πολιτικών– στην αναγέννηση του «από τα κάτω» κινήματος. Είναι εύκολος αυτός ο στόχος; Όχι. Οφείλει ωστόσο να βγει ξανά στον δρόμο. Με αυτοπεποίθηση αλλά όχι με αλαζονεία, δεκτικός στην κριτική αλλά όχι απολογητικός, με ξεκάθαρο και όχι θολό ιδεολογικό στίγμα. Θα πρέπει στο μίγμα του πολιτικού του αφηγήματος να μην κυριαρχεί ο καθωσπρεπισμός και η θεσμολαγνεία, ούτε να υποκύπτει στις εκ του πονηρού παραινέσεις περί δήθεν «σοβαρού κόμματος που δεν έχει καμιά δουλειά με τους «περιθωριακούς» του δρόμου». Η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να λειτουργεί ως άλλοθι κινηματικής αδράνειας. Παρά τις δεδομένες δυσκολίες, έχει ιστορική υποχρέωση ως κόμμα της Αριστεράς να ενθαρρύνει, να καλύπτει και να δίνει κουράγιο στον κόσμο να κατεβαίνει στον δρόμο. Ειδικά σήμερα που ο διάχυτος φόβος και η τάση συντηρητικοποίησης της κοινωνίας μεγιστοποιεί τις πιθανότητες να παγιωθεί ως κανονικότητα στη συνείδηση των πολιτών η δυστοπική πραγματικότητα της ΝΔ, είναι χρέος της Αριστεράς να βρίσκεται δίπλα τους, στον δρόμο. Να δείχνει πως δεν ξεχνά ότι η ροή της Ιστορίας αλλάζει μέσα από τους αγώνες του λαού και της νεολαίας. Κι εκεί έξω υπάρχει μια πολύχρωμη νέα γενιά που έχει ανάγκη να δώσει το δικό της περιεχόμενο στη σχέση της με την πολιτική, Χαμένοι θα είναι μόνο όσοι δεν καταφέρουν να την ακούσουν.
31
05

Jean-Paul Fitoussi: Η Ευρώπη είναι δομημένη έτσι που δεν επιτρέπει άλλες πολιτικές πλην του νεοφιλελευθερισμού

Αυτό που προσπαθώ να δείξω στο βιβλίο μου είναι ότι η εκπτώχευση της γλώσσας δεν αφήνει χώρο για κανένα εναλλακτικό δόγμα ή θεωρία. Μιλάμε για «φιλελευθερισμό» επειδή δεν έχει απομείνει άλλο λεξιλόγιο. Ο κεϊνσιανισμός έχει καταστεί μια αρχαϊκή λέξη, σε βαθμό που οι άνθρωποι δεν τολμούν καν να μιλήσουν για μια επεκτατική πολιτική. Σήμερα οι κυβερνήσεις φαίνεται να έχουν αλλάξει ριζικά τις πολιτικές τους, αλλά χωρίς να το αναγνωρίζουν ρητά. Υπάρχουν επίσης νικητές και χαμένοι στην παρούσα κατάσταση και οι πρώτοι δεν έχουν κανένα συμφέρον να την αλλάξουν. Τελικά, η Ευρώπη είναι μια ειδική περίπτωση. Οικοδομήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε άλλη πολιτική πλην του νεοφιλελευθερισμού απαγορεύτηκε από τις Συνθήκες της. Αυτός ακριβώς είναι ο κίνδυνος που διατρέχει η δημοκρατία. Γιατί εάν η οικονομική και κοινωνική ζημιά που επιτυγχάνεται από τη νεογλώσσα και το αποτέλεσμα της μοναδικής σκέψης είναι σημαντική, η νεογλώσσα είναι επίσης ανεξέλεγκτη σε πολλούς τομείς που επηρεάζουν τον πολιτισμό μιας χώρας και τη λειτουργία της δημοκρατίας. Σε πολλά μέρη, ειδικά στα πανεπιστήμια, ο διάλογος είναι απαγορευμένος και τα άτομα των οποίων οι απόψεις διαφέρουν από εκείνες που γίνονται «αποκλειστικά» αποδεκτές αποκλείονται. Πρέπει να ακυρωθεί κάθε ορισμός πολιτισμού ή κινήματος που έχει σαν βασικό χαρακτηριστικό τον αποκλεισμό εκείνων που δεν υποστηρίζουν 100% το αφήγημα της θυματοποίησης. Η πολιτική ορθότητα στην εξουσία επί χίλια. Η διαφορετική σκέψη δεν είναι μόνο λανθασμένη, αλλά απαγορεύεται. Η σχέση με τη γλώσσα είναι καθαρή: είναι θέμα διαγραφής λέξεων όπως η αποκαθήλωση αγαλμάτων. Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο, γιατί με την αποκαθήλωση των αγαλμάτων ιστορικών μορφών ξαναγράφουμε την Ιστορία, εκπτωχεύοντας το λεξιλόγιό της. Τα ονόματα των δρόμων δεν ξεφεύγουν από τη μεγάλη γλωσσική και ιστορική εκκαθάριση. Η περιεκτική γραφή συμμετέχει στο ίδιο κίνημα. Αναγκάζοντας τους ανθρώπους να εκφραστούν σε μια καταστρατηγημένη γλώσσα, περιορίζουμε τον χώρο της σκέψης τους, ενώ δεν τους αφήνουμε άλλη διαφυγή παρά να ακολουθήσουν τη θέση που εκφράζει η ίδια η περιεκτική γραφή.
31
05

Κώστας Καλλωνιάτης: Είναι οι ανισότητες η αιτία της κρίσης;

Οι πολιτικές που αποσκοπούν στη μείωση της ανισότητας του εισοδήματος μέσω της φορολογίας και της ρύθμισης ή ακόμη και με την αύξηση των μισθών των εργαζομένων δεν θα έχουν σημαντικό αποτέλεσμα όσο υπάρχει τόσο υψηλό επίπεδο ανισότητας του πλούτου. Και αυτή η ανισότητα του πλούτου πηγάζει από τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και χρηματοδότησης στα χέρια ελαχίστων. Όσο αυτή η δομή ιδιοκτησίας παραμένει ανέγγιχτη, οι φόροι επί του πλούτου και οι πολιτικές αναδιανομής εισοδήματος επίσης δεν θα επαρκούν. Οι ανισότητες ασφαλώς χρειάζεται να μειωθούν, όπως έγινε μερικώς και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Αν όμως δεν θέλουμε να επανέλθουν δριμύτερες όπως σήμερα, χρειαζόμαστε πολιτικές όχι απλής αναδιανομής αλλά μεταλλαγής των σχέσεων παραγωγής. Η κατοχή του πλούτου είναι τα εννέα δέκατα αυτού που αποτελεί την οικονομική και πολιτική εξουσία. Η τεράστια πλειοψηφία πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να κατέχει κοινωνικά αυτά που παράγει συλλογικά, έτσι ώστε να μπορεί να σχεδιάζει δημοκρατικά τον τρόπο διανομής αγαθών και υπηρεσιών βάσει των αναγκών, ενόσω θα ζει σε αρμονία με το περιβάλλον. Αυτό θα σήμαινε το τέλος της εμπορευματοποίησης του πλούτου που παράγουμε και αυτού που βρίσκεται στη φύση, όπως και το τέλος της εμπορευματοποίησης των κοινωνικών σχέσεων.