Η περίπτωση του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων είναι ενδεικτική των καιρών μας. Υπηρετεί το σύστημα από δυο μεριές, του διαρκώς δημοσιολογούντος, αγαπητού των καναλαρχών, και του εκλεγμένου εκπροσώπου της μερίδας του λαού που ψηφίζει δεξιά. Από αυτές τις θέσεις κόβει, ράβει, κρίνει, ορίζει, καθορίζει, επανακαθορίζει. Δικαίωμά του; Προφανώς. Αλλά και δικαίωμα στην αντιφρονούσα δημοσιογράφο, Ελένη Καλογεροπούλου, να θέτει ερωτήματα. Έλα, όμως, που η ηγεμονική του αντίληψη δεν του επιτρέπει να ανέχεται πολλά πολλά και, εξαιτίας μιας γυναίκας μάλιστα, ξεπέρασε τα προσωπικά του όρια. Είναι, λοιπόν, “κλάψα” όσα λέει και είναι και ΣΥΡΙΖΑ, οπότε δεν δικαιούται να ομιλεί. Το mansplaining είναι εδώ, μαζί με την αντιαριστερή εμμονική ιδεοληψία.
Στην αστική αντίληψη, μοναχά οι λευκοί άντρες δεξιοί, άντε και οι δεξιές, μπορούν να δημοσιογραφούν, μοναχά αυτοί κατέχουν την κριτική ικανότητα της αντικειμενικότητας, μοναχά αυτοί διαθέτουν αναλυτική ουδετερότητα. Ο σπερματικός λόγος του φασισμού, η απροσχημάτιστη συστημική ξετσιπωσιά με την οποία διατάσσεται να “βγάζει το σκασμό” όποια τολμά να αντιμιλά, ο, κυριλέ ή και όχι, αυταρχισμός αποτελούν μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου προσώπου της Ν.Δ. Μαζί με την περιφρόνηση στους από κάτω -βλέπε δηλώσεις Σκυλακάκη-, ένας κόσμος απ’ τα παλιά αναδύεται με όλα τα σκοτάδια του.
“...Η άρνησις του αντικομμουνισμού σημαίνει ουσιαστικώς άρνησιν αντιστάσεως εις την πολύπλευρον και πολύμορφον κομμουνιστικήν επίθεσιν. Σημαίνει εγκατάλειψιν του μετώπου, συνθηκολόγησιν με τον εχθρόν…”, έγραφε ο Γεώργιος Κ. Γεωργαλάς. (H ιδεολογία του Αντικομμουνισμού, 1970)
Το μίσος αυτό που έως σήμερα επιβιώνει θα έπρεπε να απασχολεί τη δημόσια ζωή. Πρώτιστα δε, τους δημοσιογράφους, που ξεφτιλίζονται στο βαθμό που παρακολουθούν ατάραχοι, και το σωματείο τους, που, μένοντας δίχως να λάβει θέση, ντροπιάζεται.