Ο ίδιος ο Αντούνες, ως πτυχιούχος της Ιατρικής, έκανε εκεί τη θητεία του και έμεινε τεσσεράμισι χρόνια ώς το 1973 στην ξεσηκωμένη Αγκόλα που αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία της, να κάνει ακρωτηριασμούς, να ράβει πληγές, και να ξεγεννά ημιθανείς μανάδες, «με επικεφαλής τον γενναίο Μέμο Αντούνες», κατοπινό ιδεολόγο της Επανάστασης των Γαρυφάλλων (1974). «Το καθεστώς έστειλε 1,6 εκατομμύρια νέους να πολεμήσουν για την αόριστη έννοια της “πατρίδας”.
Στην πραγματικότητα, οι φασίστες, η αστική τάξη, η Εκκλησία, είχαν μεγάλα συμφέροντα εκεί. Οσοι επέστρεψαν, αντιμετωπίστηκαν με περιφρόνηση, και 50.000 άνθρωποι κατέληξαν στα ψυχιατρεία. Η Αγκόλα ήταν το δικό μας Βιετνάμ».
Ο Αντούνες δεν έγραψε για τον συγκεκριμένο πόλεμο, «από σεβασμό στους νεκρούς». Ομως στα μυθιστορήματά του δεν έπαψε να στηλιτεύει: το ένοχο παρελθόν του τόπου του με την αιματηρή αποικιοκρατική παράδοση, την ηθική δειλία όσων ανέχθηκαν τις διώξεις και συνεργάστηκαν σιωπηρά με το φασιστικό καθεστώς Σαλαζάρ, τη μικρότητα της μπουρζουαζίας, την επανάσταση που «δεν κατάφερε να αλλάξει πολλά», τη στασιμότητα της κοινωνίας, τις άδικα χαμένες νεαρές ζωές, τη μηχανική του χρόνου, τις αυταπάτες των ανθρώπων, την υφέρπουσα τρέλα σε όλες τις μορφές της... Εγραφε, και ταυτόχρονα δούλευε ως κλινικός ψυχίατρος σε νοσοκομείο για παιδιά με καρκίνο. Από εκεί πηγάζει η μεταφυσική οργή που διατρέχει τα βιβλία του. «Διάλεξα ως ειδικότητα την Ψυχιατρική, όχι για να μάθω να θεραπεύω την ανθρώπινη ψυχή, αλλά για να μάθω να ζω».