Micro

Γιώργος Μπουγελέκας: Η εκπαίδευση στα χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη

Ο Βάρναλης ήταν δάσκαλος.

Δάσκαλος για τους ποιητές.

Δάσκαλος για τους πεζογράφους.

Δάσκαλος για τους γραφιάδες του καθημερινού μόχθου, τους δημοσιογράφους.

Δάσκαλος για τον κόσμο της δουλειάς με την πένα του και το ταλέντο του.

Όμως πάνω απ’ όλα ήταν δάσκαλος για τα παιδιά και τους συναδέλφους του, τους άλλους δασκάλους. Αυτούς της τάξης και της κιμωλίας.

Γι’ αυτούς και τα ετήσια παιδιά τους, τους μαθητές και τις μαθήτριες, νοιαζόταν σ’ όλη του τη μεγάλη -από κάθε άποψη- ζωή. Δεν ήταν, επομένως, δυνατόν να ξεχάσει αυτήν την έγνοια του όταν -απολυμένος για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους από χρόνια απ’ την εκπαίδευση- έπιασε τη γραφίδα του δημοσιογράφου και αγωνιζόταν για τον επιούσιο. Το ίδιο, φυσικά, έκανε και όταν έγραψε τα σπουδαία χρονογραφήματά του στην “Αυγή”, τον πρώτο τόμο των οποίων έφερε πρόσφατα στο φως η αγαπημένη μας εφημερίδα.

Από αυτά τα εξαιρετικά κείμενα του ποιητή, στο άρθρο που ακολουθεί, επιχειρώ την καταγραφή ενός απανθίσματος των σκέψεων, των προβληματισμών και της αγανάκτησης του Βάρναλη για τα εκπαιδευτικά προβλήματα της πατρίδας μας.

Ο Βάρναλης πριν ακόμα ασπαστεί τον μαρξισμό είχε ενεργό ανάμειξη στα εκπαιδευτικά ζητήματα. Πάντα ως σταθερός οπαδός της δημοτικής, με αφετηρίες που διαφοροποιούνταν ανάλογα με τις πολιτικές του επιλογές, μέχρι την ηλικία των 35 ετών, όταν ως μεταπτυχιακός φοιτητής στο Παρίσι προσέγγισε αμετάκλητα την επιστημονική θεωρία της εργατικής τάξης, στην οποία αφοσιώθηκε, παρά το βαρύ τίμημα που αναγκάστηκε πολλές φορές να πληρώσει.

Έρωτας με τη δημοτική γλώσσα

Στην εφημερίδα της Αριστεράς, στον πρώτο τόμο των χρονογραφημάτων του, αυτός ο σημαντικός φιλόλογος με τη γερή μόρφωση και τη μεγάλη διδακτική εμπειρία, ασχολείται μεταξύ άλλων με τα θέματα της δουλειάς, της ειρήνης, της κοινωνικής αδικίας, των προβλημάτων των φυλακισμένων και εξορισμένων κομμουνιστών και με τα αμιγώς παιδαγωγικά ζητήματα, δηλαδή με το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων και των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

Σε αυτές τις στιγμές μιλά για τον μεγάλο φιλολογικό του έρωτα, τη δημοτική γλώσσα. Η παιδεία, έγραφε, «να ‘χει για όργανό της τη γλώσσα του λαού και για σκοπό την ελευθερία του… Αλλ’ η παιδεία μας διώχνει με τρόπο τη γλώσσα του λαού από την παιδεία και μπάζει μια ‘φτιαχτή’ γλώσσα που την ονομάζει ‘κοινήν του έθνους γλώσσαν’, που σκοπός είναι να ‘υποβοηθεί’ τα παιδιά ‘εις την μετάβασιν, εις την εν ταις ανωτέραις τάξεσι διδασκομένην απλήν καθαρεύουσαν’. Και μη μπορώντας να αντισταθεί στη σκωπτική του πλευρά, σχολιάζει: «Κι αυτή η μετάβαση γίνεται έτσι: το παιδί, του … παιδός». («Εθνική παιδεία”, σ. 20)

Και συνεχίζει, λίγους μήνες αργότερα, με ζητήματα περιεχομένου των σχολικών βιβλίων γράφοντας: «Δε θέλουμε μονάχα σκολεία και δασκάλους∙ θέλουμε και βιβλία!… Το υλικό των αναγνωστικών και των Ιστοριών είναι τέτοιας κακής ποιότητας, τέτοιας αντιλαϊκής σκοπιμότητας που δεν πρέπει να απορούμε πώς ο συναισθηματικός, ο γνωστικός, ο αξιολογικός κι ο καλαισθητικός κόσμος των αυριανών δούλων πλάθεται όμοιος με τους κόσμους των σημερινών δούλων…. Τι πάει να πει αυτό; Πως η αλήθεια διώχνεται από τα σκολειά, όπως απαγορεύεται κι έξω απ’ τα σκολειά. Κι αυτή η Παιδεία, που πλαστογραφεί την ιστορία του Έθνους, λέγεται… εθνική!». (“Απορίες γιου και πατέρα”, σ. 71)

Σε επόμενο άρθρο υπερασπίζεται τους συναδέλφους του από την έμμεση κατηγορία του υπουργού Παιδείας της εποχής περί έλλειψης ενθουσιασμού των εκπαιδευτικών. «Με την ευκαιρία του χαιρετισμού (σ.σ.: για την έναρξη του σχολικού έτους) ο κ. υπουργός ζητεί από τους δασκάλους “ενθουσιασμόν και πίστιν και βεβαιοί τους μαθητάς και μαθητρίας ότι προς αυτούς στρέφεται ακεραία η στοργή και το ενδιαφέρον της κυβερνήσεως και υπόσχεται ότι θα βελτιωθούν αι συνθήκαι διδασκαλίας κατά το αρξάμενον έτος!”. Σαν να λέμε, προειδοποιεί τους πατεράδες πως, αν δεν βελτιωθεί η παιδεία, σ’ αυτό θα φταίει η έλλειψη… ενθουσιασμού των δασκάλων, που θα ματαιώσει την εκτέλεση της κυβερνητικής υποσχέσεως! Άλλωστε εκ του χρόνου θα έχει ξεχαστεί η φετινή υπόσχεση». (“Βελτίωση συνθηκών”, σ. 75)

“Να σκίζονται και οι γλώσσες…”

Παραμένοντας αταλάντευτος υπερασπιστής της δημοτικής, καυτηριάζει τον προφανώς ακροδεξιό ιδιοκτήτη – διευθυντή της εφημερίδας “Πολιτικός”, που απαιτεί «…όπως αφαρπάζονται από πωλητάς και περίπτερα όλαι αι εφημερίδες αι περιέχουσαι γλωσσικούς μαλλιαρισμούς και… να σχίζονται, καθώς πρέπει και επιβάλλεται η… αυτή ορμή και δράσις εναντίων πορνικών εικόνων εις στήλας εφημερίδων και εις προθήκας κινηματόγραφων, δια να μη προσβάλλονται η λογική και τα ήθη… των σημερινών Σχολείων μέχρι και των Πανεπιστημίων μας…». Και συμπεραίνει πάντα ειρωνικά ο Βάρναλης: «Αλλά για να αποσοβηθεί κάθε κίνδυνος της γλώσσας, δεν αρκούν τα ‘ημίμετρα’: να σκίζονται χαρτάκι εφημερίδες και βιβλία. Πρέπει να σκίζονται και οι γλώσσες όλων όσοι στον προφορικό τους λόγο χρησιμοποιούν λέξεις απαγορευμένες, όπως μάνα, ψωμί, νερό, καφές κ.λπ.

Μια κι όξω! Κλειστά σχολεία, σκισμένες εφημερίδες, καμένα βιβλία, κομμένες γλώσσες… Μόνον έτσι θα σωθεί το έθνος από τις τρίχες, δηλαδή θα εξοντωθεί αυτός ο μαλλιαρομάλλιαρος λαός». (“Κατά μαινόμενων μαλλιαρομάλλιαρων”, σ. 109)

Και οι χλευασμοί του μαχητή Βάρναλη κατά των γλωσσαμυντόρων συνεχίζονται αλύπητοι, ενώ δεν αποφεύγει να θίξει και το ζήτημα της δυσκολίας να πειστεί ο λαός για την αξία της μιλιάς του.

«Ρωτούσε η καθαρίστρια ένα ‘συνωμότη’:

– Ποιο είναι το σωστότερο; Ιανουάριος ή Γενάρης;

– Πώς το λένε στο χωριό σας;

– Γενάρης.

– Ε! αυτό είναι το σωστό!”

Και η γυναίκα του λαού, που έμαθε να περιφρονεί το λαό και τη γλώσσα του, κούνησε το κεφάλι της χωρίς να πιστέψει…

Ιδού μερικά μαργαριτάρια (σ.σ.: των καθαρευουσιάνων):

‘Αι γαστέραι των καρχαριών’ (αντί αι γαστέρες)…

‘Τραγικός θάνατος από έκρηξιν πατρός και υιού’ (αντί τραγικός θάνατος πατρός και υιού από έκρηξιν κ.λπ.)

‘Όταν… πνέουσι νότιοι άνεμοι’ (αντί πνέωσι)

‘Σμήνη – πετούσαν προχθές … διαγράφοντες κύκλους’ (σ.σ.: αντί διαγράφοντα)…

…Σε όλα αυτά βλέπει κανείς την προσπάθεια ν’ αποφεύγεται η φυσική γλώσσα (η μητρική) και να γράφεται η ψεύτικη (η λόγια). Και το αποτέλεσμα η θαλασσοποίηση». (Τα “ελληνικά” τους, σ. 158)

Ταυτόχρονα δεν παραλείπει να σταθεί και στα προβλήματα του βασικού εργαλείου της μόρφωσης των παιδιών και ολόκληρου του λαού, που είναι το βιβλίο. Γράφει: «Όλες οι δυνάμεις αυτού του πολιτισμού ξοδεύονται για την αυριανή καταστροφή του κόσμου. Ο πόλεμος -να για ποιο μεγάλο ιδανικό θυσιάζονται τα πάντα. Αυτός ο μεγάλος σκοπός τρώει το ψωμί των λαών: τρώει δηλαδή την παιδεία, τη σκέψη, την ελευθερία, την εργασία, τα ήθη και τη λογοτεχνία… Άμα τοποθετήσουμε το πρόβλημα της κρίσης του βιβλίου μέσα στο γενικό πλαίσιο της παρακμής του πολιτισμού, τότε μπορεί να εξηγηθεί κι η κρίση του βιβλίου μαζί με όλες τις ‘κρίσεις’». (“Η κρίση του βιβλίου”, σ. 219)

Μεγάλη σημασία δίνει ο Βάρναλης και στα ζητήματα της υλικοτεχνικής υποδομής και της στελέχωσης των εκπαιδευτικών μονάδων, αλλά και στο αίσχος μιας παιδείας που αφορούσε τους λίγους και όχι τα παιδιά του λαού.

«Ανοίξανε τα σχολεία -και μάλιστα ‘δωρεάν’! Για ποιον ανοίξανε και τι λογής είναι αυτό το ‘δωρεάν’; Ανοίξανε για τα παιδιά του λαού! Και το ‘δωρεάν’ τους είναι εντάξει με το σύνταγμα: δεν πληρώνουν όσα παιδιά δεν πάνε σχολείο, όλα τα αλλα, πουλιέται ο… πατέρας τους για να πληρώσουν!”.

Ελλείψεις σε στέγη και δασκάλους

Με την αγωνία του αιώνιου δασκάλου χλευάζει την έλλειψη εκπαιδευτικών και κτηρίων: «Δυστυχώς παρουσιάζονται κάθε τόσο μερικοί αχάριστοι πατεράδες κι ασύνετοι άρχοντες που ζητάν ασύστολ’ από την κυβέρνηση σκολειά και δασκάλους… Και τι ζητάνε, λες, οι αθεόφοβοι τούτοι ραγιάδες από τους πασάδες τους; Άκουσον! Άκουσον! Να διαθέσουν τας απαιτούμενας πιστώσεις διά την εξασφάλισιν της μισθοδοσίας των αναπληρωτών των στρατευθέντων διδασκάλων! Είναι στα καλά τους; Πού βρίσκονται;…” (“Θέλουμε και σκολειά!”, σ. 63)

Λίγους μήνες αργότερα καυτηριάζοντας τα απαράδεκτα κτίσματα των σχολείων φέρνει στη μνήμη των παλαιοτέρων μια μεγάλη τραγωδία του 1954. «Τι έκανε λέει; Έπεσε μια στέγη ενός σκολειού στο συνοικισμό ‘Μυκονιάτικα’ των Αγίων Αναργύρων και παράχωσε καμιά εκατοστή παιδάκια! Και ύστερα; Κάτι τρέχει στα Γύφτικα – δηλαδή στα Μυκονιάτικα… Αλλά κι αυτό θα περάσει και θα ξεχαστεί! Αυτή είναι η ‘Λήθη’ υποσχέθηκε η πατρική μας κυβέρνηση…» (“Κάτι τρέχει…”, σ. 117)

Και συνεχίζει σε επόμενα χρονογραφήματα να θέτει το ζήτημα της έλλειψης δασκάλων και της κακής κατάστασης των σχολικών κτηρίων: «Πρέπει να σημειώσουμε πως οι αχυρώνες που πέφτουν είναι… σκολειά!… Αμ πες το νάρθει η ψυχή μας στον τόπο της! Γιατί αν πέφτουν αχυρώνες μεγάλη η ζημιά. Μας λείπoυνε και χρειάζονται κι άλλοι για να χωρέσει λαός! Ενώ τα σχολεία καλά κάνουνε και γκρεμοτσακίζονται. Και καλύτερα κάνει το υπουργείο που τα κλείνει και μεγαλώνει τα εκπαιδευτικά τέλη. Τα σχολεία δεν χρειάζονται. Τουναντίον βλάφτουνε. Όσο λιγότερα σκολειά τόσο πιο σίγουρος ο ‘Δυτικός πολιτισμός’!”. (“Και πάλι οι αχυρώνες”, σ. 121)

Ταυτόχρονα μας αναγκάζει να συγκρίνουμε εποχές, αφού καταγγέλλει ένα γεγονός που και στις μέρες μας έχει επανεμφανισθεί, σύμφωνα με σύγχρονα εκπαιδευτικά ρεπορτάζ: «Και τώρα μπαίνουμε στο θέμα: Το υπουργείον Παιδείας έκανε το απονενοημένο τόλμημα ν’ αποφασίσει το διορισμό 500 καθηγητών. Αλλ’ απ’ αυτούς που είχαν υποβάλλει αιτήσεις διορισμού, οι μισοί δεν παρουσιαστήκανε να διοριστούν. Γιατί, ίσως, για ν’ αποχτήσουνε τ’ απαραίτητα πιστοποιητικά, θα έπρεπε ν’ αποβάλλουν την ανθρώπινη τους αξιοπρέπεια, αλλά και γιατί οι μισθοί είναι γελοίοι που προτιμούνε να κάνουν εδώ τον ιδιωτικό καθηγητή κυρίως όμως γιατί η ζωή της επαρχίας είναι ζωή καταδίκου!» (“Ειδυλλιακή επαρχία”, σ. 152)

«Υπάρχει σε κάποια πυκνοκατοικημένη λαϊκή συνοικία των Αθηνών ένα παμπάλαιο σχολικό κτήριο. Λάθος να υπάρχει σκολειό και μεγαλύτερο λάθος να υπάρχει λαός που θέλει σκολειό.

Το σκολειό δε χωράει τα 300 παιδιά του. Και τα μισά τα στέλνει σ’ άλλα δύο σκολειά. Δηλαδή παιδάκια των έξι κι εφτά χρονών στέλνονται στου διαόλου την άκρα μοναχά τους, με τον κίνδυνο να μην ξαναγυρίσουν. Αλλά κι ο κίνδυνος των όσων κρατούνται δεν είναι λιγότερος. Η στέγη (σ.σ.: και πάλι) του σκολειού πάει να πέσει. Ο νομομηχανικός, μου είπανε, το χαρακτήρισε το σκολειό ετοιμόρροπο και σύστησε την εγκατάλειψή του. Αλλ’ ο μηχανικός του υπουργείου το βρήκε ‘εντάξει’, φτάνει να … ξαναχτισθεί!…

– Λεφτά ζητάς; Πού ναν τα βρω; Παρ’ τα από τους γονιούς!» (“Με το αζημίωτο”, σ. 204)

Συγχωρήστε με, επομένως, φίλοι αναγνώστες, όταν κλείνοντας και την τελευταία σελίδα του 1ου τόμου με τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην “Αυγή” αναθυμήθηκα τους αγαπημένους στίχους του μεγάλου μας βάρδου: «Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά…».

 

Ο Γιώργος Μπουγελέκας είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ

Πηγή: Η Αυγή