Ποιο ήταν το έναυσμα για «Τα νέα της Αλεξάνδρας | reclaim»; Μια ανάρτηση στο facebook της Αργυρώς Μουστάκα-Βρεττού, βασισμένη σε προφορικές μαρτυρίες από τη γειτονιά της. Εκεί σημείωνε πως το τραγούδι του 1961 αναφέρεται στη γυναικοκτονία της Αλεξάνδρας Μυλωνάκου, η οποία, σε ηλικία δεκαοχτώ χρονών, ήρθε από τη Μάνη στο Αιγάλεω, για να μάθει ραπτική. Ήταν αρραβωνιασμένη και έμεινε σε συγγενείς της. Ο θείος της έκανε διάφορες απόπειρες να τη βιάσει, κι ένα βράδυ, καθώς του αντιστάθηκε περισσότερο, της τίναξε τα μυαλά με το όπλο του. Σύμφωνα με τη θεία τής Αργυρώς Μουστάκα-Βρεττού (που κρατούσε το περίπτερο και ήταν φίλες με την Αλεξάνδρα) και τη σπιτονοικοκυρά της Αλεξάνδρας, που τη βρήκε δολοφονημένη, το τραγούδι «ξεπλένει» τη δολοφονία. Αυτή είναι η πεποίθηση της γειτονιάς, αλλά και μιας απογόνου του θύματος και του θύτη. Σύμφωνα με μια εκδοχή, μάλιστα, ο δολοφόνος « έγραψε τους στίχους και τους έδωσε. Για να μείνει στην ιστορία σαν πουτάνα».
Η μαρτυρία είναι σοκαριστική. Και η ανάρτηση δημιούργησε, με τη σειρά της, αναταραχή στα social media, προξενώντας, συγκλονισμό, αμφισβητήσεις, έντονη συζήτηση, αντιδράσεις. Ξεκινάω από τα γεγονότα.
Η δολοφονία της Αλεξάνδρας Μυλωνάκου από τον θείο της είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο: έγινε στις 26 Μαρτίου 1961 (η Βρεττού έχει εντοπίσει τα σχετικά δημοσιεύματα στις εφημερίδες). Από κει και πέρα διανοίγεται ένα μεγάλο πεδίο συζήτησης, στην εξαιρετικά συναρπαστική και δύσκολη πίστα των μαρτυριών, της μνήμης και της προφορικής ιστορίας, ένα πεδίο όπου χρειάζεται να είμαστε συγχρόνως και ανοιχτοί και δύσπιστοι. Από τη μια, αν αναζητούμε τα πραγματικά γεγονότα, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος των ολισθημάτων της μνήμης, της λήθης, των παραποιήσεων. Και, ταυτόχρονα, αξίζει να είμαστε ανοιχτοί. Γιατί θαμμένες ή αποσιωπημένες ιστορίες μπορεί να έρθουν στην επιφάνεια χάρη στις μαρτυρίες, που μας ανοίγουν πόρτες στο λησμονημένο, απωθημένο, περιθωριοποιημένο παρελθόν. Ας σκεφτούμε πόσο δύσκολο θα ήταν, με τα δεδομένα της δεκαετίας του 1960, στο περιβάλλον μιας σκληρά ανδροκρατούμενης μανιάτικης οικογένειας, σε μια λαϊκή γειτονιά, να αποτυπωθεί γραπτά και ρητά ότι ο θείος τής Αλεξάνδρας προσπαθούσε να τη βιάσει, και γι’ αυτό τη σκότωσε. Σε αυτό το πλαίσιο, η έλλειψη γραπτών μαρτυριών μπορεί να είναι ενδεικτική –και να συνιστά, με τον τρόπο της, τεκμήριο αυτή καθαυτή– για μια «συνωμοσία σιωπής» που πέφτει βαριά, σκεπάζοντας το ζήτημα. Εδώ οι προφορικές μαρτυρίες, με τις ενδεχόμενες αδυναμίες και τα προβλήματά τους, είναι κλειδί, καθώς μπορούν να μας ανοίξουν ένα παράθυρο στον κόσμο αυτό της σιωπής.